Εξαγωγές Ελλάδος- Γαλλίας για το 2015

Οι ελληνικές εξαγωγές σημείωσαν το 2015 άνοδο (2,3%) έναντι του 2014 φθάνοντας τα 667 εκατ. €.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας οι ελληνικές εξαγωγές στη Γαλλία δεν φαίνεται να έχουν συγκεκριμένη τάση. Ο μέσος όρος αυτών για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ανέρχεται στα 655 εκατ. € με την υψηλότερη τιμή να σημειώνεται το 2006 με 759 εκατ. € και την μικρότερη το 2009 με 542 εκατ. €.

Το 2009, που ξεκίνησε η οικονομική κρίση της ελληνικής οικονομίας, παρατηρήθηκε η 2η χειρότερη τιμή με 542 εκατ. €. Κατόπιν, υπήρξε ισχυρή ανάκαμψη για δύο συνεχόμενα έτη, όπου το 2011 σημειώθηκε η υψηλότερη επίδοση της δεκαετίας με 738 εκατ. €. Στη συνέχεια οι εξαγωγές υποχώρησαν για να φθάσουμε στη μικρή άνοδο των ετών 2014 και 2015. Η επίδοση του εξεταζόμενου έτους ευρίσκεται άνωθεν του μέσου όρου της εξεταζόμενης δεκαετίας.

Από την άλλη πλευρά, οι γαλλικές εξαγωγές μετά το 2007, όπου έφθασαν τα 3,77 δις €, σημειώνουν συνεχή μείωση. Το 2013 σημείωσαν μία πολύ μικρή ανάκαμψη αλλά κατόπιν συνέχισαν την πτωτική τους πορεία. Σε σχέση με το 2014 μειώθηκαν κατά 11,3% η δε συνολική πτώση τους στο διάστημα της δεκαετίας είναι της τάξεως του 40,5%. Στην τελευταία πενταετία η υποχώρησή τους έφθασε το 25%. Η κύρια αιτία της πτώσης τους ανευρίσκεται στην παρατεταμένη και βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας.

Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών των δύο χωρών υποχωρεί συνεχώς σε όλη την εξεταζόμενη πενταετία. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ισχυρή ύφεση της ελληνικής οικονομίας που περιόρισε σημαντικά τις γαλλικές εξαγωγές που κατέχουν άλλωστε το μεγαλύτερο ποσοστό του όγκου των διμερών εμπορικών συναλλαγών.

Το εμπορικό ισοζύγιο, που είναι σταθερά αρνητικό εις βάρος της Ελλάδος, παρουσίασε σημαντική βελτίωση της τάξεως του 17% σε σχέση με το 2014. Συνέπεια των ανωτέρω εξελίξεων ήταν το εμπορικό έλλειμμα ως ποσοστό του συνολικού όγκου εμπορίου να μειωθεί στο 49% ενώ το 2014 ήταν στο 53,9%.

Το 2015, για κάθε 1 ευρώ των ελληνικών εξαγωγών αντιστοιχούσαν 2,92 ευρώ των γαλλικών εξαγωγών, ενώ για το 2014 η αντίστοιχη σχέση ήταν 1/3,34. Η σχέση αυτή, στη διάρκεια της τελευταίας παρατηρούμενης πενταετίας, σημείωσε τη χειρότερή της επίδοση το 2013 με 5,33.

Το ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών από τις εξαγωγές έφθασε το 2015 το 34,2 που είναι και η καλύτερη επίδοση των τελευταίων πέντε ετών.

Η Γαλλία, με μερίδιο 2,6% επί των συνολικών ελληνικών εξαγωγών (2,4% το 2014), ήταν το 2015 ο 5ος σημαντικότερος αποδέκτης ελληνικών προϊόντων από την Ευρωζώνη (8ος στο ΕΕ-29) και 12ος επί του συνόλου. Σε σχέση με το 2014, αν και υπήρξε μία μικρή βελτίωση της σημασίας της γαλλικής αγοράς στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδος, η σειρά κατάταξης παρέμεινε η ίδια με αυτή του 2014.

