Το «Τετράγωνο των Βερμούδων» της Ευρωπαϊκής Γεωργίας: ΚΑΠ, Mercosur, ρυθμίσεις και λιπάσματα

Πώς σχεδιάζεται η επόμενη ημέρα της ευρωπαϊκής γεωργίας

Στις Βρυξέλλες, τις ημέρες που συνεδριάζει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) περνά από τα πρώτα πολιτικά φίλτρα, η γεωργία επιστρέφει στο προσκήνιο όχι μέσα από ανακοινώσεις, αλλά μέσα από παράλληλες συνομιλίες. Είναι οι συζητήσεις που δεν αποτυπώνονται σε συμπεράσματα Συνόδου, αλλά καθορίζουν το εύρος των επιλογών πριν αυτές φτάσουν στο χαρτί.

Στο επίκεντρο βρίσκονται τέσσερα αλληλένδετα ζητήματα: το μέλλον της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η εμπορική συμφωνία με το Mercosur, η απλούστευση του κανονιστικού πλαισίου και, ως τέταρτος άξονας, το κόστος και η διαθεσιμότητα των λιπασμάτων. Πρόκειται για θεματικές που τέμνονται πολιτικά, αλλά συζητούνται χωριστά, ακριβώς για να αποφευχθεί η δημιουργία ενός ενιαίου, εκρηκτικού φακέλου.

Η συζήτηση για την Κοινή Αγροτική Πολιτική μετά το 2027 ξεκινά από το ποσό που έχει ήδη δημοσιοποιηθεί: 300 δισ. ευρώ, τα οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζει ως δεσμευμένο κατώτατο όριο για τη στήριξη του αγροτικού εισοδήματος σε επίπεδο Ένωσης. Στις κατ’ ιδίαν ανταλλαγές απόψεων στις Βρυξέλλες, κοινοτικοί αξιωματούχοι αναγνωρίζουν ότι το ποσό αυτό λειτουργεί περισσότερο ως σημείο εκκίνησης παρά ως τελική απάντηση. Η σύγκριση με την τρέχουσα προγραμματική περίοδο επανέρχεται συστηματικά, ιδίως από κράτη-μέλη με υψηλή εξάρτηση από τις άμεσες ενισχύσεις, τα οποία επισημαίνουν ότι η πολιτική συζήτηση μετατοπίζεται αναπόφευκτα στο ύψος των συνολικών διαθέσιμων πόρων.

Στο ίδιο πλαίσιο, στις συζητήσεις υπογραμμίζεται ότι η τελική εικόνα της χρηματοδότησης θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από τις εθνικές επιλογές συμπλήρωσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων, μέσω των μη δεσμευμένων πόρων του νέου δημοσιονομικού πλαισίου και των εθνικών και περιφερειακών σχεδίων. Για χώρες όπως η Ελλάδα, όπου ο πρωτογενής τομέας διατηρεί αυξημένο ειδικό βάρος στην οικονομική και κοινωνική δομή, το ερώτημα που τίθεται στις Βρυξέλλες δεν αφορά μόνο το ευρωπαϊκό σκέλος της ΚΑΠ, αλλά και το πώς θα διαμορφωθεί το εθνικό μείγμα χρηματοδότησης που θα το συμπληρώνει.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η πρόταση της Προέδρου της Επιτροπής Ursula von der Leyen για τη διάθεση τουλάχιστον 10% των μη δεσμευμένων κονδυλίων σε αγροτικές περιοχές. Στις Βρυξέλλες αντιμετωπίζεται ως μηχανισμός εξισορρόπησης, αλλά ταυτόχρονα επαναφέρει το ερώτημα κατά πόσο η επόμενη ΚΑΠ θα διατηρήσει τον χαρακτήρα μιας πλήρως «κοινής» πολιτικής, τη στιγμή που τα εθνικά και περιφερειακά σχέδια εταιρικής σχέσης αφήνουν μεγαλύτερο περιθώριο διαφοροποίησης μεταξύ κρατών-μελών.

