Κομισιόν: Δεν υπάρχουν περιορισμοί στην παραγωγή μοσχαρίσιου κρέατος

Ο τομέας αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα κερδοφορίας, τα οποία αναγκάζουν τους κτηνοτρόφους είτε να μειώσουν τις εκμεταλλεύσεις τους είτε να στραφούν σε άλλες.

Τον Σεπτέμβριο του 2025, η Ευρωβουλευτής Αφροδίτη Λατινοπούλου (PfE) κατέθεσε γραπτή ερώτηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Ε-003412/2025), εκφράζοντας ανησυχίες σχετικά με τη συνεχή αύξηση της τιμής του μοσχαρίσιου κρέατος. Η ερώτηση έθετε ως βασική αιτία τους αυστηρούς περιορισμούς που φέρεται να έχουν επιβληθεί με το πρόσχημα της μείωσης των εκπομπών μεθανίου από τις αγελάδες, υποστηρίζοντας ότι οι εν λόγω πολιτικές πλήττουν την ευρωπαϊκή κτηνοτροφία και τους καταναλωτές, ενώ ευνοούν τις εισαγωγές από τρίτες χώρες.

Στην απάντησή του, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο κ. Hansen διασαφήνισε τη θέση της ΕΕ, διαψεύδοντας τους ισχυρισμούς περί περιοριστικών μέτρων.

Η συνεχής αύξηση της τιμής του μοσχαρίσιου κρέατος έχει συνδεθεί με ισχυρισμούς περί αυστηρών περιορισμών που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση με σκοπό τη μείωση της παραγωγής μεθανίου από τα βοοειδή. Σε γραπτή της απάντηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαψεύδει ρητά την ύπαρξη οποιασδήποτε πολιτικής που να περιορίζει άμεσα τις εκπομπές μεθανίου από τα βοοειδή ή να περιορίζει την παραγωγή βοείου κρέατος στην ΕΕ. Η Κομισιόν τονίζει ότι η όποια μείωση παρατηρείται στον κλάδο οφείλεται σε διαρθρωτικούς παράγοντες της αγοράς και όχι σε περιοριστικά μέτρα.

Οι εκπομπές από τη γεωργία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από τα βοοειδή, εντάσσονται στον Κανονισμό για τον Επιμερισμό των Προσπαθειών ($\text{Effort Sharing Regulation}$). Αυτό το πλαίσιο καλύπτει ένα ευρύ φάσμα τομέων, όπως οι εγχώριες μεταφορές, τα κτίρια, οι μικρές βιομηχανίες και τα απόβλητα, θέτοντας έναν ενιαίο στόχο για τη μείωση όλων αυτών των εκπομπών κατά 40% έως το 2030 σε επίπεδο Ένωσης, σε σύγκριση με το 2005. Ο στόχος αυτός μεταφράζεται σε διαφοροποιημένους στόχους ανά κράτος μέλος, τα οποία έχουν την ευελιξία να σχεδιάσουν τις δράσεις τους για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και να αποφασίσουν τη σχετική συμβολή του κάθε τομέα στον εθνικό στόχο. Επομένως, η Επιτροπή ξεκαθαρίζει ότι δεν υφίσταται κανένας ειδικός περιορισμός που να στοχεύει αποκλειστικά την παραγωγή βοείου κρέατος.

Η Επιτροπή εξηγεί ότι η μείωση της παραγωγής οφείλεται κυρίως σε δύο διακριτούς, αλλά αλληλένδετους, λόγους. Πρώτον, η αύξηση της παραγωγικότητας και οι γενετικές βελτιώσεις στον γαλακτοκομικό τομέα επιτρέπουν την αύξηση της παραγωγής γάλακτος με τη χρήση λιγότερων ζώων. Αυτό έχει ως άμεση συνέπεια τη μείωση της διαθεσιμότητας βοοειδών για την παραγωγή κρέατος. Δεύτερον, ο τομέας του βοείου κρέατος αντιμετωπίζει προβλήματα κερδοφορίας, μία κατάσταση που επιδεινώνεται από το αυξανόμενο κόστος παραγωγής. Η έλλειψη κερδοφορίας ωθεί τους κτηνοτρόφους είτε να μειώσουν τον αριθμό των εκμεταλλεύσεων είτε να στραφούν σε άλλες δραστηριότητες, όπως η παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, επηρεάζοντας περαιτέρω την προσφορά βοείου κρέατος.

Αντί να επιβάλλει περιορισμούς, η ΕΕ επιβεβαιώνει ότι στηρίζει ενεργά τον τομέα του βοείου κρέατος μέσω της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής ($\text{ΚΓΠ}$), χρησιμοποιώντας κυρίως τη συνδεδεμένη εισοδηματική στήριξη. Αυτή η μορφή ενίσχυσης εστιάζει ειδικά σε τομείς που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, με στόχο τη διατήρηση της παραγωγής. Επιπλέον, στις προτάσεις της για την επόμενη προγραμματική περίοδο μετά το 2027, η Επιτροπή έχει προτείνει την αύξηση του ανώτατου ορίου για τη συνδεδεμένη στήριξη στο 20%, με τη δυνατότητα πρόσθετης αύξησης κατά 5% εφόσον κριθεί αναγκαίο από τα κράτη μέλη.