Η ίδια εξέλιξη παρατηρείται και στις ελληνικές εισαγωγές, όπου οι γαλλικές εξαγωγές ανήλθαν στην 7η θέση παγκοσμίως (8η το 2014). Η διαφοροποίηση οφείλεται στην υποχώρηση των ελληνικών εισαγωγών από Καζακστάν. Το μερίδιο των γαλλικών εξαγωγών στο εισαγωγικό εμπόριο της Ελλάδος έφθασε το 4,36%. Από την άλλη πλευρά, η θέση της Γαλλίας στις ενδοκοινοτικές εισαγωγές που πραγματοποίησε η Ελλάδα παρέμεινε η ίδια όπως και το 2013 (4η θέση).

Αντιστοίχως, τα στατιστικά στοιχεία, ιδωμένα από Γαλλικής πλευράς, μας πληροφορούν ότι η Ελλάδα ευρίσκεται στην 39η θέση (38η το 2014), απορροφώντας το 0,43% (0,49% το 2014) των γαλλικών εξαγωγών, ενώ κατέχει το 0,13% των γαλλικών εισαγωγών ευρισκόμενη στην 59η θέση (64η το 2014).

Σε σχέση με το 2014 και σε σύγκριση με το σύνολο του εξωτερικού εμπορίου της Γαλλίας, υπάρχει μία υποχώρηση της σημασίας των γαλλικών εξαγωγών προς Ελλάδα και μία βελτίωση της σημασίας των ελληνικών εξαγωγών προς Γαλλία.

Η σύνθεση των ελληνικών εξαγωγών αναφορικά με τα πρώτα πέντε προϊόντα παρέμεινε αναλλοίωτη τα τελευταία τρία έτη. Αντιθέτως, στην σύνθεση των γαλλικών εξαγωγών υπήρξαν δύο σημαντικές μεταβολές. Η κατηγορία [27], από την 3η θέση που ήταν το 2014, κατακρημνίστηκε στην 21η και ομοίως η κατηγορία [88] από την 4η θέση υποχώρησε στη 11η. Στις θέσεις τους στην 1η πεντάδα αναρριχήθηκαν οι κατηγορίες [85] και [38] που κατέλαβαν την 4η και 5η θέση αντιστοίχως. Επίσης η κατηγορία [33] ανήλθε από την 5η στην 3η θέση.

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ

Από την εξέταση των είκοσι πρώτων κατηγοριών των ελληνικών προϊόντων που εξάγονται στην Γαλλία (πίνακας 2) παρατηρούμε ότι το αλουμίνιο και τα προϊόντα αυτού κατέλαβαν την 1η θέση, καθώς οι εξαγωγές τους σημείωσαν μεγάλη αύξηση της τάξεως του 23%. Το ποσοστό τους επί των συνολικών εξαγωγών ήταν 13,3%. Στην 2η θέση ευρίσκονται τα φαρμακευτικά προϊόντα με 62,9 εκατ. € ή ποσοστό 9,4%. Στην συνέχεια έρχονται οι πλαστικές ύλες με 60,7 εκατ. € ή 9,1% και ακολουθούν στην 4η θέση τα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας με 49,6 εκατ. € ή 7,4% και στην 5η θέση τα προϊόντα χαλκού με 43,7 εκατ. € ή 6,5%.

Οι πρώτες πέντε κατηγορίες, που παρέμειναν οι ίδιες όπως το 2014, κατέχουν το 45,8% του συνόλου των εξαγωγών που είναι μεγαλύτερο εκείνου του 2014 που ήταν 44,4%. Σε σχέση όμως με τις γαλλικές εξαγωγές (όπου το μερίδιο των 5 πρώτων προϊόντων παρέμεινε το 2015 στο 41,1%) η συγκέντρωσή τους είναι μεγαλύτερη.

Στις δέκα πρώτες κατηγορίες η συγκέντρωση φθάνει το 66,3%, ενώ των γαλλικών εξαγωγών το 58,7%. Η διασπορά που παρατηρείται, λαμβάνοντας υπόψη τα γενικότερα δεδομένα των ελληνικών εξαγωγών, κρίνεται ικανοποιητική. Η διαφορά που παρατηρείται, οφείλεται κυρίως στη μικρή παρουσία νέων και εξελισσόμενων προϊόντων που θα εμπλουτίζουν τον εξαγωγικό κατάλογο και θα απευθύνονται σε τομείς, όπου η ζήτηση της γαλλικής αγοράς παρουσιάζει δυναμισμό.

