Ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εντάσσονται στη βιολογική γεωργία αυξήθηκε κατά 12% την τελευταία διετία.
Της Αναστασίας Ν. Σαρχόσογλου
Γεωπόνος Επιστήμης Τροφίμων MSc, Med
Πρόεδρος Παραρτήματος Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης εισέρχεται σε μία νέα φάση αναδιάρθρωσης και μετασχηματισμού. Παρότι δεν έχει τεθεί επίσημα στο τραπέζι πρόταση πλήρους συγχώνευσης των δύο πυλώνων της —των άμεσων ενισχύσεων και των μέτρων αγροτικής ανάπτυξης— οι τάσεις για μεγαλύτερη ενοποίηση είναι πλέον ορατές. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα καλείται να προσαρμοστεί σε ένα πιο απαιτητικό, αλλά και γεμάτο ευκαιρίες περιβάλλον, όπου η βιωσιμότητα, η καινοτομία και η αποτελεσματικότητα θα καθορίσουν το μέλλον του αγροτικού τομέα. Το κείμενο που ακολουθεί αναλύει τις προκλήσεις, τις ευκαιρίες και τις στρατηγικές που απαιτούνται για να μετατραπεί η νέα ΚΑΠ σε μοχλό ανάπτυξης για την ελληνική γεωργία.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε διαχρονικά ο βασικός μηχανισμός στήριξης της γεωργίας και της αγροτικής ανάπτυξης. Για την Ελλάδα, οι άμεσες ενισχύσεις του 1ου Πυλώνα αποτέλεσαν κρίσιμη πηγή στήριξης, ειδικά για τις μικρές και οικογενειακές εκμεταλλεύσεις. Σήμερα, η προοπτική ενοποίησης των δύο Πυλώνων της ΚΑΠ σε έναν ενιαίο μηχανισμό χρηματοδότησης δημιουργεί ένα νέο τοπίο. Η Ελλάδα, στην τρέχουσα προγραμματική περίοδο 2023–2027, λαμβάνει συνολικά περίπου 19,3 δισ. ευρώ από την ΚΑΠ, εκ των οποίων περίπου 14,5 δισ. ευρώ αφορούν άμεσες ενισχύσεις και 4,8 δισ. ευρώ προορίζονται για μέτρα αγροτικής ανάπτυξης. Οι άμεσες ενισχύσεις κατανέμονται σε περίπου 660.000 δικαιούχους, με το 80% των κονδυλίων να πηγαίνει στο 20% των εκμεταλλεύσεων, γεγονός που αναδεικνύει τη μεγάλη συγκέντρωση πόρων σε μεγαλύτερες μονάδες. Παράλληλα, τα μέτρα του 2ου Πυλώνα έχουν χρηματοδοτήσει δράσεις όπως επενδύσεις σε αγροτικές υποδομές, βιολογική γεωργία, στήριξη νέων αγροτών και τοπικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες.
Η μετάβαση σε ένα νέο σύστημα, όπου οι πόροι δεν θα διαχωρίζονται πλέον αυστηρά μεταξύ άμεσων ενισχύσεων και αγροτικής ανάπτυξης, απαιτεί ριζική αναδιάρθρωση τόσο των πολιτικών στήριξης όσο και του τρόπου λειτουργίας του αγροτικού τομέα. Κάθε κράτος μέλος καλείται να αποδείξει ότι οι επενδύσεις του υπηρετούν τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης: την πράσινη μετάβαση, την προστασία της βιοποικιλότητας, τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030 και την αύξηση της βιολογικής καλλιέργειας στο 25% της γεωργικής γης. Η νέα αρχιτεκτονική της ΚΑΠ απαιτεί επίσης να διασφαλίζεται ότι τουλάχιστον το 25% των άμεσων ενισχύσεων θα κατευθύνεται σε οικολογικά προγράμματα (eco-schemes), που ενισχύουν φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές και το 10% της γεωργικής γης θα αφιερώνεται σε δράσεις υπέρ της βιοποικιλότητας.
Για την Ελλάδα, η μετάβαση στο νέο μοντέλο της ΚΑΠ φέρνει τόσο θετικές όσο και αρνητικές προοπτικές. Από τη μία πλευρά, προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία στη διαχείριση των πόρων και τη δυνατότητα στοχευμένων παρεμβάσεων που μπορούν να ενισχύσουν περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές δράσεις, όπως ο αγροτουρισμός και η αγροτική μεταποίηση. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στην υποστήριξη νεότερων και καινοτόμων παραγωγών, στοιχείο κρίσιμο για την ανανέωση του αγροτικού πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ο κίνδυνος μείωσης των άμεσων ενισχύσεων εάν η χώρα δεν προσαρμοστεί αποτελεσματικά στα νέα κριτήρια, ενώ απαιτείται πιο σύνθετος σχεδιασμός και αυξημένη διαχειριστική ικανότητα. Η Ελλάδα κινδυνεύει επίσης να χάσει κοινοτικούς πόρους αν δεν ανταποκριθεί στις ενισχυμένες περιβαλλοντικές και διοικητικές απαιτήσεις, καθώς το νέο πλαίσιο συνοδεύεται από υψηλές ανάγκες συμμόρφωσης και ελέγχου.
Η πρόκληση είναι ιδιαίτερα έντονη λόγω της δομής της γεωργίας της. Το μέσο μέγεθος αγροτικής εκμετάλλευσης είναι περίπου 6,8 εκτάρια, σημαντικά μικρότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 16,6 εκταρίων. Η μικρή κλίμακα της παραγωγής, η ηλικιακή γήρανση του αγροτικού πληθυσμού και τα χαμηλά επίπεδα ψηφιοποίησης εντείνουν τις δυσκολίες προσαρμογής στο νέο περιβάλλον. Από την άλλη πλευρά, το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας, η ποικιλομορφία των καλλιεργειών και η παράδοση σε προϊόντα υψηλής ποιότητας προσφέρουν συγκριτικά πλεονεκτήματα που μπορούν να αξιοποιηθούν στρατηγικά.
