Mercosur: Το ελληνικό δίλημμα σε μια αγορά που αλλάζει κανόνες

Και η Ελλάδα; Ανάμεσα στη σιωπή και τον κίνδυνο ενός ακόμη χαμένου τομέα

Η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για ελαιόλαδο δεν συνιστά από μόνη της απειλή για τον κλάδο. Αντιθέτως, ενισχύει τη σημασία του ως αγροδιατροφικού προϊόντος υψηλής αξίας. Το κρίσιμο ερώτημα αφορά τη γεωγραφία της παραγωγής και, κυρίως, τη γεωγραφία της προστιθέμενης αξίας. Καθώς νέες χώρες εισέρχονται δυναμικά στην αγορά με διαφορετικό κόστος, κλίμακα και θεσμικό πλαίσιο, οι όροι του ανταγωνισμού μεταβάλλονται με τρόπο που υπερβαίνει τις παραδοσιακές μεσογειακές ισορροπίες.

Για την Ελλάδα, η εξέλιξη αυτή δεν συνδέεται μόνο με την αγροτική πολιτική, αλλά με τη συνολική της θέση στην ευρωπαϊκή αγροδιατροφική αλυσίδα. Η επιλογή μεταξύ παθητικής προσαρμογής και ενεργής στρατηγικής διαφοροποίησης θα καθορίσει αν το ελαιόλαδο θα παραμείνει εξαγώγιμο προϊόν υψηλής προστιθέμενης αξίας ή αν θα ενσωματωθεί σταδιακά σε μια διεθνοποιημένη αγορά χαμηλότερων αποδόσεων. Πρόκειται, τελικά, για απόφαση οικονομικής πολιτικής με μακροπρόθεσμες συνέπειες, όχι για μια συγκυριακή αγροτική συζήτηση.

Η συζήτηση για τη συμφωνία Mercosur δεν αφορά πλέον μόνο το αν η Ευρώπη θα δεχθεί φθηνότερα αγροτικά προϊόντα από τη Λατινική Αμερική. Για την Ελλάδα, το ερώτημα είναι πιο ωμό και ταυτόχρονα πιο πολιτικό, θα προσαρμοστεί εγκαίρως ή θα αποδεχθεί ακόμη μία συρρίκνωση του πρωτογενούς της τομέα ως «παράπλευρη απώλεια»;

Στον πυρήνα του ζητήματος βρίσκεται μια αλήθεια που σπάνια λέγεται καθαρά. Η Ελλάδα έχει ήδη μετατραπεί σε εισαγωγική χώρα για βασικά αγροτικά προϊόντα, ακόμη και σε τομείς όπου ιστορικά διέθετε αυτάρκεια ή ισχυρή παραγωγική ταυτότητα. Η ζάχαρη είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: η εγχώρια παραγωγή έχει ουσιαστικά εκλείψει και η χώρα καλύπτει τις ανάγκες της μέσω εισαγωγών, φθηνότερων, αλλά πλήρως εξαρτημένων από τις διεθνείς αγορές. Το ίδιο μοντέλο, αν δεν υπάρξει πολιτική αναστροφή, κινδυνεύει να επαναληφθεί και αλλού.

Στο ελαιόλαδο, η εικόνα είναι πιο σύνθετη αλλά όχι λιγότερο ανησυχητική. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα παραμένει παραγωγός χώρα, οι εισαγωγές –νόμιμες ή «τεχνικά βαφτισμένες»– αυξάνονται, είτε για κάλυψη ελλειμμάτων, είτε για ανάμειξη, είτε για εμπορικούς λόγους. Σε ένα περιβάλλον όπου η παγκόσμια προσφορά διευρύνεται από τη Λατινική Αμερική, τη Βόρεια Αφρική και την Ασία, το ελληνικό ελαιόλαδο δεν απειλείται επειδή είναι κατώτερο· απειλείται επειδή παραμένει αδύναμα οργανωμένο, υποτιμολογημένο και στρατηγικά απροστάτευτο.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η Ελλάδα έχει να κερδίσει κάτι αντισταθμιστικά από τη Mercosur. Σε θεωρητικό επίπεδο, ναι. Φθηνότερες εισαγωγές σε προϊόντα που δεν παράγονται πλέον εγχώρια  όπως η ζάχαρη, οι ζωοτροφές ή ορισμένα κρέατα– μειώνουν το κόστος για τη μεταποίηση και την κατανάλωση. Όμως αυτό το όφελος είναι μακροπρόθεσμο και όχι παραγωγικό. Δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας στην ύπαιθρο, δεν ενισχύει την αγροτική προστιθέμενη αξία και δεν θωρακίζει τη διατροφική ασφάλεια της χώρας.

Το ελαιόλαδο εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα περισσότερο ως πολιτισμικό σύμβολο παρά ως στρατηγικό αγροτικό προϊόν. Την ίδια στιγμή, όμως, εκτός Μεσογείου διαμορφώνεται μεθοδικά ένα νέο παραγωγικό τοπίο, ικανό να επηρεάσει τις ισορροπίες της παγκόσμιας αγοράς. Η συζήτηση για τη συμφωνία Mercosur επαναφέρει στο προσκήνιο αυτόν τον μετασχηματισμό, όχι ως θεωρητική απειλή αλλά ως εξελισσόμενη πραγματικότητα.

