Σε 8 χρόνια οι έκτακτοι φόροι αυξήθηκαν κατά 94%

Τα πολλά προβλήματα και τις διαχρονικές στρεβλώσεις του φορολογικού συστήματος της χώρας μας αναδεικνύει η νέα έρευνα της διαΝΕΟσις και του ΙΟΒΕ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, μέσα σε οκτώ χρόνια (2008-2016) οι έκτακτοι φόροι αυξήθηκαν κατά 94%, τα έσοδα από φόρους στην περιουσία των πολιτών επταπλασιάστηκαν, από 500 εκατ. το 2008 σε 3,6 δισ. το 2016, οι φόροι στην παραγωγή έφτασαν στο 16,1% του ΑΕΠ το 2015, από 12,7% του ΑΕΠ το 2008, οι φόροι στο εισόδημα και οι ασφαλιστικές εισφορές αυξήθηκαν επίσης ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι τρίτη στη λίστα με τα κράτη-μέλη της ΕΕ με τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές.

Όπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία, οι φορολογικοί συντελεστές για τα φυσικά πρόσωπα είναι επίσης από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Αλλά και οι επιχειρήσεις φορολογούνται με εξαιρετικά υψηλό συντελεστή (29%), πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ (22,5% το 2016) και διπλάσιο ή και τριπλάσιο από ανταγωνιστικές γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία (10%), η Ρουμανία (16%) ή η Κύπρος (12,5%). Και η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων στη διάρκεια της κρίσης αυξάνεται, μολονότι υποτίθεται ότι θα έπρεπε να στηρίζεται η ανταγωνιστικότητά τους και να τους προσφέρονται κίνητρα για να μεγαλώσουν και να προσφέρουν θέσεις εργασίας. Ο συνολικός φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις (συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών εισφορών) που ήταν στο 44% το 2014, φτάνει το 50,7% το 2017. Είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο στη Σουηδία (49%).

Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι το 2015 το 88,2% των φορολογούμενων, αυτοί δηλαδή που δήλωσαν εισοδήματα μικρότερα των 25.000 ευρώ ετησίως, πλήρωναν το 32,7% των φόρων. Το υπόλοιπο 11,8% πλήρωνε το 67,3% των φόρων. Μάλιστα, το 3,4% των πολιτών, αυτοί που δήλωναν πάνω από 42.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα, πληρώνουν το 42,1% των φόρων.

Ακόμη, σύμφωνα με την έρευνα, η συντριπτική πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών (71%) και σχεδόν όλοι οι αγρότες (93%) δηλώνουν εισοδήματα μικρότερα των 9.000 ευρώ ετησίως. Η Ελλάδα είναι μία από τις μόλις τρεις Ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες το αφορολόγητο όριο βρίσκεται πάνω από το όριο της φτώχειας, και μάλιστα αρκετά (οι άλλες είναι η Κύπρος και η Κροατία).

Οι φόροι εισοδήματος στην Ελλάδα αποτελούν μόνο το 21% των συνολικών εσόδων από φόρους και εισφορές. Τα πολλά έσοδα προέρχονται κυρίως από τους έμμεσους φόρους, όπως ο ΦΠΑ (41%) και από τις ασφαλιστικές εισφορές (35,2%), που είναι εξαιρετικά υψηλές.

Η Ελλάδα είναι τελευταία ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ στην εισπραξιμότητα ληξιπρόθεσμων οφειλών, οι οποίες φτάνουν στο ιλιγγιώδες 193% των ετήσιων φόρων. Σύμφωνα με την έρευνα της διαΝΕΟσις, από το 2016, η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα εκτιμάται ανάμεσα στο 1,9 και το 4,8% του ΑΕΠ ετησίως.

Την ίδια ώρα, ο σχεδιασμός για το φορολογικό σύστημα αλλάζει συνεχώς. Μόνο το διάστημα 2001-2015 στη χώρα μας ψηφίστηκαν 36 αμιγώς φορολογικοί νόμοι, δηλαδή πάνω από δύο φορολογικά νομοσχέδια τον χρόνο. Μόνο το 2016 ψηφίστηκαν πέντε νόμοι με φορολογικό αντικείμενο, οι οποίοι συνοδεύτηκαν από 89 υπουργικές αποφάσεις και 186 εγκυκλίους.

Προτάσεις

Με βάση τα παραπάνω, οι ερευνητές προτείνουν μια σειρά από παρεμβάσεις: 

  • Τη μείωση του ύψους των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων.

  • Τη μείωση του αριθμού κλιμάκων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων σε δύο το πολύ.

  • Τη δραστική μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων το πολύ σε 20%.

  • Τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με επανεξέταση επιχειρηματικών δαπανών που εκπίπτουν.

  • Τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.

  • Τη δυνατότητα συμψηφισμού ζημιών επιχειρήσεων με μελλοντικά κέρδη πέραν των 5 ετών.

  • Την αφαίρεση του κόστους κεφαλαίου από τα έσοδα των επιχειρήσεων.

  • Την προώθηση μηχανισμών αναδιανομής μέσω δημοσίων δαπανών και όχι μέσω της φορολογίας.

  • Τη σταδιακή κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης για τον προσδιορισμό της φορολογικής βάσης -αλλά τη χρήση τους για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων.

  • Τη μη επιβολή εκτάκτων ή πρόσθετων φόρων στα δηλωθέντα εισοδήματα.

  • Την περαιτέρω διάδοση χρήσης του πλαστικού χρήματος και της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.

  • Την εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, της επιβολής κυρώσεων και την ταχεία επίλυση φορολογικών διαφορών.

  • Την αξιολόγηση και απλούστευση της φορολογικής νομοθεσίας.

  • Την υποχρεωτική ανάλυση επιπτώσεων σε κάθε φορολογικό νομοσχέδιο ή τροπολογία.

  • Τον ετήσιο προγραμματισμό νομοθετικού έργου για τη φορολογία με αναφορές πεπραγμένων σε εξαμηνιαία βάση.

  • Την αξιολόγηση της εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας μετά την ισχύ της.

  • Την προώθηση μηχανισμών αναδιανομής μέσω δαπανών.

  • Τη διοικητική αναδιοργάνωση των φορολογικών αρχών με ενίσχυση του αριθμού των εργαζομένων στον φορολογικό έλεγχο.

  • Τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό της φορολογικής διοίκησης και τη δημιουργία ηλεκτρονικής φορολογικής διοίκησης.​

Δείτε εδώ την έρευνα.