Στις πρώτες είκοσι κατηγορίες υπήρξε μόνο μία μεταβολή. Η κατηγορία ποτά-αλκοολούχα [22] ανήλθε από την 22η στη 20η θέση. Αντιστοίχως, η κατηγορία μεταλλεύματα, σκουριές και τέφρες [26] κατήλθε στην 21η θέση.

Από τον νέο κατάλογο που δημιουργήθηκε, οι κατηγορίες που παρουσίασαν μεγάλη άνοδο, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ήταν των ορυκτών καυσίμων [27], του αργιλίου και τεχνουργημάτων αυτού [76] και των προϊόντων αρωματοποιίας [33].

Από την άλλη πλευρά οι κατηγορίες που σημείωσαν αξιοσημείωτη πτώση ήταν των τεχνουργημάτων από χυτοσίδηρο, σίδηρο ή χάλυβα [73], των φαρμακευτικών [30] και των μηχανών [85].

Οι υπόλοιπες κατηγορίες παρουσίασαν στην πλειοψηφία τους μικρού μεγέθους αυξήσεις ή μειώσεις.

Από τις γενικότερες κατηγορίες, τα δομικά υλικά και τα βιομηχανικά αγαθά που διασυνδέονται άμεσα με τον τομέα των κατασκευών (25, 73, 74 και 76) έφθασαν τα 157,2 εκατ. € ή το 23,6% επί του συνόλου των εξαγωγών.

Η αξία των αγροτικών και μεταποιημένων αγροτικών προϊόντων (συμπεριλαμβανομένων των ποτών) στις πρώτες 20 κατηγορίες για το 2015 έφθασε τα 130,2 εκατ. € ή το 19,5% και συνολικά τα 155,3 εκατ. € ή το 23,3%. Αντιστοίχως, το μερίδιο των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων στο σύνολο των γαλλικών εξαγωγών στην Ελλάδα έφθασε το 26,6%.

Οι σπουδαιότερες κατηγορίες εξ αυτών, ήταν τα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας [03] με 49,6 εκατ. € (7,4% στο γενικό σύνολο ή 31,9% στο σύνολο των αγροτοδιατροφικού τομέα), τα παρασκευάσματα φρούτων και λαχανικών [20] με 41,4 εκατ. € (6,2% και 26,6% αντιστοίχως) και οι καρποί και φρούτα [08] με 13,3 εκατ. € (με 2% και 8,9% αντιστοίχως).

Οι κατηγορίες αυτές του αγροτοδιατροφικού τομέα είναι οι μόνες που παρουσιάζουν θετικό εμπορικό ισοζύγιο για την Ελλάδα.

Οι γαλλικές εξαγωγές του αγροτοδιατροφικού τομέα για το εξεταζόμενο έτος ήταν 520 εκατ. €. Το κυριότερο εξαγώγιμο γαλλικό προϊόν ήταν το κρέας και τα παρασκευάσματα που κατέλαβε το 43,1% των γαλλικών εξαγωγών του αγροτοδιατροφικού τομέα με 224,2 εκατ. €.

Αναλυτικότερα, για τις ελληνικές εξαγωγές του αγροτοδιατροφικού τομέα έχουμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:

Στα Ψάρια, τα οστρακοειδή και μαλακόστρακα, οι εξαγωγές παρουσιάζουν μία σταθερότητα τα τελευταία έτη. Η τσιπούρα (03028530) κατέχει μακράν την 1η θέση με 28 εκατ. € ή το 56,5% της εν λόγω κατηγορίας και ακολουθεί το λαβράκι (03028410) με 16,1 εκατ. € ή αντιστοίχως το 32,4%.

Στην κατηγορία παρασκευάσματα φρούτων & λαχανικών, οι εξαγωγές σημείωσαν μία μικρή άνοδο σε σχέση με το 2014. Το κυριότερο προϊόν είναι τα ροδάκινα παρασκευασμένα ή διατηρημένα (20087071, 20087061 και 20087079) με 16,7 εκατ. €. ενώ ακολουθούν τα βερίκοκα παρασκευασμένα ή διατηρημένα (20085061, 20085071, 20087092 και 20085079) με 9,4 εκατ. €. και οι επιτραπέζιες ελιές (20057000) με 4,7 εκατ. €.

