Καθώς οι χημικοί γίγαντες εγκαταλείπουν τη Γερμανία, η Ευρώπη ξυπνά σε έναν κόσμο όπου τα λιπάσματα δεν είναι πια δεδομένα και η γεωργία γίνεται παιχνίδι στρατηγικής εξάρτησης
Η χημική βιομηχανία της Γερμανίας, κάποτε πυλώνας της ευρωπαϊκής βιομηχανικής ισχύος και βασικός προμηθευτής γεωργικών εισροών, βρίσκεται πλέον στα πρόθυρα συστημικής κατάρρευσης. Οι εμβληματικοί κολοσσοί BASF, Bayer και Dow ανακοινώνουν το ένα μετά το άλλο το κλείσιμο ή τη συρρίκνωση των παραγωγικών τους μονάδων, σηματοδοτώντας μια ιστορική μετατόπιση της βιομηχανικής γεωγραφίας της Ευρώπης. Το φαινόμενο δεν αποτελεί παροδική κάμψη, αλλά έναν διαρθρωτικό σεισμό με παγκόσμιες συνέπειες για τη γεωργία και την επισιτιστική ασφάλεια.
Η Bayer ανακοίνωσε τον Μάιο το κλείσιμο εργοστασίου στη Φρανκφούρτη, η BASF, η μεγαλύτερη χημική εταιρεία παγκοσμίως, διέκοψε λειτουργίες στα ιστορικά της κεντρικά στο Λούντβιχσχαφεν, ενώ η Dow – δεύτερη στην παγκόσμια κατάταξη – προγραμματίζει τη διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου στο Μπέλεν μέχρι το 2027. Πίσω από αυτές τις αποφάσεις κρύβεται ένα εκρηκτικό μείγμα υψηλού ενεργειακού κόστους, ασφυκτικής γραφειοκρατίας και ασταθούς φορολογικού περιβάλλοντος, που καθιστά πλέον ασύμφορη την παραγωγή εντός της Γερμανίας.
Η εξαμηνιαία έκθεση της Ένωσης Χημικής Βιομηχανίας VCI παρουσιάζει μια εικόνα αποεπένδυσης χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Πάνω από το 40% των εταιρειών έχουν μειώσει τις επενδύσεις τους στη Γερμανία την τελευταία τριετία, ενώ στις ΗΠΑ και την Κίνα η πλειονότητα των ίδιων εταιρειών τις αυξάνει. Η παραγωγική αξιοποίηση των μονάδων στη Γερμανία έχει περιοριστεί στο 80% της δυναμικότητας, κάτω από το όριο βιωσιμότητας για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Η συνολική παραγωγή του κλάδου έχει μειωθεί κατά 15% σε σχέση με το 2018, με τον πρόεδρο της VCI Markus Steilemann να δηλώνει ξεκάθαρα ότι «δεν διαφαίνεται ανάκαμψη το 2025».
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στις επιχειρήσεις. Οι επιπτώσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα γεωργικών χημικών είναι ήδη ορατές. Με την παραγωγή να εγκαταλείπει τη Γερμανία, οι αγρότες θα εξαρτώνται όλο και περισσότερο από εισαγωγές λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων από τρίτες χώρες. Ήδη οι προμηθευτές προειδοποιούν για αυξημένους χρόνους παράδοσης, έντονη διακύμανση στις τιμές και κίνδυνο ελλείψεων, ειδικά σε περιόδους υψηλής ζήτησης ή γεωπολιτικών εντάσεων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα αναδύονται ως οι μεγάλοι ωφελημένοι της ευρωπαϊκής αποβιομηχάνισης. Με φθηνότερη ενέργεια, ισχυρότερα επενδυτικά κίνητρα και πιο ευέλικτο ρυθμιστικό πλαίσιο, προσελκύουν πλέον τις νέες γραμμές παραγωγής λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Η Μέση Ανατολή, με βάση τα αποθέματα φυσικού αερίου και τις επιθετικές στρατηγικές industrial policy, μπαίνει επίσης δυναμικά στο παιχνίδι.
Για τη Γερμανία – και κατ’ επέκταση για την Ε.Ε. – το ερώτημα γίνεται στρατηγικό: Μπορεί η Ευρώπη να διατηρήσει αυτάρκεια σε κρίσιμες γεωργικές εισροές ή θα εξαρτάται πλέον από τρίτες χώρες για την παραγωγή της τροφής της; Η απάντηση αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία υπό το πρίσμα της Πράσινης Συμφωνίας και του νέου Ευρωπαϊκού Γεωργικού Μοντέλου. Η μείωση των εκπομπών, η στροφή προς βιολογική γεωργία και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας δεν μπορούν να προχωρήσουν αν οι βασικές πρώτες ύλες εξαρτώνται από γεωπολιτικά ασταθείς αλυσίδες αξίας.
Η κρίση στη χημική βιομηχανία αποκαλύπτει ένα βαθύτερο ρήγμα στον ευρωπαϊκό βιομηχανικό σχεδιασμό. Η ενεργειακή μετάβαση, όσο απαραίτητη κι αν είναι, δεν συνοδεύτηκε από μηχανισμούς προστασίας της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας. Η γραφειοκρατία και η κανονιστική πολυπλοκότητα λειτουργούν πλέον ως αποτρεπτικοί παράγοντες για στρατηγικές επενδύσεις. Κι αν σήμερα οι συνέπειες αγγίζουν τον τομέα των λιπασμάτων, αύριο μπορεί να πλήξουν κι άλλες κρίσιμες αλυσίδες, με επιπτώσεις που ξεπερνούν την αγροτική οικονομία και εισέρχονται στην καρδιά της ευρωπαϊκής κυριαρχίας.
Η επιλογή είναι ανάμεσα σε μια επαναβιομηχάνιση προσαρμοσμένη στην πράσινη μετάβαση, με έμφαση στην αυτάρκεια και την ανθεκτικότητα, ή σε μια παράδοση της αγροδιατροφικής κυριαρχίας της σε δυνάμεις εκτός Ε.Ε. Η απόφαση δεν αφορά μόνο τη χημική βιομηχανία αφορά το ποιος θα ελέγχει το ψωμί και το πιάτο του Ευρωπαίου πολίτη την επόμενη δεκαετία.