Κλιματική αλλαγή: Απειλεί την παγκόσμια οικονομία

Ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία μπορεί να μην αποτυπώνεται ακόμη στις αγορές, αλλά σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα θα είναι καθοριστικός

Η κλιματική αλλαγή ενδέχεται να οδηγήσει σε ένα ντόμινο οικονομικών εξελίξεων στις αγορές, την ώρα που παρατηρείται μια τάση των επενδυτών για ρίσκο. Σύμφωνα με το αμερικανικό δίκτυο CNBC, αυξάνονται εκείνοι που εκφράζουν τις ανησυχίες τους πως οι σημερινές αποδόσεις των ομολόγων δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως τον επικείμενο αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής και στις χώρες και στις επιχειρήσεις.

Οι επενδυτές κινούνται με τη λογική του «εδώ και τώρα». Αυτό σημαίνει πως δεν εκτιμούν πλήρως τους κλιματικούς κινδύνους επειδή, όπως δήλωσε ο ανώτερος Ευρωπαίος οικονομολόγος στο Jefferies Marchel Alexandrovich, δεν αντιλαμβάνονται την αργή επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία.

Έρευνα του μεγαλύτερου εξαγωγέα της Ευρώπης, της Γερμανίας, κατέδειξε πως το 2020 οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις εξαγωγές θα μπορούσαν να πλήξουν το ίδιο άσχημα τη γερμανική οικονομία όσο και οι κίνδυνοι στο εσωτερικό της χώρας. Και σημειώνεται ότι τα γερμανικά ομόλογα θεωρούνται τα ασφαλέστερα στον κόσμο.

«Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό αντανακλάται στο παρόν» δηλώνει στο αμερικανικό δίκτυο ο Bryn Jones του Rathbones. «Ωστόσο, έχει μια αυξητική τάση. Η πρόσφατη υποβάθμιση από οίκους αξιολόγησης μερικών πετρελαϊκών εταιρειών λόγω του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος είναι μια ένδειξη για τους κινδύνους που γεννιόνται» προσθέτει.

Στροφή στις «πράσινες» επενδύσεις

Πάντως, υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια αυξανόμενη στροφή σε αυτό που ονομάζουμε «πράσινες» επενδύσεις. Ενδεικτική είναι η στροφή των επιχειρήσεων στην επενδυτική φιλοσοφία ESG (Environmental, Social, corporate Governance), φιλοσοφία που αναπτύχθηκε κυρίως μέσα στην πανδημία.

Επιπρόσθετα, και οι κεντρικές τράπεζες στρέφουν την προσοχή τους στην κλιματική αλλαγή. Το CNBC φέρνει το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που αναζητεί τρόπους στην αλλαγή των πολιτικών της ώστε να είναι αποτελεσματική στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με τον Zacharias Sautner, καθηγητή Οικονομικών στο Οικονομικό Τμήμα της Φρανκφούρτης, η ΕΚΤ ανανέωσε την πολιτική της και σε συνεργασία με τις χώρες-μέλη της ευρωζώνης έχει θέσει συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς στόχους, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει «μια πλήρη αντανάκλαση των κλιματολογικών κινδύνων στις αγορές».

Ολοένα και περισσότερο, οι κυβερνήσεις ανακοινώνουν στόχους για μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν δεσμεύτηκε να μηδενίσει το αποτύπωμα άνθρακα στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας του μέχρι το 2035.

Τέτοιου είδους κυβερνητικές πολιτικές έχουν αντίκτυπο και στις επιχειρήσεις οι οποίες είτε θα αφανιστούν είτε θα επιλέξουν να ανανεωθούν μέσω της πράσινης μετάβασης. Ωστόσο, το να υποχρεώνεις τις επιχειρήσεις να αλλάξουν τον τρόπο που επιχειρούν, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια απότομη αλλαγή της αγοράς.

«Τεράστιες ποσότητες κάρβουνου, πετρελαίου και φυσικού αερίου ενδέχεται να μείνουν αχρησιμοποίητες μέχρι το 2050, προκειμένου να πιαστεί ο στόχος του μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα» δηλώνει ο Sautner μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη Διάσκεψη του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή. «Αυτό συνεπάγεται τεράστια κόστη για τις εταιρείες, αλλά και για τα κράτη που βασίζονται σε αυτά τα αποθέματα (καυσίμων), λόγω της μείωσης της φορολογίας, της μεγαλύτερης ανεργίας κλπ» πρόσθεσε.

Κατά συνέπεια, οι κλιματικοί κίνδυνοι θα μπορούσαν να μεταφραστούν και σε υψηλότερες αποδόσεις κρατικών ομολόγων. Οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Αυστραλία, η Κίνα και η Ινδία είναι μεταξύ των κρατών που διαθέτουν τα μεγαλύτερα αποθεματικά τέτοιων πηγών.

Στο ερώτημα αν μια φιλική προς το περιβάλλον οικονομία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κρίση χρέους, ο Alexandrovich εκτιμά: «Δεν θεωρώ ότι από μόνες τους οι περιβαλλοντικές πολιτικές θα προκαλούσαν μια κρίση στην ισχυρή αγορά ομολόγων. Ωστόσο, θα υπάρξουν διαφοροποιήσεις στο κατά πόσο η κάθε χώρα ξεχωριστά θα μείνε εκτεθειμένη στην κλιματική αλλαγή και το εύρος της ζημίας που θα μπορούσε να δημιουργήσει στον ρυθμό ανάπτυξης ή την αναλογία του χρέους σε σχέση με το εγχώριο ΑΕΠ».

Για παράδειγμα, η Ολλανδία είναι μια χώρα που έχει χτιστεί κάτω από το επίπεδο της θάλασσας, γεγονός που την καθιστά εξαιρετικά ευάλωτη στην άνοδο της στάθμης των υδάτων λόγω της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο της Notre Dame, ΗΠΑ, Ινδία, Σαουδική Αραβία και Λουξεμβούργο είναι μεταξύ των πιο ευάλωτων κρατών στην κλιματική αλλαγή.

Οι ειδικοί από την πλευρά τους, προειδοποιούν ότι με το που οι τιμές των ομολόγων φτάσουν να αντανακλούν πλήρως τους κλιματικούς κινδύνους, οι αποδόσεις ενδεχομένως γίνουν πολύ υψηλότερες και τα συγκεκριμένα κράτη δυσκολευτούν να ξαναβρούν την ισορροπία τους. «Δεν αναμένω μια ξαφνική κρίση χρέους στα ισχυρά ομόλογα λόγω της κλιματικής αλλαγής, αλλά σίγουρα τα επόμενα χρόνια θα υπάρξουν ουσιαστικές επιπτώσεις στα κράτη που δεν θα λάβουν δράση» πρόσθεσε.

Τέλος, καταλήγει: «Γνωρίζουμε από την έρευνα, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου ότι οι κλιματικοί κίνδυνοι αποτυπώνονται με αυξητικό ρυθμό στις οικονομικές αγορές και δεν αποτελούν εξαίρεση οι αγορές ομολόγων. Ωστόσο πιστεύω ότι δεν έχουμε ακόμα δει την πλήρη αντανάκλασή τους».

ΠΗΓΗ