Η Λατινική Αμερική δεν εμφανίζεται πια απλώς ως εισαγωγέας ή περιφερειακός παίκτης. Σε χώρες όπως η Αργεντινή, η Χιλή και το Περού, η ελαιοκομία αναπτύσσεται με σαφές επενδυτικό και τεχνολογικό πρόσημο. Η Αργεντινή, με σύγχρονους εντατικούς ελαιώνες σε περιοχές όπως San Juan, Mendoza και La Rioja, παρήγαγε το 2024 περίπου 35.000 τόνους ελαιολάδου, αποτελώντας τον βασικό πυλώνα της περιφερειακής παραγωγής. Το Περού, με επίκεντρο την Tacna, προσεγγίζει σε καλές χρονιές τους 10.000 τόνους, ενώ η Χιλή κινείται σταθερά μεταξύ 20.000 και 25.000 τόνων ετησίως.

Mercosur & Ελαιόλαδο

Παραγωγή, κατανάλωση και εμπορικός ρόλος των χωρών Mercosur

Παραγωγή ελαιολάδου (εκτίμηση 2023–2024)

Χώρα Παραγωγή (ΜΤ) Καθεστώς
Αργεντινή 30.000–35.000 Κύριος παραγωγός – εξαγωγικός
Βραζιλία 550–600 Αναδυόμενος παραγωγός
Ουρουγουάη 1.500–2.000 Μικρή αλλά ποιοτική παραγωγή
Παραγουάη ≈0 Μη παραγωγός
Βολιβία ≈0 Μη παραγωγός

Κατανάλωση & εισαγωγές

Χώρα Κατανάλωση (ΜΤ) Ρόλος
Βραζιλία 90.000–100.000 2ος μεγαλύτερος εισαγωγέας παγκοσμίως
Αργεντινή 8.000–10.000 Σχεδόν αυτάρκης
Ουρουγουάη 2.000–3.000 Περιορισμένες εισαγωγές

Όπως προκύπτει η Mercosur δεν αποτελεί σήμερα κυρίαρχη ελαιοκομική δύναμη, αλλά συγκροτεί εμπορικό διάδρομο με δυνατότητα επέκτασης της παραγωγής και ανακατανομής της προστιθέμενης αξίας.

Σημαντικό μέρος αυτών των ποσοτήτων κατευθύνεται στη Βραζιλία, μια αγορά με κατανάλωση 90–100 χιλιάδων τόνων ελαιολάδου τον χρόνο. Παρότι η εγχώρια παραγωγή της Βραζιλίας παραμένει περιορισμένη (περίπου 550–600 τόνοι), αυξάνεται σταθερά, εστιάζοντας σε εξαιρετικά παρθένα έλαια υψηλής ποιότητας. Οι φυτεύσεις επεκτείνονται σε περιοχές όπως το Rio Grande do Sul και το Minas Gerais, με προσεκτική επιλογή εδαφών λόγω της οξύτητας που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της χώρας.

Συνολικά, από το Περού έως την Αργεντινή, η παραγωγή ελαιολάδου στη Λατινική Αμερική υπολογίζεται σήμερα σε 70–75 χιλιάδες τόνους, με σαφή αυξητική τάση τόσο στις φυτεύσεις όσο και στην τεχνολογική αναβάθμιση. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι απομονωμένο. Παράλληλες επεκτάσεις ελαιώνων καταγράφονται στη Βόρεια Αφρική, στη Μέση Ανατολή, αλλά και σε χώρες όπως το Πακιστάν και η Κίνα, διαμορφώνοντας ένα πολυκεντρικό μοντέλο παραγωγής.

Οι ποικιλίες που κυριαρχούν στη Λατινική Αμερική είναι κυρίως μεσογειακής προέλευσης: Arbequina, Picual, Frantoio, Manzanilla, αλλά και η Κορωνέικη, η οποία καλλιεργείται πλέον εκτός Ελλάδας σε πολλές ηπείρους. Η διεθνοποίηση του γενετικού υλικού συνοδεύεται από επενδύσεις σε σύγχρονες μονάδες άλεσης και εμφιάλωσης, με στόχο όχι απλώς τον όγκο, αλλά τη σταθερή ποιότητα.

Σε αυτό το περιβάλλον, οι ισπανικές επιχειρήσεις ελαιολάδου κινούνται προληπτικά. Μεγάλες συνεταιριστικές και ιδιωτικές εταιρείες, όπως η Dcoop και η Acesur, επεκτείνουν την παρουσία τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, επενδύοντας σε γη και μονάδες εμφιάλωσης στην Καλιφόρνια. Στόχος είναι η διασφάλιση της πρόσβασης στην αγορά και η μείωση της έκθεσης σε εμπορικούς δασμούς, ενώ παράλληλα ενισχύονται –συχνά χωρίς μεγάλη δημοσιότητα– επενδύσεις στη Χιλή και την Αργεντινή.

Η συμφωνία Mercosur, εφόσον εφαρμοστεί πλήρως, ενδέχεται να λειτουργήσει ως αγροδιαδρομή χαμηλότερου κόστους για προϊόντα ομοειδή με τα ευρωπαϊκά, συμπεριλαμβανομένου του ελαιολάδου. Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τον ανταγωνισμό τιμών, αλλά τη σταδιακή ανακατανομή της παραγωγής σε περιοχές με διαφορετικά ρυθμιστικά και περιβαλλοντικά πλαίσια. Για την Ευρώπη, και ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα, το ερώτημα δεν είναι αν θα αυξηθεί η παγκόσμια προσφορά, αλλά αν υπάρχει σαφής στρατηγική ώστε το ευρωπαϊκό ελαιόλαδο να παραμείνει αναγνωρίσιμο, διαφοροποιημένο και οικονομικά βιώσιμο.