Οι τελευταίες πραγματοποιούν σε σταθερή βάση εδώ και πολλές δεκαετίες μεγάλες εξαγωγές παγκοσμίως, οι οποίες μάλιστα παρουσιάζουν αξιοπρόσεκτη ανοδική τάση τα τελευταία έτη. Το 2015 η αξία των συνολικών εξαγωγών επιτραπέζιων ελιών σημείωσε νέο υψηλό, φθάνοντας τα 347,3 εκατ. €, εκ των οποίων τα 179,1 στις αγορές των τρίτων χωρών και τα υπόλοιπα, ήτοι 168,2 εκατ. € στον κοινοτικό οικονομικό χώρο. Η επιτυχής διείσδυση σε τρίτες αγορές, όπου η νομοθεσία δεν παρέχει προστασία όπως στον κοινοτικό οικονομικό χώρο (δασμολόγιο, προστατευμένες γεωγραφικές ενδείξεις) αποδεικνύει την ισχυρή ανταγωνιστικότητα των επιτραπέζιων ελιών. Όμως, αν και υπήρξε άνοδος των εξαγωγών το 2015, εντούτοις η πλέον δυναμική κατηγορία ελληνικού αγροτικού προϊόντος στις διεθνείς αγορές, δεν έχει την ανάλογη παρουσία στην αγορά της Γαλλίας. Οι εξαγωγές που πραγματοποιούνται στην Γαλλία ευρίσκονται στην 9η θέση μεταξύ των κοινοτικών χωρών και στην 16η παγκοσμίως.

Από τα γαλακτοκομικά προϊόντα, η φέτα με 10,9 εκατ. € και με συνεχή άνοδο τα τελευταία έτη, ανευρίσκεται, σε επίπεδο 8ψήφιας ανάλυσης της Σ.Ο, στην 4η θέση μετά την τσιπούρα, το λαβράκι και τα παρασκευασμένα ροδάκινα (20087071) κατέχοντας το 54,8% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών της συγκεκριμένης κατηγορίας στη γαλλική αγορά. Το υπόλοιπο μερίδιο της κατηγορίας καταλαμβάνουν κυρίως το στραγγιστό γιαούρτι (2,8 εκατ. € και η κρέμα γάλακτος (2,9 εκατ. €).

Η εξαγωγική επίδοση των σαλιγκαριών για το εξεταζόμενο έτος σημείωσε σημαντική πτώση έναντι του 2014. Συγκεκριμένα, ενώ το προηγούμενο έτος οι εξαγωγές έφθασαν τα 4,3 εκατ. €, το 2015 δεν ξεπέρασαν τα 1,4 εκατ. €.

Από την κατηγορία των καρπών και φρούτων [08] οι σπουδαιότερες εξαγωγικές επιδόσεις σημειώθηκαν από τα φιστίκια με κέλυφος με 2,6 εκατ. € και τα ακτινίδια με 3,1 εκατ. € Αν και τα ελληνικά φρούτα είναι πολύ ανταγωνιστικά από κάθε άποψη, η είσοδος τους στη γαλλική αγορά δεν είναι εύκολη καθώς οι εμπορικές διασυνδέσεις των Γάλλων εισαγωγέων και διανομέων με την Ισπανία αλλά και τις χώρες της Βορείου Αφρικής είναι παραδοσιακά ισχυρές. Επιπλέον, οι εισαγωγές που πραγματοποιούνται από την Ισπανία στην Γαλλία έχουν το πλεονέκτημα της γεωγραφικής γειτνίασης που όπως είναι λογικό να μειώνει το μεταφορικό κόστος αλλά και το χρόνο εισόδου στα σημεία λιανικών πωλήσεων της Γαλλίας.

Στην κατηγορία των ποτών οι ποικιλίες κρασί Σάμου και μοσχάτο Λήμνου με 2,4 εκατ. € κατέχουν το 30,8% των εξαγωγών που πραγματοποιήθηκαν το 2015. Η παρουσία των άλλων ποικιλιών οίνου είναι στατιστικά ασήμαντη.

Εκ των υπολοίπων προϊόντων των αγροτοδιατροφικού τομέα το ελαιόλαδο έφθασε τα 3,2 εκατ. € και τα παρασκευάσματα διατροφής (21069092) τα 2,6 εκατ. €.

Στην κατηγορία των φαρμακευτικών προϊόντων [30] υπάρχει ένα προϊόν (30049000) που καταλαμβάνει το 77,6% των εξαγωγών του εν λόγω τομέα με 48,8 εκατ. €.

