Το ιστορικό λιμάνι του Μεσολογγίου

Από τα τέλη του 17ου αιώνα και σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα χτίζονταν αποβάθρες και αποθήκες στο Μεγάλο Λιμάνι, αποθήκες σιτηρών με οικίες για τους εμπόρους

Τα νησιά του Ιονίου που βρίσκονταν υπό βενετική κυριαρχία, αλλά και τα λιμάνια των ακτών της Αιτωλοακαρνανίας και της Πελοποννήσου, που βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία, συνδεόταν εμπορικά με την Βενετία, την Ανκόνα, τη Σενιγγάλια, την Τεργέστη και το Λιβόρνο ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα. Μεταξύ των πιο δυναμικών ναυτιλιακά περιοχών ήταν η Κεφαλονιά αλλά και το Μεσολόγγι. Γνωρίζουμε ήδη από αναφορές ερευνητών και ιστορικών ότι το Μεσολόγγι είχε αναπτύξει έναν ιδιαίτερα δυναμικό στόλο στα μέσα του 18ου αιώνα, ο οποίος έφτανε στα προαναφερθέντα λιμάνια διεξάγοντας εμπόριο με τις ακτές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ιστορικό

Το όνομα Μεσολόγγι πρωτοαναφέρθηκε από τον Βενετό Παρούτα (ιταλικά. Paruta), ο οποίος περιέγραφε την ναυμαχία του Λεπάντο κοντά στη Ναύπακτο. Αρκετές ιστορικές πηγές αναφέρουν πως το όνομα Μεσολόγγι προέρχεται από την ένωση των δύο ιταλικών λέξεων, Μezzo/messo και langi το οποίο σημαίνει «ένα μέρος εν μέσω λιμνών» ή «ένα μέρος που περιβάλλεται από λίμνες». Από τον συνοικισμό των ψαράδων που διέμειναν εκεί σχηματίστηκε ένα μικρό ναυτικό κέντρο, το οποίο μέσα σε λίγες δεκαετίες εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό λιμάνι. Το 1726 ιδρύθηκε στο Μεσολόγγι το υποπροξενείο της Βενετίας με πρώτο πρόξενο τον Νάξιο Σπυρίδωνα Μπαρότση.

Το Μεσολόγγι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έχει αναπτύξει σπουδαία εμποροναυτική δραστηριότητα που κορυφώθηκε στον 18ο αιώνα. Το λιμάνι που εξυπηρέτησε το εξαγωγικό εμπόριο και τη ναυτιλία βρίσκεται στο νησί του Αη Σώστη, νότια του Μεσολογγίου εκεί όπου η λιμνοθάλασσα συναντά τον Πατραϊκό κόλπο, στην είσοδο της «Μπούκας». Από εκεί ξεκινούσε ο κύριος δίαυλος, με τη χαρακτηριστική ονομασία «Αυλαίμονας», περνούσε δίπλα από το Βασιλάδι και κατέληγε στο Αιτωλικό, το οποίο υπήρξε το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της περιοχής των λιμνοθαλασσών ήδη από το 12ο αιώνα. Το 18ο αιώνα προστέθηκε το μεγάλο κανάλι εισόδου των πλοίων προς το Μεσολόγγι. Ξεκινούσε κι αυτό από τον Αυλαίμονα, κατευθυνόταν προς βορρά ώς το ύψος της πόλης, έστριβε ανατολικά και κατέληγε στη δυτική παραλία του Μεσολογγίου όπου η αποβάθρα και τα ναυπηγεία. Μικρότερα κανάλια εξυπηρετούσαν την κίνηση  αγκυροβολίων στα νησάκια της λιμνοθάλασσας και τις ανάγκες των ιχθυοτροφείων γνωστά και από τα χρόνια της επανάστασης και των πολιορκιών όπως η «μυστική μπούκα», η «φάλτσα μπούκα», το «στραβαύλακο». Το εσωτερικό λιμάνι του Μεσολογγίου ωστόσο λόγω του αβαθούς της λίμνης στο κανάλι δεν μπορούσε να δεχθεί τα μεγαλυτέρου βυθίσματος πλοία ιδίως στην εποχή της εμποροναυτικής του ακμής το 18ο αιώνα. Έτσι το λιμάνι είναι στον Αη Σώστη και η κίνηση προς την Τουρλίδα και το Μεσολόγγι γίνεται με μικρότερα πλοία και πάσσαρες. Στον Άη Σώστη αποβιβάστηκε και ο Λόρδος Μπάϋρον, απ’ όπου με μικρό σκάφος έφτασε στο εσωτερικό λιμάνι της πόλης. Το λιμάνι του Αη Σώστη λειτουργούσε τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.  

