«Δούρειος Ίππος» τα τρόφιμα για τις ελληνικές εξαγωγές

Αυξήθηκαν κατά 9% οι αποστολές στις διεθνείς αγορές

«Δούρειος Ίππος» για μεγαλύτερη διείσδυση των ελληνικών εξαγωγών στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια αγορά μπορεί να καταστούν τα τρόφιμα τα οποία αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν θετική εξαίρεση σε ένα περιβάλλον όπου η εξάπλωση της πανδημίαςέπληξε την οικονομική δραστηριότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι εξαγωγές ελληνικών τροφίμων εμφανίζουν αντισώματα στον κορονοϊό, καθώς παρά τις πιέσεις που δέχτηκε συνολικά ο κλάδος των εξαγωγών το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου 2020, οι αποστολές τροφίμων στις διεθνείς αγορές αυξήθηκαν κατά 9%, αξιοποιώντας τη θετική υγειονομική εικόνα της Ελλάδας.

Το κρίσιμο ζητούμενο είναι η συγκυριακή αυτή αύξηση, όπως αναφέρεται σε μελέτη που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, να λειτουργήσει ως έναυσμα αύξησης της διείσδυσης στις διεθνείς αγορές. Η προοπτική αυτή θεωρείται ως ένα εφικτό ενδεχόμενο, καθώς υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις ελληνικών τροφίμων που κέρδισαν σημαντικά εξαγωγικά μερίδια κατά την τελευταία δεκαετία.

Μέσα από αυτή τη μελέτη αναδεικνύεται η ευκαιρία που προσφέρει η εξέλιξη αυτή για επιθετικότερη διείσδυση των ελληνικών τροφίμων στις διεθνείς αγορές σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, με την πλειονότητα των Ελλήνων εξαγωγέων τροφίμων να δηλώνει ότι οι παραγγελίες από το εξωτερικό παραμένουν ισχυρές για τους επόμενους μήνες. Πλεονέκτημα για τη χώρα μας αποτελεί και το γεγονός ότι η Ιταλία, κύριος ανταγωνιστής μας στη διεθνή αγορά τροφίμων, σημείωσε κάθετη πτώση του δείκτη εξαγωγικών παραγγελιών τροφίμων (-27 μονάδες το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου). 

Η εξαγωγική πίτα

Μάλιστα, η μελέτη της ΕΤΕ ξεχωρίζει πέντε τρόφιμα με επιτυχημένες εξωστρεφείς στρατηγικές: την ελιά, το γιαούρτι, το μέλι, το ακτινίδιο και το μήλο. Επισημαίνει ωστόσο κάποια «μαθήματα» που αποκόμισαν από την εμπειρία διεκδίκησης μεγαλύτερου κομματιού της εξαγωγικής πίτας:

  • Η περίπτωση του μήλου αναδεικνύει τους κινδύνους υιοθέτησης συγκυριακών στρατηγικών προς μη αναπτυγμένες αγορές και με υψηλή συγκέντρωση σε λίγους εμπορικούς εταίρους, καθώς μια τέτοια στρατηγική δημιουργεί υψηλή μεταβλητότητα στη ζήτηση και καθοδικές πιέσεις στις τιμές. Μόνο στην Ελλάδα υπήρξε αύξηση παραγγελιών εν μέσω κορονοϊού. Κάθετη πτώση για τον βασικό μας ανταγωνιστή, την Ιταλία
  • Το παράδειγμα της ελιάς υπογραμμίζει τη σημασία της τυποποίησης, καθώς ένα αναγνωρισμένο ποιοτικό προϊόν συνεχίζει να εξάγεται σε μεγάλο ποσοστό σε χύμα μορφή, οδηγώντας έτσι σε απώλεια προστιθέμενης αξίας.
  • Η δύσκολη αγορά που ανταγωνίζεται το ελληνικό ακτινίδιο τονίζει τη σημασία του branding, με τη Νέα Ζηλανδία να κυριαρχεί με τιμή τριπλάσια των υπολοίπων.
  • Η επίπονη προσπάθεια του ελληνικού μελιού να αποκτήσει επαρκή όγκο (εν μέρει χρησιμοποιώντας επανεξαγωγές) είναι ενδεικτική των δυσκολιών λειτουργίας σε μια ανταγωνιστική αγορά με ισχυρό δίκτυο μεταπωλητών.
  • Η μάχη του ελληνικού γιαουρτιού να διατηρήσει την ηγετική του θέση στο premium κομμάτι της αγοράς (με κόστος την πτωτική πίεση στις τιμές) φέρνει στο προσκήνιο τη σημασία της μοναδικότητας της πρώτης ύλης ως ασπίδα έναντι ανταγωνιστικών πιέσεων.

Από την άλλη, τα «κλειδιά» της επιτυχίας, σύμφωνα με την ΕΤΕ, που μπορούν να αξιοποιηθούν και από άλλα ελληνικά τρόφιμα ως δούρειος ίππος για τις διεθνείς αγορές είναι η εστίαση στις αναπτυγμένες αγορές, η προώθηση σε τυποποιημένη μορφή (όχι χύμα) και η εξασφάλιση επάρκειας όγκου για διεκδίκηση μεριδίου στην premium αγορά. «Καθώς η παραγωγή της Ελλάδας είναι το 1/5 της παραγωγής της Ιταλίας (βασική ανταγωνίστριά μας στη μεσογειακή αγορά), εκτιμήσαμε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει αντίστοιχο σχετικό μέγεθος στις διεθνείς αγορές (σήμερα είναι στο 1/6)».

Έτσι δεδομένου του ασύμμετρου πλήγματος της πανδημίας μεταξύ των μεσογειακών χωρών (με την Ελλάδα σε θετική σχετική θέση), η συγκυρία μπορεί να θεωρηθεί ευνοϊκή για τη διεκδίκηση του δυνητικού μεριδίου της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές τροφίμων (βάσει των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας μας). Μια πρώτη εκτίμηση του οφέλους της εξωστρεφούς αυτής στρατηγικής (βάσει της σχετικής μας θέσης με τη κύρια ανταγωνίστρια Ιταλία) κινείται κοντά στο 1,2 δισ. ευρώ ετησίως (με τις εξαγωγές τροφίμων να αυξάνονται σε 6 δισ. ευρώ από 4,8 δισ. ευρώ το 2019).

Του Φάνη Ζώη

ΠΗΓΗ