Γαρίδες και δασμοί: Πώς η γεωπολιτική θολώνει τα νερά στην παγκόσμια βιομηχανία θαλασσινών

Πώς οι δασμοί στις ΗΠΑ, η γεωπολιτική ένταση και η αναδιάταξη των εφοδιαστικών αλυσίδων διαμορφώνουν τη νέα τάξη πραγμάτων στη βιομηχανία γαρίδας και θαλασσινών

Στον χάρτη της παγκόσμιας αγοράς, τα θαλασσινά ήταν κάποτε ένα παράδειγμα σταθερότητας: ένα προϊόν υψηλής ζήτησης, με καταναλωτές από το Τόκιο ως τη Νέα Υόρκη και παραγωγούς από τη Λατινική Αμερική έως την Ινδονησία. Σήμερα, η εικόνα αυτή μοιάζει να ανατρέπεται με δραματικό τρόπο. Οι εμπορικοί δασμοί, οι γεωπολιτικές εντάσεις και η αναδιάταξη των αλυσίδων εφοδιασμού διαταράσσουν βαθιά τον τομέα των θαλασσινών – και ιδίως τις εξαγωγές γαρίδας, το πλέον εμπορεύσιμο θαλάσσιο είδος παγκοσμίως.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, παραδοσιακός αποδέκτης των ασιατικών εξαγωγών γαρίδας, έχουν επιβάλει δασμούς που φτάνουν έως και το 50%. Οι επιπτώσεις είναι άμεσες και αλυσυδωτές: οι Ινδοί, Βιετναμέζοι και Ινδονήσιοι παραγωγοί βλέπουν τις αγορές τους να συρρικνώνονται, ενώ τεράστιοι όγκοι επαναπροσανατολίζονται προς την Κίνα, την Ιαπωνία και την Ευρώπη. Το αποτέλεσμα είναι υπερπροσφορά, πτώση τιμών, και αβεβαιότητα σε όλο το εύρος της αγοράς.

Η εικόνα που καταγράφει η RaboResearch για το 2025 είναι αποκαλυπτική: η Ινδία εξάγει πλέον πάνω από το 47,5% των γαρίδων της στις ΗΠΑ, ενώ το 22,2% κατευθύνεται στην Κίνα. Η Ινδονησία στέλνει σχεδόν το σύνολο της παραγωγής της στις Ηνωμένες Πολιτείες, με το 67,3% να προορίζεται αποκλειστικά για την αμερικανική αγορά. Αν οι δασμοί αυξηθούν ή επεκταθούν, ολόκληρη η βιομηχανία της Νοτιοανατολικής Ασίας κινδυνεύει με κατάρρευση.

Η πίεση δεν περιορίζεται μόνο στις γαρίδες. Ο σολομός,βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο. Η καναδική βιομηχανία σολομού, που εξάγει το 87% της παραγωγής της στις ΗΠΑ, απειλείται από επικείμενους δασμούς. Η κινεζική τιλάπια έχει ήδη δεχθεί δασμούς 75%, καθιστώντας την πρακτικά μη ανταγωνιστική στην αμερικανική αγορά. Το αποτέλεσμα είναι παγκόσμια υπερπροσφορά και πίεση στις τιμές σε αγορές όπως η Κίνα, η Αφρική και η Λατινική Αμερική.

Η παγκόσμια στρατηγική διαφοροποίησης, που θα μπορούσε να προσφέρει λύση, συναντά την αμείλικτη πραγματικότητα ενός κόστους-ευαίσθητου τομέα. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν νέα κανάλια διανομής ή να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες. Και ενώ η ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς συζητείται ως αντίβαρο, παραμένει ένα αβέβαιο στοίχημα – κυρίως σε χώρες όπου η κατανάλωση θαλασσινών εξαρτάται από εισαγωγές ή παραμένει περιορισμένη από πολιτισμικούς και οικονομικούς παράγοντες.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο καταναλωτής πληρώνει ήδη το τίμημα. Οι τιμές στα ράφια ανεβαίνουν, η προσφορά μειώνεται, και η πρόσβαση σε προϊόντα υψηλής ποιότητας περιορίζεται. Από την άλλη πλευρά του Ειρηνικού, οι παραγωγοί παλεύουν να επιβιώσουν, βλέποντας τις επενδύσεις τους να παγώνουν και τη βιωσιμότητα να υπονομεύεται από αποφάσεις που λαμβάνονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.

Η αναδιάρθρωση της αγοράς θαλασσινών δεν είναι προσωρινό φαινόμενο. Όπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς, ο κλάδος εισέρχεται σε μία περίοδο παρατεταμένης αστάθειας. Εάν δεν υπάρξει συντονισμένη πολιτική στήριξης, εναρμόνιση των εμπορικών πρακτικών και επένδυση στην εγχώρια μεταποίηση και διαφοροποίηση των αγορών, η παγκόσμια αγορά θαλασσινών κινδυνεύει με μακροπρόθεσμη διαταραχή. Και αυτή τη φορά, δεν θα χρειαστεί να ψάξουμε μακριά για τις επιπτώσεις  θα είναι στο πιάτο μας.