Στο Νεοελληνικό Κράτος το ζήτημα του λιμανιού τίθεται επιτακτικά και διεκδικείται στην προοπτική της ανάπτυξης της πόλης και της χώρας. Όταν το 1859 νομοθετούνται και ψηφίζονται πιστώσεις για την κατασκευή ή επισκευή των λιμένων Άνδρου, Νάξου, Τήνου, Κατακώλου & Κορώνης, ο λαός και οι Γερουσιαστές της Αιτωλοακαρνανίας ξεσηκώνονται, γιατί, ενώ η ναυσιπλοΐα διενεργείται από τον Άγιο Σώστη με σοβαρότατα προβλήματα, το Μεσολόγγι δεν έχει συμπεριληφθεί στο σχεδιασμό των λιμένων της χώρας.

Το 1866 ο Νομάρχης Αιτωλ/νίας υπέβαλλε στην Κυβέρνηση σχέδιο ανάπτυξης του λιμανιού. Η επιθαλάσια Εθνική Οδός Τουρλίδας μήκους 5 χιλιομέτρων με τις οκτώ ξύλινες γέφυρες, που ενώνουν το ανατολικό με το δυτικό τμήμα της λιμνοθάλασσας, άρχισε να κατασκευάζεται το 1874 επί Επαμεινώνδα Δεληγιώργη και παραδόθηκε το 1881, επί των ημερών του Χ. Τρικούπη. Η κατασκευή της οδού Τουρλίδας είχε σαν αποτέλεσμα την μεγαλύτερη εμπορική και επιβατική κίνηση στο αγκυροβόλιο της Τουρλίδας από το οποίο άλλωστε γινόταν και η φόρτωση του αλατιού από τις αλυκές μέχρι πολύ πρόσφατα.

Το επόμενο μεγάλο έργο είναι η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Αγρινίου-Μεσολογγίου. Τότε ανέκυψε επιτακτική η ανάγκη επέκτασης της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι πρόσφορου λιμένα στη νότια Αιτωλία - κατά το όραμα του Χαριλάου Τρικούπη να συνδεθεί η Αιτωλ/νία με το σιδηροδρομικό δίκτυο της Πελοποννήσου. Προκρίθηκε ως οικονομικότερη λύση η λιμενοποίηση του όρμου του Κρυονερίου. Οι εργασίες κατασκευής του σιδηροδρόμου άρχισαν το 1888 και το 1890 δόθηκε σε λειτουργία η γραμμή Μεσολόγγι –Αγρίνιο. Το 1891 παραδόθηκε και το τμήμα Μεσολόγγι-Κρυονέρι, συμπεριλαμβανομένης της γέφυρας του Ευήνου ποταμού, καθώς και η αποβάθρα και το ατμόπλοιο στο Κρυονέρι. Ωστόσο δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ τα λιμενικά έργα στο Κρυονέρι, όπως η μελέτη προέβλεπε, προφανώς για οικονομικούς λόγους.