Στην κατηγορία αργίλιο και τεχνουργήματα από αργίλιο [76] τα σημαντικότερα προϊόντα είναι οι πλάκες, ταινίες και φύλλα από αργίλιο (76061220) με 18,6 εκατ. €, τα ίδια προϊόντα από κράματα αργιλίου (76061292) με 22,8 εκατ. € και τα ελάσματα και οι ταινίες από κράματα αργιλίου (76069200) με 11,7 εκατ. €.

Στην κατηγορία πλαστικές ύλες και τεχνουργήματα [39] τα κυριότερα προϊόντα είναι οι πλάκες, φύλλα, μεμβράνες από πλαστική ύλη (39219055) με 13,5 εκατ. €, το πολυστυρόλιο σε αρχικές μορφές (39031900) με 9,6 εκατ. € και τα πιατικά (39241000) με 9,8 εκατ. €.

Στην κατηγορία χαλκός και τεχνουργήματα από χαλκό [74] επικρατούν δύο προϊόντα. Οι ευθείς σωλήνες από χαλκό καθαρισμένο (74111010) με 26,2 εκατ. € και άλλοι σωλήνες (74111090) με 16,4 εκατ. €.

Στις εξαγωγές των υπολοίπων κατηγοριών, οι οποίες ξεπερνούν το 1% των συνολικών εξαγωγών, ανευρίσκονται το ειδικό καύσιμο αεριωθουμένων με 34,3 εκατ. €, τα προϊόντα ομορφιάς (33049900) με 11,6 εκατ. €, οι βάτες από βαμβάκι υδρόφιλο (56012110) με 8 εκατ. € και τα μεταλλεύματα αργιλίου με 6,8 εκατ.€.

Συμπερασματικά: 

Το ύψος των ελληνικών εξαγωγών θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο, εάν ληφθεί υπόψη το μέγεθος της γαλλικής αγοράς.
Η διασπορά μεταξύ των καταναλωτικών και ενδιάμεσων αγαθών είναι καλή, ενώ η θέση των κατηγοριών με υψηλή και μέση προστιθέμενη αξία είναι ικανοποιητική, λαμβάνοντας υπόψη την επικρατούσα διάρθρωση των συνολικών ελληνικών εξαγωγών. Η παρουσία προϊόντων με ενσωματωμένη υψηλή τεχνολογία είναι μεν στατιστικά μετρήσιμη όμως δεν έχει ακόμη το μέγεθος και το εύρος για να συμπληρώσει την παρουσία των παραδοσιακών προϊόντων ώστε να επιτευχθεί μία ουσιαστική μεγέθυνση των εξαγωγών προς την Γαλλία.
Τα παραδοσιακά εξαγώγιμα ελληνικά αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα παρουσιάζουν μικρή διείσδυση στην γαλλική αγορά με εξαίρεση τα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας και τα παρασκευάσματα φρούτων και λαχανικών. Αυτό οφείλεται στον έντονο ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν από τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα αλλά και από εκείνα που εισάγονται στην αγορά της Γαλλίας από τρίτες χώρες με τις οποίες η Ε.Ε. έχει συνάψει προτιμησιακές εμπορικές συμφωνίες. Οι τελευταίες ευνοούν πρωτίστως την εισαγωγή αγροτικών προϊόντων όπου η κοινοτική παραγωγή δεν είναι πλεονασματική.

ΓΑΛΛΙΚΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ

Οι γαλλικές εξαγωγές τα τελευταία χρόνια υποχώρησαν σημαντικά λόγω της παρατεταμένης και βαθιάς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα από το 2007, που είχαν ξεπεράσει τα 3,7 δις €, έως και το 2015 παρουσίασαν συνολική μείωση της τάξεως του 47,3%.

Από την εξέταση των πρώτων είκοσι γαλλικών εξαγόμενων προϊόντων παρατηρείται ότι υπάρχει μία καλή ισορροπία μεταξύ των καταναλωτικών, των ενδιάμεσων και των κεφαλαιουχικών αγαθών.

Οι πρώτες πέντε κατηγορίες προϊόντων καταλαμβάνουν το 41,1% επί των συνολικών εξαγωγών, ποσοστό ελαφρώς μειωμένο έναντι του 2014 που ήταν 41,4%. Για το 2015 παρατηρήθηκαν δύο μεταβολές στη σύνθεση των προϊόντων. Οι κατηγορίες [85] και [38] αντικατέστησαν τις κατηγορίες [27] και [88].

