Όταν οι τράπεζες γράφουν αγροτική πολιτική

Μια χώρα που απομακρύνεται από τη γη της όταν η πίστωση ρέει παντού, εκτός από εκείνους που τη χρειάζονται

Η πρόσφατη ανακοίνωση των τραπεζών για αγροτικά δάνεια με επιδότηση επιτοκίου 5% για πέντε χρόνια, ποσά που κυμαίνονται από 50.000€ έως 1.500.000€, αποπληρωμή έως 15 χρόνια  παρουσιάστηκε ως μια σπάνια ευκαιρία ανανέωσης του αγροτικού εξοπλισμού. Στην πράξη, όμως, το πρόγραμμα αφορά αποκλειστικά την αγορά μηχανημάτων· μια επιλογή που μοιάζει να έχει ληφθεί σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου ο πρωτογενής τομέας υποτίθεται ότι βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης και όχι επιβίωσης.

Η ειρωνεία είναι εμφανής οι επιχειρηματίες μπορούν να αποκτήσουν μηχανήματα, συχνά με εταιρικές δομές που διευκολύνουν και τη φορολογική διαχείριση, όμως ο κτηνοτρόφος που είδε το κοπάδι του να συρρικνώνεται δεν μπορεί να λάβει δάνειο για την ανασύσταση ζώων. Δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει την αγορά γης, ούτε να εισέλθει σε ένα πραγματικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης. Η δημόσια πολιτική φαίνεται να θεωρεί ότι η ύπαιθρος αναγεννάται με εξοπλισμό, όχι με ζωή.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση επιμένει πως έχει προχωρήσει σε συμπληρωματική πληρωμή για να διορθώσει αδικίες στην ΚΑΠ, όμως αποφεύγει να απαντήσει στο πιο απλό ερώτημα σε ποια γεωργία και σε ποια κτηνοτροφία αναφέρεται; Στον κλάδο όπου χάνονται ζώα και ο παραγωγός δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει την επανεκκίνησή του; Ή στο διοικητικό μοντέλο που λειτουργεί περισσότερο σαν λογιστικό άθροισμα παρά σαν πολιτική στρατηγική;

Η πραγματικότητα είναι πως το ελληνικό οικοσύστημα τροφίμων χάνει κρίσιμα στοιχεία του. Σπάνιες ελληνικές φυλές απειλούνται με εξαφάνιση, ενώ το προϊόν που αποτελεί διεθνώς τη διατροφική ταυτότητα της χώρας η φέτα βρίσκεται αντιμέτωπο με μια υποδόρια κρίση λιγότερο γάλα, λιγότεροι παραγωγοί, μεγαλύτερη εξάρτηση από εισαγόμενα ζωοκομικά ρεύματα. Αν αυτό δεν αποτελεί εθνική προειδοποίηση, τότε τι είναι;

Την ίδια ώρα, στα σύνορα εξακολουθεί να υπάρχει ένα θολό πλαίσιο ελέγχου. Προϊόντα εισέρχονται με ρυθμούς που συχνά υπερβαίνουν τους μηχανισμούς εποπτείας, δημιουργώντας έναν αθέμιτο ανταγωνισμό που λειτουργεί σαν αργή διάβρωση στο εισόδημα των πραγματικών παραγωγών. Παρά ταύτα, δεν υπάρχει ακόμη καμία επίσημη εικόνα για το πώς η χώρα σκοπεύει να προστατεύσει τους δικούς της όγκους παραγωγής, τη δική της ασφάλεια τροφίμων.

Στο μεταξύ, τα προγράμματα προώθησης με χρηματοδοτήσεις εκατομμυρίων ευρώ σπάνια καταλήγουν να υπηρετούν τον παραγωγό. Αντί να επενδύονται σε εθνική στρατηγική εξωστρέφειας, συχνά απορροφώνται σε ταξίδια, αποστολές και δράσεις των οποίων η αποτελεσματικότητα παραμένει αχαρτογράφητη. Για τους κτηνοτρόφους, αυτό μοιάζει σαν μια ακόμη υπενθύμιση πως ο δημόσιος σχεδιασμός έχει έναν τρόπο να ταξιδεύει, την ώρα που η παραγωγή μένει πίσω.

Είναι μια σπάνια αντιστροφή προτεραιοτήτων πρώτα σχεδιάζονται δάνεια που ευνοούν όσους βρίσκονται ήδη σε ανώτερα επίπεδα κεφαλαιακής ισχύος και επιχειρηματικής οργάνωσης· και έπειτα, αν περισσέψει πολιτικός χώρος, συζητείται τι μπορεί να γίνει για τον πρωτογενή τομέα. Μόνο που, μέχρι τότε, η πραγματικότητα της υπαίθρου αλλάζει αθόρυβα και οριστικά.

Η κυβέρνηση, πάντως, διαμηνύει ότι οι όποιες παρεμβάσεις πρέπει να τηρούν τα όρια της συμφωνίας με την Κομισιόν, διαφορετικά ο κίνδυνος νέων κυρώσεων είναι υπαρκτός. Η θέση αυτή αφήνει να εννοηθεί ότι η χώρα κινείται σε ένα στενό πλαίσιο, όμως δεν απαντά στην ουσία: πώς μπορεί να αναπτυχθεί η κτηνοτροφία όταν η ίδια η πολιτεία δεν της παρέχει εργαλεία ανάπτυξης;

Τελικά ποιος αποφασίζει  για το μέλλον της ελληνικής παραγωγής  ο παραγωγός σίγουρα όχι  μάλον το τραπεζικό σύστημα  που προσφατα το είχαμε δει και στην επιτροπή παρακολούθησης  του ΠΑΑ που είχε λάβει χώρα στην Κέρκυρα που του υπαγορεύει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει;

Για τους περισσότερους αγρότες, όμως, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σκοτεινή από ό,τι επιτρέπουν να φανεί τα τραπεζικά φυλλάδια. Πολλοί έχουν ήδη χάσει μέρος της περιουσίας τους ή βρίσκονται καταγεγραμμένοι στον Τειρεσία, αποτέλεσμα χρόνων αβεβαιότητας, ζημιών και διαρκώς μεταβαλλόμενων κανόνων. Σε αυτό το τοπίο, η συζήτηση για νέα δάνεια μοιάζει σχεδόν ειρωνική απευθύνεται σε έναν κόσμο που έχει πάψει προ πολλού να έχει πρόσβαση στην πίστωση, την ίδια στιγμή που καλείται να στηρίξει το μεγαλύτερο κομμάτι της εθνικής παραγωγής και το φίδι απο την τρύπα καλούνται να το βγαλουν είτε οι γεωπόνοι είτε εταιρείες που συμβούλευαν σωστά τους πελάτες τους.

Και όσο το ερώτημα παραμένει αναπάντητο, η ύπαιθρος συνεχίζει τη δική της σιωπηλή συρρίκνωση, με έναν τρόπο που δεν χρειάζεται υπερβολές για να γίνει αντιληπτός.