Πώς είναι δυνατόν να παράγουμε μέσα σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας;

Η βιώσιμη γεωργία παράγει τροφή και εξασφαλίζει το παρόν. Το γνωμικό «κάθε πέρσι και καλύτερα» εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πορεία του ελλείμματος στο αγροτικό ισοζύγιο της χώρας μας με τις χώρες της Ε.Ε. Αν μια εγχώρια βιομηχανία, όπως η αγροτική, δυσκολεύεται να επιβιώσει σε ένα ανταγωνιστικό, παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον με χαμηλές τιμές, δίδονται οικονομικές ενισχύσεις για να διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα οι τιμές σε ορισμένα βασικά αγαθά και είδη πρώτης ανάγκης, καθώς και για να υποστηριχθούν οι επιχειρήσεις, να ενισχυθεί το εισόδημα όσων παράγουν προϊόντα κρίσιμης, στρατηγικής σημασίας, αλλά και για να διατηρηθούν υψηλά επίπεδα απασχόλησης.

Παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης CAP 2014-2020, όπου προβλέπονται επιδοτήσεις για τους αγρότες, ώστε να μπορούν να πωλούν τα προϊόντα τους σε χαμηλότερες τιμές και, επιπλέον, να εξακολουθούν να έχουν κάποιο περιθώριο κέρδους. Οι επιδοτήσεις, που μπορεί να έχουν τη μορφή φοροελαφρύνσεων ή χρηματικών συνεισφορών (εξισωτική αποζημίωση, νιτρορύπανση, ΕΦΚ πετρελαίου, κ.ά.), προορίζονται συνήθως για εκμεταλλεύσεις που βρίσκονται σε ύφεση και χρειάζονται ώθηση στην εγχώρια αγορά. Οι επιδοτήσεις προκαλούν υψηλότερη ζήτηση για ένα αγαθό ή μια υπηρεσία εξαιτίας της μειωμένης τιμής, όπως γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Το αποτέλεσμα των επιδοτήσεων είναι η μείωση της ανταγωνιστικότητας των ξένων βιομηχανιών, αφού, ακόμα κι αν παράγουν ένα συγκεκριμένο προϊόν πιο φτηνά και πιο αποτελεσματικά, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τιμές οι οποίες θα ήταν ζημιογόνες χωρίς τις επιδοτήσεις.

Ο αγροτικός τομέας είναι σημαντικός για δύο λόγους: Πρώτον, αποτελεί ιστορικά την πρώτη παραγωγική δραστηριότητα του ανθρώπου. Δεύτερον, ευθύνεται για την παραγωγή προϊόντων που καλύπτουν βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Η σημασία του αγροτικού τομέα έχει περιοριστεί αρκετά. Παρότι το συνολικό αγροτικό προϊόν αυξάνεται, τόσο το μερίδιό του στο συνολικό προϊόν όσο και η απασχόληση μειώνονται. Συγκεκριμένα, στη χώρα μας, ενώ το 1965 το αγροτικό προϊόν αποτελούσε το 22,2% του ΑΕΠ, το 1995 αποτελούσε μόνο το 11,7%. Αντίστοιχα, το 1960 απασχολούνταν περίπου 2.000.000 άνθρωποι στον αγροτικό τομέα, ενώ το 1994 απασχολούνταν μόνο 788.000. Αυτή η εξέλιξη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις ιδιαιτερότητες της ζήτησης των αγροτικών προϊόντων.

Πώς είναι δυνατόν να παράγουμε μέσα σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας; Καθώς η αγροτική παραγωγή εξαρτάται από αστάθμητους παράγοντες, κλιματικούς, βιολογικούς –σήμερα και από φορολογικούς, που εισάγουν έναν σημαντικό βαθμό επισφάλειας και κάνουν ιδιαίτερα πιθανές τις διακυμάνσεις στην προσφορά, στις τιμές και στο αγροτικό εισόδημα, ο πιο απλός και αφελής τρόπος για να ενισχύσει κάποιος τις προσδοκίες των αγροτών μας είναι να υποστηρίξει πως με έναν μαγικό τρόπο οι τιμές δεν θα μεταβληθούν, ο καιρός θα παραμείνει αίθριος, το φορολογικό σύστημα θα παραμείνει σταθερό, οι εταιρείες δεν θα ανεβάζουν τις τιμές στα προϊόντα τους ή θα τις διατηρήσουν σταθερές, κ.ο.κ.

Το βασικό είναι, όμως, όπως πολλοί δεν γνωρίζουν, ότι η εξάρτηση της τρέχουσας παραγωγής από την περασμένη παραγωγή δείχνει την υστέρηση που παρουσιάζει η προσφορά αγροτικών προϊόντων (σιτάρι / εμπάργκο, καλαμπόκια από Βουλγαρία, πατάτες από Αίγυπτο, και ένα σωρό άλλα). Όταν, εξαιτίας μιας διαταραχής, η προσφορά θα αυξηθεί ή θα μειωθεί, αυτή η μεταβολή θα έχει επιπτώσεις στην προσφορά για δύο καλλιεργητικές περιόδους ακόμα, που σημαίνει ότι η επαναφορά στα κανονικά επίπεδα θα αργήσει να πραγματοποιηθεί.

 Γ.Μπακολας