Εκ των πρώτων 20 κατηγοριών, οι 6 ήταν ανοδικές, οι 10 καθοδικές, ενώ τέσσερις παρουσίασαν πολύ μικρές μεταβολές.

Η σύνθεση των Γαλλικών εξαγωγών είναι κυρίως προϊόντα μέσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας με υψηλότερη εισοδηματική ελαστικότητα από εκείνης των ελληνικών προϊόντων. Η σχέση καταναλωτικών με ενδιάμεσων προϊόντων είναι ισορροπημένη.

Υπάρχουν οι κατηγορίες εντάσεως κεφαλαίου (85, 87, 88, 90) αλλά και οι παραδοσιακές κατηγορίες καταναλωτικών προϊόντων μεταξύ των οποίων και επτά του αγροτοδιατροφικού τομέα. Η παρουσία του τελευταίου έχει ενισχυθεί σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.

Από τις σπουδαιότερες θετικές μεταβολές που υπήρξαν το 2015, η μεγαλύτερη παρατηρήθηκε στα ενδύματα [61] που από την 16η ανήλθαν στην 10η θέση, σημειώνοντας άνοδο 20% σε σχέση με το 2014. Άλλες άξιες λόγου μεταβολές ήταν αυτές των προϊόντων σιδήρου και χάλυβα [72] που από την 11η έφθασαν στην 18η θέση, των δημητριακών [10] που από την 23η πέρασαν στη 19η θέση και των ποτών και αλκοολούχων [21] που από την 16η ανέβηκαν στη 18η θέση.
Από τις αρνητικές μεταβολές, που ήταν περισσότερες σε σχέση με το 2014, η μεγαλύτερη παρατηρήθηκε στην κατηγορία των ορυκτών καυσίμων [27] που υποχώρησαν στην 21η θέση σημειώνοντας πτώση 80,8%. Άλλες σημαντικές μεταβολές σημειώθηκαν στη κατηγορία των αερόπλοιων [88] που ευρέθησαν από την 4η στην 11η θέση σημειώνοντας πτώση 64,3% και στη κατηγορία των ζαχαρωδών παρασκευασμάτων [17] που έχασαν μόνο δύο θέσεις αλλά σημείωσαν μεγάλη πτώση της τάξεως του 35,8%.

Επίσης, συνεχίζεται η πτώση των εξαγωγών του βόειου και χοιρινού κρέατος με αποτέλεσμα οι εξαγωγές της κατηγορίας [02] να βρεθούν το 2015 στα 224,2 εκατ. € που είναι η χειρότερη επίδοση των τελευταίων ετών. Στις κυριότερες υποκατηγορίες η πτώση ήταν συνεχής όλο το χρονικό διάστημα της ύφεσιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας. Αναλυτικότερα, στην υποκατηγορία (02011000) το 2009 οι εξαγωγές ήταν 121 εκατ. € και το 2015 είχαν μειωθεί στα 63 εκατ. €. Αντιστοίχως, στην (02012020) από 30,4 στα 13,6 εκατ. € και στην (02012030) από 73,2 στα 64 εκατ. €.

Παρόλο την υποχώρηση των γαλλικών εξαγωγών, που οφείλεται κυρίως στην αρνητική οικονομική συγκυρία, η θέση του γαλλικού προϊόντος σε αρκετούς τομείς της ελληνικής οικονομίας εξακολουθεί να είναι αρκετά καλή χωρίς όμως να ευρίσκεται πλησίον των προϊόντων της Γερμανίας και της Ιταλίας που αποτελούν τους μεγάλους προμηθευτές της ελληνικής οικονομίας . Η εξαιρετική φήμη που συνοδεύει πολλά γαλλικά προϊόντα αλλά και η διαρκής παρουσία μεγάλων και μεσαίων γαλλικών επιχειρήσεων στην ελληνική αγορά, παράλληλα με τις επενδύσεις που έχουν πραγματοποιήσει, έχουν βοηθήσει σημαντικά στην κατάκτηση ενός καλού μεριδίου της ελληνικής σε αρκετές κατηγορίες καταναλωτικών και ενδιάμεσων αγαθών. Το ίδιο παρατηρείται και σε συγκεκριμένες κατηγορίες προσφερομένων υπηρεσιών (δίκτυα διανομής, ασφάλειες, τουρισμός).