Γιατί η χρηματοδότηση παραμένει το μεγαλύτερο εμπόδιο για τους αγρότες
Η ΕΕ θέτει στο επίκεντρο την πρόσβαση στη χρηματοδότηση για τη νέα γενιά αγροτών, αναπτύσσοντας νέα εργαλεία, εγγυήσεις και δανειακά μοντέλα, με στόχο ένα πιο δίκαιο και λειτουργικό χρηματοοικονομικό περιβάλλον για τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
Σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ύπαιθρο, από τις πεδιάδες της Θεσσαλίας έως τα υψίπεδα της Γαλλίας, επαναλαμβάνεται το ίδιο εμπόδιο που καθορίζει την πορεία της νέας γενιάς αγροτών: η δυσκολία πρόσβασης στο κεφάλαιο. Η Στρατηγική της ΕΕ για την ανανέωση της νέας γενιάς αγροτών, που παρουσιάστηκε το 2025, επιχειρεί να αντιμετωπίσει ακριβώς αυτό το πρόβλημα ένα πρόβλημα που κρίνει ποιος μπορεί να καλλιεργήσει και με ποιους όρους μπορεί να το κάνει.
Η είσοδος στη γεωργία απαιτεί επενδύσεις που ξεπερνούν τις δυνατότητες των περισσότερων νέων από την αγορά γης έως τον εξοπλισμό, τις υποδομές, την τεχνολογία και τη διαχείριση κινδύνου, το κόστος είναι υψηλό και άμεσο. Την ίδια στιγμή, οι νέοι αγρότες δεν διαθέτουν το πιστωτικό ιστορικό ή τις εξασφαλίσεις που απαιτούν οι τράπεζες. Έτσι, ακόμη και εκείνοι που έχουν γνώση, διάθεση και σχέδιο, συχνά βρίσκονται αποκλεισμένοι από τα μέσα που θα τους επέτρεπαν να ξεκινήσουν.
Η Αξιολόγηση των Εθνικών Στρατηγικών (2025) του Δικτύου ΚΓΠ της ΕΕ καταγράφει μια σειρά από χρηματοοικονομικά εργαλεία που εφαρμόζονται σε πολλά κράτη μέλη. Σε ορισμένες χώρες, τα δημόσια προγράμματα εγγυήσεων μειώνουν το ρίσκο για τις τράπεζες, επιτρέποντας χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτερες περιόδους αποπληρωμής. Αλλού, ειδικές αγροτικές επενδυτικές τράπεζες προσφέρουν στοχευμένα, χαμηλότοκα δάνεια που μειώνουν τα εμπόδια εισόδου. Ταυτόχρονα, μοντέλα δημόσιας–ιδιωτικής χρηματοδότησης αξιοποιούν ευρωπαϊκά και εθνικά κεφάλαια για τη δημιουργία μεγαλύτερων, πιο προσιτών δανειακών χαρτοφυλακίων. Σημαντική δυναμική αποκτούν και τα πράσινα δάνεια, στα οποία οι ευνοϊκοί όροι συνδέονται με επενδύσεις χαμηλών εκπομπών και τεχνολογίες εξοικονόμησης πόρων.
Το ελληνικό κενό που μεγαλώνει Την ίδια στιγμή, η ελληνική περίπτωση δείχνει μια κρίσιμη υστέρηση που δεν μπορεί πλέον να παραβλέπεται. Η χώρα δεν έχει αναπτύξει τα εξειδικευμένα χρηματοδοτικά εργαλεία που λειτουργούν ήδη σε άλλα κράτη μέλη, ενώ το τραπεζικό σύστημα παραμένει ιδιαίτερα επιφυλακτικό απέναντι στον πρωτογενή τομέα, ιδίως όταν πρόκειται για νέους αγρότες. Η απουσία ενός συνεκτικού, μακροπρόθεσμου σχεδίου αφήνει το βάρος της χρηματοδότησης σχεδόν αποκλειστικά στην αγορά μια αγορά που, όσο κι αν εξελίσσεται, δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες ενός τομέα με τόσο μεγάλες ιδιαιτερότητες και ρίσκα. Στην πράξη, η νέα γενιά αγροτών έχει μείνει χωρίς σαφή διαδρομή ένταξης, ενώ ακόμη και οι παλαιότεροι παραγωγοί που προσπαθούν να εκσυγχρονίσουν τις εκμεταλλεύσεις τους συναντούν τα ίδια αδιέξοδα. Αυτό που λείπει, τελικά, δεν είναι μόνο τα εργαλεία είναι το όραμα.
Η ευρωπαϊκή απάντηση που επιχειρεί να αλλάξει το τοπίο. Η νέα ευρωπαϊκή στρατηγική δεν περιορίζεται στην ενίσχυση των ήδη υπαρχόντων μηχανισμών. Εισάγει ένα νέο πακέτο εκκίνησης για νέους αγρότες, συνδυάζοντας οικονομική στήριξη, κατάρτιση και συμβουλευτικές υπηρεσίες για τα πρώτα κρίσιμα χρόνια λειτουργίας μιας εκμετάλλευσης. Ενισχύει τη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία πλέον αναμένεται να παίξει πιο ενεργό ρόλο στη δανειοδότηση του πρωτογενούς τομέα, ενώ τα επενδυτικά εργαλεία που θα ενταχθούν στην ΚΓΠ μετά το 2027 στοχεύουν στη διευκόλυνση της αγοράς γης, της εγκατάστασης νέων εκμεταλλεύσεων και της υιοθέτησης βιώσιμων τεχνολογιών.
Στο επίκεντρο αυτής της νέας προσέγγισης βρίσκεται και η ανάγκη ενίσχυσης του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού των αγροτών. Η κατανόηση των δανειακών προϊόντων, των κινδύνων και των επενδυτικών επιλογών δεν θεωρείται πλέον πολυτέλεια, αλλά βασικό εργαλείο επιβίωσης σε μια γεωργία που γίνεται ολοένα πιο απαιτητική.
Συνθέτοντας όλα αυτά, η Ευρώπη επιχειρεί να δημιουργήσει ένα πιο σταθερό και πιο δίκαιο περιβάλλον πρόσβασης στο κεφάλαιο. Ένα περιβάλλον που θα επιτρέψει στη νέα γενιά αγροτών να μην περιοριστεί από τα εμπόδια του παρελθόντος, αλλά να οικοδομήσει βιώσιμες εκμεταλλεύσεις σε έναν τομέα που μεταβάλλεται γρήγορα και απαιτεί αντοχή, επενδύσεις και όραμα.