Τι πραγματικά αποκαλύπτει η αθόρυβη υποχώρηση της ευρωπαϊκής κτηνοτροφίας

Η Eurostat καταγράφει σημαντική μείωση ζωικού κεφαλαίου και εκμεταλλεύσεων στην Ε.Ε., με επιπτώσεις στην παραγωγή, την ασφάλεια τροφίμων και τη βιωσιμότητα.

Η νέα δημοσίευση της Eurostat καταγράφει μια δεκαετή καθοδική πορεία στο ζωικό κεφάλαιο της Ε.Ε., φωτίζοντας έναν μετασχηματισμό που δεν αφορά μόνο την παραγωγή, αλλά το ίδιο το ευρωπαϊκό μοντέλο τροφίμων. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν μια ήπειρο που αλλάζει υποδόρια, με επιπτώσεις στη βιωσιμότητα, στο εμπόριο και στην αγροτική οικονομία.

Στα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat αποτυπώνεται μια από τις εντονότερες μειώσεις των τελευταίων δεκαετιών στους πληθυσμούς των ζώων εκτροφής σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 2024 καταγράφηκε νέα υποχώρηση: οι χοίροι μειώθηκαν σε περίπου 132 εκατομμύρια κεφάλια (−0,5% σε ετήσια βάση), τα βοοειδή περιορίστηκαν κατά 2,8% στα 72 εκατομμύρια, τα πρόβατα υποχώρησαν κατά 1,7% (57 εκατομμύρια) και οι αίγες κατά 1,6% φτάνοντας τα 10 εκατομμύρια. Τα ποσοστά δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά μεταξύ κρατών-μελών ή τύπων εκμετάλλευσης, στοιχείο που υποδηλώνει μια ευρύτερη μετατόπιση και όχι συγκυριακές διακυμάνσεις.

Σε ορίζοντα δεκαετίας, η εικόνα γίνεται ακόμη πιο χαρακτηριστική: από το 2014 έως το 2024, οι πληθυσμοί χοίρων στην Ε.Ε. μειώθηκαν κατά 8,1%, των βοοειδών κατά 8,7%, των προβάτων κατά 9,4% και των αιγών κατά 16,3%. Η μείωση αυτή δεν συνδέεται με έναν μόνο παράγοντα. Αναδύεται από ένα μωσαϊκό πιέσεων: το αυξανόμενο κόστος παραγωγής, οι συνέπειες αλλεπάλληλων γεωργικών κρίσεων, οι απαιτήσεις των ευρωπαϊκών κανονισμών και ο μεταβαλλόμενος χαρακτήρας της κατανάλωσης ζωικών προϊόντων.

Μεταβολή πληθυσμού ζώων στην ΕΕ, 2024 σε σύγκριση με 2014

Ποσοστιαία μεταβολή (%) στους βασικούς πληθυσμούς ζώων εκτροφής

0 -5 -10 -15 -20
 
Χοίροι
-8.1%
 
Βοοειδή
-8.7%
 
Πρόβατα
-9.4%
 
Αίγες
-16.3%
Πηγή: Eurostat, 2024 – Σύγκριση 2024/2014 για χοίρους, βοοειδή, πρόβατα και αίγες.

Παράλληλα, το παραγωγικό υπόβαθρο της Ευρώπης μεταβάλλεται έντονα. Από το 2005 έως το 2020, ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων μειώθηκε από περισσότερες από 14 εκατομμύρια σε 9,1 εκατομμύρια, δηλαδή κατά 37%. Η συρρίκνωση αφορά τόσο μικτές όσο και αμιγώς κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, με τις μικρές οικογενειακές μονάδες να επηρεάζονται περισσότερο, καθώς συχνά αδυνατούν να προσαρμοστούν στις νέες περιβαλλοντικές και κανονιστικές απαιτήσεις. Οι στρατηγικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και η Farm to Fork, έχουν επιταχύνει τη μετάβαση, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίζουν ομοιογενή ικανότητα προσαρμογής σε όλα τα κράτη-μέλη.

Η συζήτηση γύρω από τις μειώσεις στο ζωικό κεφάλαιο συχνά συνδέεται με έναν προσδοκώμενο περιβαλλοντικό όφελος. Όμως η μετατόπιση της παραγωγής εκτός Ευρώπης, σε χώρες με χαμηλότερα πρότυπα ελέγχου, μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα: μεγαλύτερο συνολικό αποτύπωμα και αυξημένη εξάρτηση από εισαγωγές. Η ανάγκη κάλυψης της ευρωπαϊκής ζήτησης για ζωικά προϊόντα παραμένει, ακόμη και όταν η εσωτερική παραγωγή συρρικνώνεται.

Οι επιπτώσεις αγγίζουν και την επισιτιστική σταθερότητα, η εξάρτηση από τρίτες χώρες σε περιόδους ενεργειακής αστάθειας ή γεωπολιτικών εντάσεων καθιστά την ευρωπαϊκή αγορά πιο ευάλωτη. Η επισιτιστική ασφάλεια —και ακόμη περισσότερο η έννοια της επισιτιστικής κυριαρχίας— προϋποθέτει επαρκή και προβλέψιμη παραγωγή εντός συνόρων, με δυνατότητα ελέγχου και εποπτείας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Ένας ακόμη παράγοντας βρίσκεται κάτω από το ορατό οικονομικό επίπεδο: η βιοποικιλότητα. Σε πολλές ορεινές και ημιορεινές περιοχές, η εκτατική κτηνοτροφία λειτουργεί ως μηχανισμός διατήρησης τοπίων, αποτροπής εγκατάλειψης γης και πρόληψης πυρκαγιών. Η συρρίκνωση αυτών των συστημάτων διαταράσσει ισορροπίες που έχουν διαμορφωθεί επί δεκαετίες, επηρεάζοντας οικοτόπους και τοπικές φυλές με ιδιαίτερη γενετική αξία.

Τα δεδομένα της Eurostat δεν αποτυπώνουν την εξαφάνιση της ευρωπαϊκής κτηνοτροφίας, αλλά την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της. Η συζήτηση αφορά πλέον τη στόχευση πολιτικών, την ανθεκτικότητα των εκμεταλλεύσεων και τη δυνατότητα ενσωμάτωσης πρακτικών που μειώνουν τις εκπομπές χωρίς να υπονομεύουν την παραγωγική ικανότητα της Ε.Ε. Το μέλλον του κλάδου εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο θα συνδυαστούν η βιωσιμότητα, η επάρκεια και η κοινωνική συνοχή.