Παράλληλα, το Mercosur συνεχίζει να λειτουργεί ως πολιτικός επιταχυντής. Επισήμως, η Επιτροπή παραπέμπει στις ποσοστώσεις, στις ρήτρες προστασίας και στον ενισχυμένο μηχανισμό παρακολούθησης για τα ευαίσθητα αγροτικά προϊόντα. Στις ανεπίσημες συνομιλίες, ωστόσο, η έμφαση μετατοπίζεται στη διαχείριση των εσωτερικών αντιδράσεων. Το νέο ενιαίο αποθεματικό κρίσεων ύψους 6,3 δισ. ευρώ, διπλάσιο από το ισχύον, αναφέρεται συχνά ως στοιχείο καθησυχασμού, χωρίς να συνοδεύεται από σαφή περιγραφή των συνθηκών ενεργοποίησής του. Η πολιτική συζήτηση δεν αφορά τόσο το αν υπάρχουν εργαλεία, όσο το αν αυτά επαρκούν για να απορροφήσουν τις πιέσεις σε συγκεκριμένες χώρες.

Το τρίτο επίπεδο αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο. Η υιοθέτηση του Omnibus της ΚΑΠ, σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις των DG Environment και DG Santé σε φυτοπροστατευτικά και τρόφιμα, παρουσιάζεται στις Βρυξέλλες ως συνέχεια των αιτημάτων που είχαν τεθεί ήδη από τις κινητοποιήσεις του 2023 και του 2024. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, η συζήτηση δεν εστιάζει τόσο στη φιλοσοφία των κανόνων, όσο στη σταθερότητά τους. Αξιωματούχοι παραδέχονται ότι οι συχνές μεταβολές δημιουργούν αβεβαιότητα στον προγραμματισμό των εκμεταλλεύσεων, στοιχείο που επανέρχεται σταθερά στις επαφές με αγροτικές οργανώσεις.

Ιδιαίτερη θέση έχει αποκτήσει το θέμα των λιπασμάτων, το οποίο συχνά περιγράφεται ως ο «μισός τέταρτος άξονας» της συζήτησης. Οι τιμές παραμένουν υψηλότερες από τα επίπεδα του 2020, γεγονός που συνδέεται με το ενεργειακό κόστος και την απεξάρτηση από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία. Η απόφαση να εφαρμοστεί χαμηλός συντελεστής στα λιπάσματα στο πλαίσιο του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM) παρουσιάζεται ως στοχευμένη παρέμβαση για τη συγκράτηση του κόστους. Παράλληλα, έχει ήδη ανοίξει ο φάκελος για σχέδιο δράσης την άνοιξη του 2026, με αναφορές σε ανακυκλωμένα θρεπτικά συστατικά και εναλλακτικές λύσεις παραγωγής.

Η Ελλάδα εμφανίζεται σε αυτές τις συζητήσεις με διαφορετικό τρόπο. Οι αναφορές επικεντρώνονται κυρίως στις καθυστερήσεις πληρωμών και στις διοικητικές δυσλειτουργίες, ζητήματα που κοινοτικοί αξιωματούχοι διαχωρίζουν ρητά από τον διάλογο για το ΠΔΠ, το Mercosur ή το κανονιστικό πλαίσιο. Η διάκριση αυτή επαναλαμβάνεται συστηματικά, ώστε να αποφευχθεί η συγχώνευση εθνικών διοικητικών προβλημάτων με ευρωπαϊκές πολιτικές επιλογές.

Συνολικά, όσα συζητούνται αυτή τη στιγμή στις Βρυξέλλες δεν συνιστούν ακόμη αποφάσεις. Συνθέτουν όμως το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ληφθούν. Η γεωργία αντιμετωπίζεται ταυτόχρονα ως δημοσιονομικό μέγεθος, εμπορικός φάκελος και ρυθμιστικό σύστημα, με τις τεχνικές λεπτομέρειες να αποκτούν σταδιακά πολιτικό βάρος. Το πού θα ισορροπήσουν αυτά τα στοιχεία θα φανεί όχι σε μία ανακοίνωση, αλλά στη διαδρομή των επόμενων μηνών.