Η Κίνα «γυρίζει την πλάτη» στο κρασί: Από την εκτόξευση στην κατάρρευση

Ποιες χώρες κερδίζουν, ποιες χάνουν και γιατί οι πολιτικές αποφάσεις και οι εμπορικοί πόλεμοι καθορίζουν το μέλλον της παγκόσμιας οινοποιίας;

Η Κίνα, που πριν από μια δεκαετία θεωρούνταν ο πιο υποσχόμενος προορισμός για τις διεθνείς εξαγωγές κρασιού, σήμερα αποτελεί ίσως το πιο αβέβαιο πεδίο του παγκόσμιου οινικού εμπορίου. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, από το 2017 όπου αντιπροσώπευε το 7% της παγκόσμιας κατανάλωσης κρασιού και το 8% της αξίας των εισαγωγών, η χώρα είδε την κατανάλωση ανά κάτοικο να κορυφώνεται και έπειτα να καταρρέει, ενώ οι εισαγωγές της έχουν μειωθεί πάνω από το μισό. Η αντιστροφή αυτή δεν ήταν προϊόν μόνο της πανδημίας· ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2010 είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ενδείξεις κάμψης, με το κρασί να υποχωρεί δραματικά έναντι της μπύρας και των αποσταγμάτων.

Οι πολιτικές αποφάσεις διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διακύμανση. Η μείωση των δασμών μετά την ένταξη στον ΠΟΕ το 2001 και οι διμερείς συμφωνίες, όπως με τη Χιλή το 2005 και την Αυστραλία το 2015, εκτόξευσαν την κατανάλωση και οδήγησαν σε σημαντική βελτίωση της ποιότητας του διαθέσιμου προϊόντος. Όμως η καταστολή της επίδειξης πολυτελούς κατανάλωσης που ξεκίνησε με την ανάληψη της εξουσίας από τον Σι Τζινπίνγκ το 2012 περιόρισε τη ζήτηση για ακριβά κρασιά, κυρίως γαλλικής προέλευσης. Στη συνέχεια, η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, η κρίση ακινήτων και η αλλαγή προτιμήσεων της νεότερης γενιάς, που έδειξε μεγαλύτερη έλξη για φθηνότερα και καθημερινά προϊόντα, συμπλήρωσαν την εικόνα της ανατροπής.

Η πανδημία COVID-19 ήρθε να επιταχύνει αυτή την πτώση. Στην Κίνα, όπου το κρασί καταναλωνόταν κυρίως εκτός σπιτιού, τα παρατεταμένα lockdowns και η μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης οδήγησαν σε πτώση της κατανάλωσης κρασιού κατά 47% την τριετία 2019–2022, σε σύγκριση με πτώση 17% στα αποστάγματα και μόλις 9% στην μπύρα. Παράλληλα, οι εμπορικές αντιπαραθέσεις επιδείνωσαν το τοπίο. Η επιβολή επιπλέον δασμών στις αμερικανικές εισαγωγές το 2018 και οι τιμωρητικοί δασμοί έως και 218% στα αυστραλιανά κρασιά το 2020–2024 αναδιάταξαν τον χάρτη των προμηθευτών, προκαλώντας βίαιες μετατοπίσεις στις εισαγωγές και κλονίζοντας την εμπιστοσύνη των παραγωγών.

Η μελλοντική πορεία της κινεζικής αγοράς κρασιού μοιάζει αναπόφευκτα συνδεδεμένη με τη γενικότερη οικονομική εξέλιξη της χώρας. Παρά την παρούσα στασιμότητα, τα διεθνή συγκριτικά δεδομένα δείχνουν ότι, καθώς το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξάνεται, η δαπάνη για αλκοολούχα ποτά τείνει να συνεχίζει να ενισχύεται. Με το κρασί να παραμένει μόλις στο ένα ένατο του παγκόσμιου μέσου όρου κατανάλωσης, υπάρχει σημαντικό περιθώριο μελλοντικής αύξησης. Η εμπειρία του Χονγκ Κονγκ, όπου η κατανάλωση ανά κάτοικο είναι δέκα φορές υψηλότερη από την ηπειρωτική Κίνα, καταδεικνύει τις δυνατότητες που μπορούν να αναδειχθούν με την άνοδο του εισοδήματος και την αυξανόμενη εξοικείωση των καταναλωτών.

Ωστόσο, οι προοπτικές παραμένουν εύθραυστες. Οι πρόσφατες κλιμακούμενες εμπορικές εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και οι συνεχείς ανατροπές στην κινεζική εσωτερική πολιτική, καθιστούν την αγορά εξαιρετικά απρόβλεπτη. Τα μοντέλα που εξετάζουν τα πιθανά σενάρια νέων εμπορικών πολέμων καταλήγουν ότι, ακόμη κι αν η συνολική αξία των εισαγωγών δεν μειωθεί δραματικά, η κατανομή των μεριδίων μεταξύ των εξαγωγικών χωρών θα παραμείνει ευμετάβλητη, με τον κίνδυνο οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές να βρίσκονται αντιμέτωποι με διαρκείς ανατροπές.

Η ιστορία του κινεζικού κρασιού τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι μια ιστορία «ανεστραμμένων V» από την εκρηκτική άνοδο στην απότομη πτώση και, πιθανώς, σε μια μελλοντική ανάκαμψη. Το μήνυμα που προκύπτει είναι σαφές: οι αγορές που μοιάζουν να υπόσχονται χρυσή εποχή μπορούν, χωρίς προειδοποίηση, να μετατραπούν σε παγίδα για όσους δεν στηρίζουν τις επιλογές τους σε τεκμηριωμένες πολιτικές και μακροχρόνιο σχεδιασμό. Για τους εξαγωγείς κρασιού, η Κίνα δεν είναι πλέον η εύκολη υπόθεση του χθες· είναι ένα πεδίο που απαιτεί στρατηγική υπομονή, αντοχή στις αναταράξεις και διαρκή προσαρμοστικότητα.