Η ΚΑΠ 2028–2034 επαναδιαπραγματεύεται στο επίκεντρο των Βρυξελλών, με συζητήσεις για τα 293,7 δισ. ευρώ, τη νέα αρχιτεκτονική και τις διαφωνίες μεταξύ κρατών-μελών
Καθώς οι συζητήσεις για την επόμενη Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) 2028–2034 εντείνονται, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με ερωτήματα που αγγίζουν τον πυρήνα του κοινού μοντέλου στήριξης της γεωργίας: χρηματοδότηση, διακυβέρνηση και ισορροπίες μεταξύ των κρατών-μελών
Οι συζητήσεις για το μέλλον της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής εισέρχονται σε ένα σημείο καμπής. Η επόμενη προγραμματική περίοδος 2028–2034 συνοδεύεται από την πρόθεση της Ένωσης να αναμορφώσει το πλαίσιο στήριξης της γεωργίας, επιχειρώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη απλούστευσης και στη διατήρηση των θεσμικών πυλώνων που διαμόρφωσαν την ΚΑΠ επί δεκαετίες.
Στο προσκήνιο βρίσκεται η πρόταση για ένα ενιαίο σχέδιο και ταμείο, έναν εκτεταμένο προγραμματικό μηχανισμό που θα ενοποιούσε δράσεις της ΚΑΠ με κομμάτια της Πολιτικής Συνοχής, της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, καθώς και επιμέρους παρεμβάσεις στον τομέα της μετανάστευσης και της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η ιδέα αυτή παρουσιάζεται ως τεχνική λύση για καλύτερη αποδοτικότητα πόρων, όμως προκαλεί έντονες συζητήσεις σχετικά με το κατά πόσο μπορεί να διασφαλιστεί η ιδιαιτερότητα και ο «κοινοτικός χαρακτήρας» της αγροτικής πολιτικής.
Η χρηματοδότηση παραμένει ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα. Η προβλεπόμενη δαπάνη των 293,7 δισ. ευρώ για την περίοδο 2028–2034 κρίνεται από πολλές πρωτεύουσες ως περιορισμένη, με δεδομένο τον πληθωρισμό και τις αυξανόμενες ανάγκες στήριξης του αγροτικού εισοδήματος. Η κατανομή των ποσών ανάμεσα σε προκαθορισμένους πόρους και μια ευρύτερη «αδιάθετη» χρηματοδοτική ζώνη εγείρει ανησυχίες για τον πραγματικό βαθμό ευελιξίας των κρατών-μελών και για το αν η ΚΑΠ θα μπορέσει να παραμείνει μια σταθερή, προβλέψιμη πολιτική.
Σημαντικό μέρος της συζήτησης αφορά την πιθανότητα αναζωπύρωσης των ενδοευρωπαϊκών ανισοτήτων. Η μετάβαση σε ένα πολυτομεακό ταμείο θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφοροποιημένες εθνικές προτεραιότητες και, τελικά, σε ένα πλέγμα επιδοτήσεων που θα απέχει από τον ομοιόμορφο χαρακτήρα που χαρακτηρίζει την ΚΑΠ από το 1962. Για κράτη-μέλη με έντονη περιφερειακή διοικητική διάρθρωση, η νέα δομή θα απαιτούσε βαθιές αλλαγές σε συστήματα ελέγχου, λογιστικά πρωτόκολλα και μηχανισμούς πληρωμών, με τον κίνδυνο νέων διοικητικών καθυστερήσεων.
Η ανάγκη διατήρησης του διπλού πυλώνα της ΚΑΠ δηλαδήτου Πυλώνα I για το εισόδημα και του Πυλώνα II για την αγροτική ανάπτυξη να επανέρχεται στο επίκεντρο, καθώς οι παρεμβάσεις του δεύτερου πυλώνα θεωρούνται κρίσιμες για επενδύσεις, καινοτομία και προστασία των αγροτικών περιοχών. Η προοπτική συρρίκνωσης αυτών των δράσεων προβάλλει ως ένα από τα ισχυρότερα σημεία αντίστασης.
Πέρα από τις επίσημες τοποθετήσεις, στις Βρυξέλλες διαμορφώνεται το τελευταίο διάστημα ένα ανεπίσημο μέτωπο κρατών-μελών, το οποίο επιδιώκει να κινηθεί συντονισμένα πριν κλειδώσει η τελική αρχιτεκτονική της νέας ΚΑΠ. Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες διπλωματικές πηγές, το μέτωπο αυτό στο οποίο συμμετέχουν χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και ορισμένες του ευρωπαϊκού Νότου μέχρι στιγμής η Ελλάδα δεν είναι μέσα σε αυτές, και επιχειρούν να ασκήσουν πίεση ώστε να διατηρηθεί σαφώς διαχωρισμένη η χρηματοδότηση της αγροτικής πολιτικής από τα λοιπά τομεακά προγράμματα.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις και στους διαδρόμους των θεσμών γίνεται πλέον λόγος για προσπάθεια να «φρενάρει» κάθε πρωτοβουλία που θα ενίσχυε την υπερσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων στο ενιαίο ταμείο. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει επίσημη ανακοίνωση ή κοινή δήλωση, το παραπολιτικό κλίμα δείχνει πως η συζήτηση έχει αποκτήσει χαρακτήρα πολιτικής συσπείρωσης, με εντονότερες γεωγραφικές και θεσμικές διαστάσεις από ό,τι αρχικά αναμενόταν.
Το μέτωπο αυτό δεν φαίνεται να επιδιώκει ένα πλήρες μπλοκάρισμα της μεταρρύθμισης, αλλά στοχεύει να εξασφαλίσει ότι η νέα ΚΑΠ θα παραμείνει μια πολιτική με σαφή όρια, σταθερή χρηματοδότηση και προβλέψιμο κανονιστικό περιβάλλον για παραγωγούς και διοικήσεις.