Έρχεται έκρηξη στο πετρέλαιο πάνω από 11 λεπτά/λίτρο από το 2027 – Στα ύψη το κόστος παραγωγής και μεταφοράς»
Η αντίστροφη μέτρηση για μία από τις πιο ριζικές αλλαγές στη φορολόγηση των καυσίμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη ξεκινήσει και οι επιπτώσεις της στην εγχώρια παραγωγή τροφίμων, τον πρωτογενή τομέα και τις αγροδιατροφικές εφοδιαστικές αλυσίδες διαγράφονται δυσοίωνες. Από την 1η Ιανουαρίου 2027, τίθεται σε εφαρμογή το νέο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών 2 (ΣΕΔΕ 2), το οποίο θα επιβάλλει φόρο ρύπων σε όλα τα ορυκτά καύσιμα που χρησιμοποιούνται για θέρμανση σε κτίρια, για τις οδικές μεταφορές αλλά και για τη λειτουργία μικρών βιομηχανικών μονάδων, όπως οι τυποποιητικές και μεταποιητικές μονάδες του αγροτικού τομέα.
Η Ελλάδα, χώρα κατά κύριο λόγο αγροδιατροφική, με έντονη γεωμορφολογική πολυπλοκότητα, διασπαρμένες καλλιέργειες και υψηλό ενεργειακό αποτύπωμα στις μεταφορές, αναμένεται να υποστεί πολλαπλάσιο κόστος παραγωγής από την εφαρμογή του νέου κανονισμού. Το κόστος μεταφοράς των προϊόντων από τον αγρό στο συσκευαστήριο και από εκεί στην εγχώρια ή διεθνή αγορά, θα αυξηθεί σημαντικά, καθώς το πετρέλαιο κίνησης θα επιβαρυνθεί κατά τουλάχιστον 11,3 λεπτά ανά λίτρο, ενώ το ίδιο ισχύει και για το μαζούτ που χρησιμοποιείται ευρέως σε γεωργικές και θερμοκηπιακές εγκαταστάσεις.
Οι καλλιεργητές, οι κτηνοτρόφοι και οι ψαράδες καλούνται να απορροφήσουν ένα πρόσθετο ενεργειακό κόστος, σε μια περίοδο όπου τα περιθώρια κέρδους έχουν ήδη συρρικνωθεί από την ακρίβεια σε πρώτες ύλες και λιπάσματα, τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και τις αβεβαιότητες στην ευρωπαϊκή αγορά. Παράλληλα, οι αγροτικές υποδομές που εξαρτώνται από το φυσικό αέριο ή πετρελαιοκίνητα συστήματα άντλησης, ξήρανσης και επεξεργασίας θα πρέπει να αναβαθμιστούν, γεγονός που μεταφράζεται σε νέες επενδύσεις με υψηλό κόστος για μικρού και μεσαίου μεγέθους αγροτικές επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών, η συνολική επιβάρυνση για τους καταναλωτές θα ξεπεράσει τα 800 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ η αύξηση στο κόστος ζωής από τις ανατιμήσεις στα καύσιμα θα συμπαρασύρει τιμές προϊόντων και υπηρεσιών σε όλο το φάσμα της αλυσίδας αξίας, από το θερμοκήπιο της Ιεράπετρας έως το ράφι του σούπερ μάρκετ στη Θεσσαλονίκη.
Τα logistics του αγροδιατροφικού τομέα, ήδη επιβαρυμένα από την έλλειψη σιδηροδρομικών και υδάτινων εναλλακτικών, εξαρτώνται κατά 90% από φορτηγά εσωτερικής καύσης. Οποιαδήποτε αύξηση στο κόστος των καυσίμων μετατρέπεται άμεσα σε αύξηση στο κόστος μεταφοράς ανά τόνο, επιβαρύνοντας κυρίως τα ευπαθή και ευμετάβλητα αγροτικά προϊόντα. Για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, το επιπλέον κόστος ενδέχεται να μειώσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών τροφίμων στις διεθνείς αγορές, σε μια περίοδο όπου οι αγορές ζητούν προϊόντα και βιώσιμα και προσιτά.
Ο πρόεδρος του ΣΕΕΠΕ και διευθύνων σύμβουλος της ΕΛΙΝ, Γιάννης Αληγιζάκης, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου «Θα πρέπει να προβληματιστούμε πόσο αυτές οι επιβαρύνσεις θα επηρεάσουν τις ελληνικές εξαγωγές και εάν και με ποιον τρόπο ο Έλληνας καταναλωτής και παραγωγός θα μπορεί να αντεπεξέλθει». Όπως επισημαίνει, η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια δεν μπορεί να σχεδιάζεται ερήμην των παραγωγών και των επιχειρήσεων που θα κληθούν να επωμιστούν το βάρος της.
Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Green Deal, η εισαγωγή του ΣΕΔΕ 2 αναμένεται να μειώσει τις εκπομπές κατά 42% έως το 2030, όμως η εφαρμογή του εγείρει σοβαρές ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα και της αγροδιατροφικής εφοδιαστικής αλυσίδας στη Νότια Ευρώπη, και ιδίως στην Ελλάδα. Η πρόβλεψη ότι μόνο τα ευάλωτα ενεργειακά και μεταφορικά νοικοκυριά θα επιβαρυνθούν έως και με 1,6 δισ. ευρώ την περίοδο 2027–2032, εντείνει τις φωνές υπέρ της θέσπισης μηχανισμών ανακούφισης.
Το ανεξάρτητο think tank Green Tank προτείνει τη δημιουργία ενός μηχανισμού κοινωνικής αντιστάθμισης, ύψους έως 15,5 δισ. ευρώ πανευρωπαϊκά, με αξιοποίηση του Κοινωνικού Ταμείου για το Κλίμα και τη στοχευμένη στήριξη όσων πλήττονται περισσότερο. Ερωτήματα ωστόσο παραμένουν για το κατά πόσο οι μικροί παραγωγοί, οι συνεταιρισμοί, τα θερμοκήπια και τα οικογενειακά αγροκτήματα θα μπορούν να περιληφθούν στους ευάλωτους δικαιούχους ή αν θα βρεθούν εκτός χρηματοδοτικού ορίζοντα.
Η ενεργειακή μετάβαση δεν αποτελεί μονόδρομο, αλλά διαδρομή με κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις. Και αν το τέλος του άνθρακα είναι επιτακτικό για το κλίμα, η μετάβαση δεν μπορεί να καταλήξει σε φορολογική εξόντωση των αγροτών και μεταφορέων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της εθνικής αυτάρκειας και του εξαγωγικού δυναμισμού της Ελλάδας.