Τελικά μετά από αλλεπάλληλες μελέτες και παλινωδίες το 1930 άρχισαν οι εργασίες κατασκευής του διαύλου και του λιμανιού στη θέση που και σήμερα βρίσκεται. Το 1932 έχουν πλέον ολοκληρωθεί οι βασικές  εργασίες ενώ το 1937 αποφασίζεται η επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι το λιμάνι. Η σιδηροδρομική γραμμή έπαυσε να λειτουργεί το 1970 και ξηλώθηκαν οι γραμμές από το σταθμό προς την πλατεία και προς το λιμάνι.  Μετά τον πόλεμο δεν έλλειψαν έργα συντήρησης, βελτίωσης, ανάπλασης και εκβάθυνσης του διαύλου και του λιμένα, τα οποία φτάνουν ως τις μέρες μας. 

Εμπορικές δραστηριότητες

Μια σειρά μέτρων είχαν ως στόχο την τόνωση και διευκόλυνση της εμπορικής κίνησης. Έτσι από τα τέλη του 17ου αιώνα και σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα χτίζονταν αποβάθρες και αποθήκες στο Μεγάλο Λιμάνι, αποθήκες σιτηρών με οικίες για τους εμπόρους, χώρους για τους χρηματιστές και τελωνείο. Η Βαλέτα έγινε χώρος διακίνησης εμπορευμάτων ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Οι αποθηκευτικές διευκολύνσεις προσφέρονταν και στο λιμάνι Marsamxett της Βαλέτας για εμπορεύματα που αποθηκεύονταν στο Λαζαρέτο, το οποίο ήταν λιγότερο κουραστικό από αυτό της Μασσαλίας και γι’ αυτό πιο αποδοτικό. Ένα μόνιμο ευρύχωρο λαζαρέτο χτίστηκε στο Isoletto (μετέπειτα Manoel Island) που κυριαρχούσε στ λιμάνι για να στεγάζει πληρώματα,ταξιδιώτες, εμπορεύματα και ζώα ως άμυνα στην πανώλη. Παράλληλα υπήρχε και δεύτερο λιμοκαθαρτήριο στο Μεγάλο Λιμάνι. Επιπλέον τα ναυπηγεία του νησιού προσέφεραν ταχύτατη και αποτελεσματική επισκευή πλοίων στο ναυπηγείο, ενώ στο νοσοκομείο του Τάγματος (Holly Infirmaria), προσέφερε δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες στους ταξιδιώτες και τα πληρώματα. Αν προσθέσουμε τους χαμηλούς δασμούς και το μικρό ποσό αγκυροβολίου συμπληρώνεται η εικόνα που καθιστούσε τη Μάλτα ελκυστικό τόπο για τα πλοία που κινούνταν ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική Μεσόγειο. Σημαντικό ρόλο στην εμπορική ανάπτυξη της Μάλτας έπαιξε και η αυστηρή προσκόλληση του Τάγματος στην αρχή της ουδετερότητας στους διάφορους αγγλο –γαλλικούς πολέμους.

Έτσι τα πλοία του Μεσολογγίου κατέφταναν στην Μάλτα μεταφέροντας είδη που χρειάζονταν το ίδιο το νησί αλλά και είδη που προορίζονταν για διαμετακόμιση, καθώς υπήρχαν οι σχετικές υποδομές. Οι καπετάνιοι με καταγωγή από το Μεσολόγγι μετέφεραν στην Μάλτα είδη διατροφής, με κυριότερο τα σιτηρά, πρώτες ύλες, με βασικότερη την ξυλεία, και είδη της βιοτεχνικής παραγωγής όπως υφάσματα και κάπες. Τα προϊόντα αυτά προέρχονταν από την τοπική αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή. Θα πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι τα σιτηρά δεν συγκροτούσαν αποκλειστικό φορτίο του πλοίου. Η πλειοψηφία των πλοίων μετέφερε μια ποικιλία ειδών σε μεγαλύτερες ή μικρότερες ποσότητες και κατ’ αυτήν την έννοια έμοιαζαν με παντοπωλεία.

Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, αν και λιγότερο συχνά και χωρίς τη διάρκεια των εμπορικών σχέσεων με τη Μάλτα, πλοία του Μεσολογγίου επισκέπτονταν την Τεργέστη. Τα κύρια είδη που μετέφεραν ήταν είδη διατροφής όπως τυρί, λεμόνια, ελαιόλαδο, σιτάρι και σταφίδα, αν και άλλα προϊόντα όπως σαπούνι, μαλλί και νήμα μεταφέρονταν επίσης με μικρότερη συχνότητα σε σχέση με τα προαναφερθέντα. Υπήρχαν είδη που έβρισκαν συνέχεια αγοραστές, ενώ άλλα σταμάτησαν να εμφανίζονται στις αρχειακές πηγές• μπορεί να είναι σύμπτωση, ωστόσο αποτελεί ένδειξη των μεταβαλλομένων αναγκών ενός ρευστού οικονομικού περιβάλλοντος.

Που όμως φόρτωναν τα εμπορεύματά τους τα πλοία του Μεσολογγίου; Από ποιες περιοχές εξήγαν προϊόντα προς τα λιμάνια της κεντρικής και δυτικής Μεσογείου; Οι καπετάνιοι του Μεσολογγίου σύχναζαν στο λιμάνι του Μεσολογγίου, απ’ όπου εξήγαν κυρίως σιτηρά, της Πρέβεζας αλλά και σε άλλα λιμάνια του Αμβρακικού κόλπου, όπως τη Σαλαώρα, την Άρτα και την Κόπραινα απ’ όπου εξήγαν τα περισσότερα είδη και κυρίως ξυλεία, καυσόξυλα και σιτηρά. Το λιμάνι του Μεσολογγίου όπως και τα κοντινά λιμάνια του Κορινθιακού κόλπου, όπως η Ναύπακτος, το Γαλαξίδι, τα Άσπρα Σπίτια αποτελούν τις φυσικές απολήξεις των ορεινών όγκων της Στερεάς Ελλάδας και αποτελούσαν συχνά σημεία φόρτωσης των μεσολογγίτικων πλοίων κυρίως σε σιτηρά της ενδοχώρας με σημαντικότερα αυτά της Λειβαδιάς. Επειδή δεν υπήρχε οδικό δίκτυο σε καλή κατάσταση, τα πλοία φόρτωναν σε λιμάνια και όρμους που βρίσκονταν κοντά στα σημεία παραγωγής ή εκεί που κατέληγαν δρόμοι της ενδοχώρας. Για τη φόρτωση του πλοίου δεν απαιτούνταν η ύπαρξη λιμανιού και αποβάθρων• τα εμπορεύματα μεταφέρονταν στο πλοίο, που ήταν αγκυροβολημένο σε κάποια απόσταση από τη ξηρά, με μικρές βάρκες.

Η προτίμηση για το λιμάνι της Πρέβεζας παραμένει σταθερή σε όλη την υπό εξέταση περίοδο. Τα πλοία του Μεσολογγίου εξήγαν κυρίως ξυλεία και καυσόξυλα προς τη Βαλέτα και μόνο το 1785 εξήγαν σιτηρά από την Πρέβεζα και πάλι στη Βαλέτα.

Οι καπετάνιοι του Μεσολογγίου φαίνεται να έχουν ειδικευτεί στη μεταφορά φορτίων από μια συγκεκριμένη περιοχή, τον Αμβρακικό κόλπο και ιδιαίτερα το λιμάνι της Πρέβεζας, μεταφέροντάς τα στο νησί της Μάλτας. Από το παράδειγμα αυτό φαίνεται ότι το Μεσολόγγι και η Πρέβεζα ανήκουν στην ίδια θαλάσσια περιοχή, αυτή του Ιονίου. Επειδή είναι γεωγραφικά γειτονικές περιοχές ανέπτυξαν συμπληρωματικές οικονομικές δραστηριότητες, καλύπτοντας η μία τις οικονομικές και εμπορικές ανάγκες της άλλης.