Η μετάβαση στο νέο μοντέλο φέρνει συγκεκριμένες επιπτώσεις για την Ελλάδα. Πρώτον, η προσαρμογή στις νέες περιβαλλοντικές απαιτήσεις καθίσταται κρίσιμη. Η μικρής κλίμακας παραγωγή που χαρακτηρίζει το 80% των ελληνικών εκμεταλλεύσεων δυσκολεύεται να ενσωματώσει πρακτικές όπως η βιολογική καλλιέργεια ή η μείωση του αποτυπώματος άνθρακα, πρακτικές όμως που θα καθορίσουν την επιλεξιμότητα για ενισχύσεις. Ο κίνδυνος απώλειας κοινοτικών πόρων είναι υπαρκτός, καθώς η Ελλάδα καταγράφεται στις χαμηλότερες θέσεις του ευρωπαϊκού δείκτη ψηφιακής ετοιμότητας στον αγροτικό τομέα. Η διοικητική πολυπλοκότητα και οι χρονοβόρες διαδικασίες αποτελούν πρόσθετα εμπόδια που μπορεί να δυσχεράνουν την απορρόφηση κονδυλίων.
Παράλληλα, το νέο πλαίσιο γεννά σημαντικές ευκαιρίες. Η έμφαση στην ποιοτική, διαφοροποιημένη και βιώσιμη παραγωγή ευνοεί την Ελλάδα, που διαθέτει ισχυρή παράδοση σε προϊόντα ΠΟΠ και ΠΓΕ. Ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εντάσσονται στη βιολογική γεωργία αυξήθηκε κατά 12% την τελευταία διετία, καταδεικνύοντας ότι υπάρχει έδαφος για περαιτέρω ανάπτυξη. Επιπλέον, η στήριξη της νεανικής επιχειρηματικότητας μέσω της νέας ΚΑΠ μπορεί να αναστρέψει τη σημερινή εικόνα γήρανσης του αγροτικού πληθυσμού, με προγράμματα που προσφέρουν ενισχύσεις έως και 40.000 ευρώ για νέους αγρότες. Τέλος, η προώθηση συνεργατικών σχημάτων παραγωγών, που σήμερα αφορά μόνο το 9% των Ελλήνων αγροτών έναντι 30% στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανασυγκρότησης και ενδυνάμωσης της αγροτικής οικονομίας.
Για να μπορέσει η Ελλάδα να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της νέας ΚΑΠ και να διασφαλίσει την πλήρη απορρόφηση των πόρων, απαιτείται ένα συνεκτικό και τολμηρό σχέδιο δράσης. Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται σαφής σχεδιασμός και ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο πρέπει να επικεντρώνεται σε πράσινες και καινοτόμες δράσεις με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους, αποφεύγοντας τον κατακερματισμό των πόρων σε αποσπασματικές πρωτοβουλίες. Παράλληλα, πρέπει να επενδυθεί μαζικά στην εκπαίδευση και τη συμβουλευτική υποστήριξη των αγροτών, μέσα από σύγχρονες δομές κατάρτισης, δίκτυα γεωργικών συμβούλων και ψηφιακές πλατφόρμες ενημέρωσης και καθοδήγησης.
Η απλούστευση των διαδικασιών αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για την επιτυχία. Η πλήρης ψηφιοποίηση της διαχείρισης των προγραμμάτων, η ενοποίηση των ελέγχων και η δημιουργία μιας ενιαίας θυρίδας εξυπηρέτησης για τους παραγωγούς θα μειώσουν τη γραφειοκρατία και θα επιταχύνουν την απορρόφηση των κονδυλίων. Παράλληλα, η ενίσχυση της συλλογικότητας και των τοπικών συνεργασιών πρέπει να γίνει θεσμικός στόχος, ώστε οι μικρές εκμεταλλεύσεις να μπορέσουν να κερδίσουν από οικονομίες κλίμακας και συνέργειες.
Τέλος, κεντρική θέση στο νέο αναπτυξιακό μοντέλο πρέπει να έχει η στήριξη της νεανικής και μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Μέσα από στοχευμένα προγράμματα κινήτρων, μικροχρηματοδοτήσεις και δράσεις ενίσχυσης νεοφυών αγροτικών επιχειρήσεων, μπορεί να δημιουργηθεί ένα νέο, δυναμικό αγροτικό επιχειρηματικό οικοσύστημα βασισμένο στη βιώσιμη και καινοτόμο παραγωγή.
Η συγχώνευση των δύο Πυλώνων της ΚΑΠ σε έναν ενιαίο μηχανισμό δεν αποτελεί απειλή. Αντίθετα, είναι μια μοναδική ευκαιρία για την αναγέννηση του ελληνικού αγροτικού χώρου. Με έγκαιρο σχεδιασμό, αποφασιστικότητα και στρατηγική δράση, η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει τις νέες απαιτήσεις σε μοχλό προόδου και να αναδείξει έναν αγροτικό τομέα βιώσιμο, ανταγωνιστικό και καινοτόμο για τις επόμενες γενιές. Με έγκαιρο σχεδιασμό, αποφασιστικότητα και στρατηγική δράση, η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει τις νέες απαιτήσεις σε μοχλό προόδου και να διαμορφώσει έναν αγροτικό τομέα βιώσιμο, ανταγωνιστικό και καινοτόμο – έναν αγροτικό τομέα αντάξιο των προκλήσεων και των ευκαιριών της εποχής μας.