Γιατι η νέα ΚΑΠ δεν σπέρνει αλλά θερίζει

Η σιωπηλή ανατροπή στις ενισχύσεις ξεκίνησε

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άνοιξε νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής με την πρότασή της να αναδιαρθρώσει τη στήριξη προς τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Η επιλογή ενός νέου μοντέλου κατανομής, που βασίζεται σε φθίνουσα στήριξη πάνω από τις 20.000 ευρώ και επιβολή ανώτατου ορίου στις 100.000 ευρώ, αλλάζει άρδην τους όρους της ενίσχυσης σε ολόκληρη την Ένωση. Πρόκειται για μια τεχνικά υπολογισμένη αλλά πολιτικά φορτισμένη μεταρρύθμιση που, ενώ επιχειρεί να κατευθύνει τους πόρους «σε αυτούς που τους έχουν περισσότερη ανάγκη», στην πράξη πλήττει δυσανάλογα τις εκμεταλλεύσεις που παράγουν το μεγαλύτερο μερίδιο της ευρωπαϊκής τροφής.

Σύμφωνα με ανάλυση του Farm Europe, η εφαρμογή του νέου τύπου υπολογισμού της στήριξης, με βάση τα δημόσια δεδομένα του 2022, επιφέρει συνολική εξοικονόμηση 4,56 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 20% των συνολικών άμεσων ενισχύσεων πριν την εφαρμογή της μείωσης και της επιβολής ορίων. Από τη μεταρρύθμιση επηρεάζεται το 65% των εκτάσεων που δεν ανήκουν στο καθεστώς μικρών εκμεταλλεύσεων και σχεδόν το 30% των Ευρωπαίων αγροτών. Πρόκειται για το παραγωγικότερο τμήμα της γεωργικής βάσης της Ένωσης.

Στη Γαλλία, όπου η γεωργική δομή βασίζεται σε ισχυρές, μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους εκμεταλλεύσεις, το 50,4% των αγροτών που δεν εντάσσονται στο καθεστώς μικρών εκμεταλλεύσεων βλέπει τις ενισχύσεις του να πλήττονται. Οι επιπτώσεις επεκτείνονται στο 75% των καλλιεργούμενων εκτάσεων, προκαλώντας ετήσια απώλεια 960 εκατ. ευρώ σε εθνικό επίπεδο, με τις μεγαλύτερες μειώσεις να προέρχονται από το πλαφόν των 100.000 ευρώ και τη φθίνουσα ενίσχυση από τις 50.000 ευρώ και άνω.

Στην Ιταλία, η συνολική εξοικονόμηση περιορίζεται στα 320 εκατ. ευρώ, αλλά αφορά ένα εντυπωσιακό 57% των εκτάσεων που εξαιρούνται από τις μικρές εκμεταλλεύσεις, παρά το γεγονός ότι επηρεάζεται μόλις το 22% των παραγωγών. Η διαρθρωτική σύνθεση των ιταλικών εκμεταλλεύσεων, με την πλειοψηφία να κινείται μεταξύ 5.000 και 20.000 ευρώ, περιορίζει την ένταση των περικοπών, ωστόσο αναδεικνύει την ασύμμετρη επίδραση του νέου μοντέλου σε σχέση με την έκταση και όχι απαραίτητα με το εισόδημα.

Στην Τσεχία, όπου κυριαρχούν πολύ μεγάλες γεωργικές μονάδες, το 89% των εκτάσεων και το 42,5% των αγροτών πλήττονται από τη νέα μέθοδο, με συνολικές απώλειες ύψους 170 εκατ. ευρώ. Το γεγονός ότι πάνω από το ένα τρίτο των αγροτών λαμβάνει ενισχύσεις άνω των 50.000 ευρώ καθιστά τη χώρα άμεσα εκτεθειμένη στο μέτρο του capping, προκαλώντας τη μεγαλύτερη αναλογικά εξοικονόμηση σε σχέση με το συνολικό ύψος ενισχύσεων.

Τα στοιχεία φανερώνουν ένα κοινό μοτίβο: όσο μεγαλύτερο το παραγωγικό αποτύπωμα, τόσο μεγαλύτερη και η περικοπή. Η πρόθεση της Επιτροπής να «διορθώσει» τις στρεβλώσεις του παρελθόντος κινδυνεύει να μετατραπεί σε μαζική αποδυνάμωση των βασικών μοχλών της γεωργικής κυριαρχίας της Ένωσης. Το νέο μοντέλο επιβραβεύει τη μικρή κλίμακα και οδηγεί στη σταδιακή διάβρωση των πιο παραγωγικών, ανταγωνιστικών και εξωστρεφών εκμεταλλεύσεων, αμφισβητώντας τον ρόλο τους ως θεμέλια της επισιτιστικής ασφάλειας και των εξαγωγών.

Εάν η πρόθεση της Επιτροπής ήταν η στήριξη των μικρών εκμεταλλεύσεων, το εργαλείο της κατ’ αποκοπή ενίσχυσης για τα πρώτα 5.000 ευρώ ήδη υφίσταται. Η επέκταση της λογικής αυτής με τη μορφή τιμωρητικής αναδιανομής υπονομεύει την αρχή της αναλογικής στήριξης βάσει προσφοράς και ενδέχεται να προκαλέσει νέες εντάσεις μεταξύ των κρατών μελών με διαφορετικά διαρθρωτικά μοντέλα.

Αντί να στοχεύει σε μια ισορροπημένη πολιτική μεταξύ ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής συνοχής, η πρόταση οδηγεί σε βίαιη αναδιάρθρωση, ωθώντας πολλές παραγωγικές εκμεταλλεύσεις σε περιορισμό του μεγέθους, εγκατάλειψη, ή σε αμυντικές στρατηγικές μείωσης κόστους, μακριά από την επένδυση στην ποιότητα και στην καινοτομία. Με αυτόν τον τρόπο, η ΕΕ διακινδυνεύει να μετατραπεί από ηγέτιδα δύναμη στην αγροδιατροφή σε απλώς ρυθμιστή των εσωτερικών ισορροπιών της, χάνοντας την απαραίτητη στρατηγική της αυτοδυναμίας και την ικανότητα διαμόρφωσης των παγκόσμιων τάσεων στην παραγωγή τροφίμων.