Μετά την αύξηση των δασμών στα ρωσικά προϊόντα
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τους δασμούς στα λιπάσματα θα συμβάλει στην προστασία των Πολωνών παραγωγών από την εισροή φθηνών εισαγωγών από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, ενώ παράλληλα θα βελτιώσει τη συνολική κατάσταση στον κλάδο. Αυτό δήλωσε ο Υπουργός Κρατικών Περιουσιακών Στοιχείων της Πολωνίας, Γιάκουμπ Γιαβορόφσκι, σύμφωνα με το Farmer.pl.
«Η σταδιακή αύξηση των δασμών στα λιπάσματα από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την ενίσχυση της επισιτιστικής ασφάλειας σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και μια ουσιαστική στήριξη για τις πολωνικές χημικές βιομηχανίες. Μαζί με μέλη της κυβέρνησης, πιέζαμε για αυτές τις αποφάσεις σε διάφορα επίπεδα της ΕΕ. Προσωπικά έχω συνομιλήσει πολλές φορές με εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και άλλων κρατών-μελών, τονίζοντας την ανάγκη για αποφασιστική δράση», ανέφερε ο υπουργός σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Οι εισαγωγές λιπασμάτων από τη Ρωσία στην ΕΕ έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, δημιουργώντας πρόβλημα για τους Ευρωπαίους παραγωγούς, οι οποίοι αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσκολίες να ανταγωνιστούν τη ρωσική αγορά. Στη Ρωσία, το φυσικό αέριο – βασικό συστατικό για την παραγωγή λιπασμάτων – είναι πολύ φθηνότερο, ενώ παράλληλα ο ευρωπαϊκός τομέας λιπασμάτων επιβαρύνεται με το κόστος που προκύπτει από την πολιτική της ΕΕ για το κλίμα, όπως το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών.
Το διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2025, η Πολωνία εισήγαγε σχεδόν 400.000 τόνους ανόργανων λιπασμάτων από τη Ρωσία, ποσότητα αυξημένη κατά 64,2% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία αναδείχθηκε στον μεγαλύτερο προμηθευτή λιπασμάτων της Πολωνίας.
Υπενθυμίζεται ότι από την 1η Ιουλίου 2025 τίθενται σε ισχύ οι νέοι δασμοί της ΕΕ στα λιπάσματα από Ρωσία και Λευκορωσία. Οι δασμοί θα εφαρμοστούν κλιμακωτά – φτάνοντας έως και τα 430 ευρώ ανά τόνο έως το 2028. Κύριος στόχος είναι η μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από τα ρωσικά λιπάσματα, το μερίδιο των οποίων σήμερα ξεπερνά το 35%.