Νέοι Αγρότες: Έμπρακτη στήριξη όχι υπερφορολόγηση

 

Γράφει ο  Λευτέρης Αυγενάκης, βουλευτής Ηρακλείου της ΝΔ

Ο αγροτικός τομέας ανέκαθεν αποτελούσε ένα δομικό χαρακτηριστικό της  ελληνικής κοινωνίας και ένα συστατικό παράγοντα της ελληνικής οικονομίας  και ανάπτυξης, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Η  ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επηρέασε καταλυτικά  την μετέπειτα εξέλιξη της ελληνικής γεωργίας με την αγροτική πολιτική να διέπεται  πλήρως από τους κανόνες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Κ.Α.Π.).
Την τελευταία 20ετία παρατηρήθηκε μια πτωτική τάση στη συμβολή του πρωτογενούς τομέα στη διαμόρφωση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας της χώρας, με τα στοιχεία να δείχνουν ότι κάτω από το 2 % του ΑΕΠ, οφείλεται στη συμβολή του γεωργικού τομέα έναντι 10,8% το 1989.
Υπό αυτό το πρίσμα, όλοι συνομολογούμε ότι χρειαζόμαστε ένα νέο, υγιές, αναπτυξιακό μοντέλο, βασισμένο και στην πρωτογενή παραγωγή της χώρας, που λανθασμένες επιλογές περασμένων δεκαετιών την οδήγησαν σε συρρίκνωση. Από μια αναλυτικότερη εξέταση της ηλικιακής διάρθρωσης της αγροτικής  απασχόλησης στην Ελλάδα, διαπιστώνεται ότι κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια το  ποσοστό στην ηλικιακή ομάδα άνω των 45 ετών είναι σχετικά υψηλό ενώ θα έπρεπε φυσιολογικά οι νεότερες ηλικίες, κάτω των 45 ετών, να εμφανίζονται στην ηλικιακή πυραμίδα με μεγαλύτερο ποσοστό.
Σήμερα, όμως, μπροστά μας υπάρχει η πρόκληση για την ανασυγκρότηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Και αυτό διότι αυξάνεται το ενδιαφέρον των νέων να ασχοληθούν με την αγροτική παραγωγή, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες. Αυτό το ενδιαφέρον θα αξιοποιήσει η νέα ΚΑΠ, η οποία θα μας δώσει τα απαραίτητα χρηματοδοτικά εργαλεία να στηρίξουμε τις προσπάθειες αυτού του παραγωγικού δυναμικού.
Σ’ ένα ζοφερό οικονομικό περιβάλλον, γεωργία και τουρισμός, δίνουν αχτίδες αισιοδοξίας. Ήδη διαπιστώνονται θετικά δείγματα στις εξαγωγές, στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο, στην πιστοποίηση ποιοτικών προϊόντων.
Και ενώ συμβαίνουν αυτά, επιβάλλοντας άδικα φορολογικά μέτρα, που δεν έχουν καν σχέση με την παραγωγή τους, εμείς θα αποθαρρύνουμε όσους θέλουν να εισέλθουν στην αγροτική παραγωγή;
 Είμαι βέβαιος ότι αυτό δεν το θέλει κανένας που αγαπάει αυτόν τον τόπο. Και κυρίως η κυβέρνηση, που εν μέσω μιας από τις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις που γνώρισε η Ελλάδα, προσπαθεί να φέρει τη σταθερότητα και την ανάπτυξη.
Χωρίς να αναφερθώ αναλυτικά στα προτεινόμενα φορολογικά μέτρα που αφορούν στους αγρότες –που άλλωστε επανεξετάζονται- θα επισημάνω ότι:
1. Οι αγρότες πληρώνουν κανονικά για τις κατοικίες τους, όπως και όλοι οι υπόλοιποι φορολογούμενοι. Ο προτεινόμενος φόρος για τα αγροτεμάχια και τα αγροτικά κτίσματα δεν συνιστά τη μοναδική φορολόγηση των αγροτών και μάλιστα, ο συντελεστής για τα ακίνητά τους στην περιφέρεια είναι υψηλότερος αναλογικά με αυτόν στις αστικές περιοχές.
2. Οι αγρότες φορολογούνται για το εισόδημά τους, ενώ από το νέο έτος, η καθιέρωση βιβλίων εσόδων - εξόδων φιλοδοξεί να μηδενίσει τα όποια περιθώρια φοροδιαφυγής.
3. Οι αγρότες έχουν ήδη συμβάλει στον προϋπολογισμό με εξοικονόμηση 200 εκατ. ευρώ, με τη μείωση της επιστροφής του ΦΠΑ που δικαιούνται.
4. Κτήματα και κτίσματα δεν έχουν μόνον οι κατ’ επάγγελμα αγρότες αλλά και κάτοικοι των αστικών κέντρων που έχουν ρίζες στην επαρχία, με πατρικό ή κάποιο ξεχασμένο ίσως χωράφι που κληρονόμησαν και για τα οποία θα κληθούν να πληρώσουν επιπλέον φόρο.
5. Ας μην ξεχνάμε ότι οι αγρότες στην Ελλάδα του 2013 έχουν περιοριστεί σε ποσοστό κάτω του 10% του πληθυσμού της χώρας και οι όποιες δυσβάσταχτες ρυθμίσεις θα επηρεάσουν αρνητικά, ακόμα περισσότερο τον αγροτικό κλάδο.
Για όλους αυτούς τους λόγους η φορολόγηση των αγροτεμαχίων είναι ένα λεπτό ζήτημα που χρειάζεται ιδιαίτερη επεξεργασία και προσοχή, καθώς μπορεί να θέσει ταυτοχρόνως σε κίνδυνο την ελπίδα για την αναζωογόνηση της ελληνικής περιφέρειας.