Στο στόχαστρο της έκθεσης η Κοινή Αγροτική Πολιτική, με αιχμές για άνιση κατανομή ενισχύσεων, αδιαφάνεια και σπατάλη πόρων που συχνά δεν φτάνουν ποτέ στους πραγματικούς παραγωγούς.
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) προχώρησε σε ένα πυκνό σύνολο διαπιστώσεων και συστάσεων για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ζώνη του ευρώ, με σαφείς αναφορές στην Ελλάδα, τόσο για τα δομικά ζητήματα της οικονομίας όσο και για την ενεργειακή πολιτική, την παραγωγικότητα και τη διαχείριση των ευρωπαϊκών ενισχύσεων, ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα.
Η ανάγκη μείωσης του κόστους ενέργειας αναδεικνύεται ως κεντρικό σημείο της έκθεσης. Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ πρέπει να επιταχύνουν τις επενδύσεις στις διασυνοριακές ηλεκτρικές διασυνδέσεις, καθώς και να μειώσουν τη φορολογία στην ηλεκτρική ενέργεια. Ειδικά για την Ελλάδα, σημειώνει ότι παραμένει η χώρα με τη χαμηλότερη δυναμικότητα εισαγωγών ρεύματος σε σχέση με τη ζήτηση αιχμής, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη στις διακυμάνσεις και στην ακρίβεια της ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται πως η ενεργοποίηση του Οργανισμού ACER για τον εντοπισμό διασυνοριακών επενδύσεων με βάση ανάλυση κόστους οφέλους θα μπορούσε να αποφέρει πολλαπλά οφέλη, τόσο σε επίπεδο ασφάλειας εφοδιασμού όσο και σε όρους κόστους.
Η έκθεση είναι ιδιαίτερα επικριτική απέναντι στις επιδοτήσεις των ορυκτών καυσίμων, τις οποίες χαρακτηρίζει ως "γενναιόδωρες" και προτείνει τη σταδιακή τους κατάργηση. Την ίδια στιγμή, θεωρεί απαραίτητη την αναδιάρθρωση της φορολογίας με γνώμονα τη περιεκτικότητα σε άνθρακα, ώστε να ενθαρρύνεται η χρήση ενέργειας χαμηλών εκπομπών. Κατά τον ΟΟΣΑ, η ενεργειακή πολιτική πρέπει να υπηρετεί διπλό στόχο: την πράσινη μετάβαση και την οικονομική αποτελεσματικότητα.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην παραγωγικότητα, την οποία ο ΟΟΣΑ χαρακτηρίζει ως "δομικά αδύναμη", με την Ελλάδα να κατατάσσεται τελευταία στην παραγωγικότητα εργασίας μεταξύ των χωρών της ΕΕ, ενώ η μέση ευρωπαϊκή παραγωγικότητα υπολείπεται εκείνης των άλλων προηγμένων οικονομιών. Προτείνει ένα μείγμα μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνει απλοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου, άρση εμποδίων στην ενιαία αγορά και εμβάθυνση των κεφαλαιαγορών, ώστε να ενισχυθεί ο επιχειρηματικός δυναμισμός. Η Ελλάδα μάλιστα εμφανίζεται να έχει το τρίτο πιο περιοριστικό ρυθμιστικό πλαίσιο στη λιανική αγορά.
Στο επίκεντρο της έκθεσης βρίσκεται και η Κοινή Αγροτική Πολιτική, με τον ΟΟΣΑ να επισημαίνει ότι η κατανομή των ενισχύσεων είναι άνιση και πολλές φορές οι πόροι της ΚΑΠ ωφελούν άλλους ενδιαφερόμενους εκτός από τους ίδιους τους αγρότες. Η διατύπωση αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στη συγκυρία που διανύει η Ελλάδα, με φόντο τις έρευνες για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ο Οργανισμός προτείνει επαναξιολόγηση των δαπανών, απλούστευση της διαχείρισης και καθολική συγχρηματοδότηση των ενισχύσεων από τα κράτη-μέλη, ώστε να διασφαλίζεται αυστηρότερος έλεγχος, διαφάνεια και επαναπροσανατολισμός των κονδυλίων σε νέες προτεραιότητες.
Σε αυτό το πλαίσιο, τονίζεται ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς παραμένει δομική πρόκληση για την ΕΕ και τα κράτη-μέλη. Ο ΟΟΣΑ καλεί τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να συνεχίσουν τον συντονισμό των εθνικών πρωτοβουλιών και να εφαρμόσουν το πλήρες πακέτο μεταρρυθμίσεων κατά της διαφθοράς του 2023, με στόχο την αποτελεσματικότητα των δημοσίων δαπανών.
Τέλος, η έκθεση αναγνωρίζει ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι εμπορικές εντάσεις έχουν επιβαρύνει σημαντικά την ευρωπαϊκή οικονομική ανάκαμψη, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για ισχυρότερες πολιτικές αντιδράσεις και επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, με εστίαση σε νέες ανάγκες όπως η άμυνα, η ενεργειακή ασφάλεια και η πράσινη μετάβαση. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα εμφανίζεται να χρειάζεται γενναίες θεσμικές τομές και στοχευμένες παρεμβάσεις, ώστε να μετατρέψει τις δομικές αδυναμίες της σε μοχλούς ανάκαμψης και σταθερότητας.