Λίπασμα: Δασμοί πόλεμοι και μια έκρηξη τιμών με ρίζες στη Μέση Ανατολή

Όταν η ουρία γίνεται στρατηγικό όπλο η αθέατη ενεργοποίηση μιας παγκόσμιας κρίσης λιπασμάτων

Η γεωπολιτική αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή ρίχνει βαριά σκιά στην παγκόσμια αγορά λιπασμάτων, μετατρέποντας μια άλλοτε τεχνική αγορά εισροών σε πεδίο στρατηγικών συγκρούσεων και οικονομικής ανασφάλειας. Η περιοχή αντιπροσωπεύει το 20% της παγκόσμιας παραγωγής λιπασμάτων, με τη ουρία — βασικό αζωτούχο λίπασμα — να κυριαρχεί. Το 46% της παγκόσμιας εμπορικής ροής ουρίας προήλθε το 2023 από χώρες της Μέσης Ανατολής, με κορυφαίους εξαγωγείς την Αίγυπτο (5,1 εκατ. τόνους), το Κατάρ (5,4 Mt), το Ιράν (4,8 Mt) και τη Σαουδική Αραβία (4,2 Mt)

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η κατάσταση επιδεινώνεται από τις πρόσφατες εμπορικές αποφάσεις της Κομισιόν. Από την 1η Ιουλίου 2025, οι εισαγωγές αζωτούχων λιπασμάτων από Ρωσία και Λευκορωσία (με κωδικό HS 3102, δηλαδή ουρία, UAN, CAN, AN και AS) θα επιβαρύνονται με δασμό €40-45/τόνο, με στόχο να φτάσει τα €315/τόνο έως τα μέσα του 2028.   

Οι επιπτώσεις είναι ήδη ορατές. Οι εισαγωγές αζωτούχων λιπασμάτων αυξήθηκαν κατά 20% το πρώτο τετράμηνο του 2025 σε σύγκριση με πέρυσι, καθώς οι έμποροι προχώρησαν σε προληπτική αποθεματοποίηση, εν αναμονή αύξησης τιμών. Η Ρωσία εξακολουθεί να καλύπτει το 29-30% των συνολικών εισαγωγών ουρίας στην Ε.Ε., με την Αίγυπτο να την ξεπερνά ελαφρώς (32%), γεγονός που καταδεικνύει τη στρατηγική σημασία των δύο αυτών χωρών

Καθώς η Ερυθρά Θάλασσα γίνεται ασταθής εμπορικός διάδρομος και η ναυσιπλοΐα στον Περσικό κόλπο τίθεται υπό απειλή, οι δίαυλοι διανομής φθίνουν, η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές περιορίζεται, και η ναυτιλιακή ασφάλιση ανεβαίνει έως και 400% σε ορισμένα σημεία διέλευσης. Η Ευρώπη, η οποία εισάγει το 65-70% των αζωτούχων λιπασμάτων που καταναλώνει, βλέπει την ήδη εύθραυστη αγορά της να απειλείται από μια νέα κρίση εφοδιασμού.

Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι ακόμη πιο εύθραυστη. Η χώρα εισάγει πάνω από το 85% των λιπασμάτων που καταναλώνει, με κυρίαρχο το άζωτο (κυρίως σε μορφή ουρίας και UAN). Σύμφωνα με στοιχεία του Παρατηρητηρίου, το 2023 η συνολική εισαγόμενη ποσότητα λιπασμάτων αζώτου ξεπέρασε τους 540.000 τόνους, με κυριότερους προμηθευτές την Αίγυπτο, τη Ρωσία και την Ολλανδία. Οι εισαγωγές ουρίας μόνο για το έτος 2023 υπολογίζονται σε περίπου 270.000 τόνους, με μέση τιμή CIF στα 412 ευρώ/τόνο, ενώ το 2024 η μέση τιμή έπεσε προσωρινά στα 340 €/τόνο, πριν επιστρέψει ανοδικά στα 378 €/τόνο τον Απρίλιο του 2025.

Η εγχώρια κατανάλωση λιπασμάτων μειώθηκε κατά 7,3% το 2024, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους και της μειωμένης αγοραστικής δυνατότητας των παραγωγών, ενώ το 2025 η τάση δείχνει περαιτέρω υποχώρηση έως 10%, κυρίως στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τις νησιωτικές ζώνες με υψηλό κόστος μεταφοράς.

Αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στις αποδόσεις καλλιεργειών, ιδίως στο σιτάρι και στο βαμβάκι. Εκτιμάται ότι η υπολίπανση έχει οδηγήσει σε απώλειες παραγωγής 8-12% σε σκληρό σιτάρι σε πεδινές περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας, με πτωτική τάση και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, κυρίως στην πρωτεΐνη.

Οι ελληνικές αγροτικές οργανώσεις, όπως ο Σύνδεσμος Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων καθως  και αγρότες , προειδοποιούν για επικείμενες ελλείψεις σε βασικά προϊόντα, εάν οι τάσεις τιμών και προσφοράς διατηρηθούν. Παράλληλα, ζητούν από την πολιτεία την επανεκκίνηση κινήτρων για την ανακύκλωση κοπριάς, την επιδότηση οργανικών σκευασμάτων και την ενίσχυση μικρών εγχώριων παραγωγών λιπασμάτων, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από το εξωτερικό.

Για τους αγρότες, η επόμενη καλλιεργητική περίοδος ίσως είναι η πιο κρίσιμη της δεκαετίας. Ήδη σε περιοχές της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, όπου παρατηρούνται ξηροθερμικές συνθήκες, έχουν καταγραφεί μειώσεις έως και 20% στην εφαρμογή λιπασμάτων, με άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα σιταριού και την περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη. Οι εκπρόσωποι της αγροτικής βιομηχανίας προειδοποιούν η Ευρώπη κινδυνεύει να μετατραπεί από εξαγωγέας σε εισαγωγέα σκληρού σίτου κατά τα επόμενα δύο χρόνια.

Την ίδια στιγμή, το 93% των ευρωπαίων αγροτών δηλώνει ανασφαλές για την προμήθεια λιπασμάτων το 2026, σύμφωνα με έρευνα του Fertilisers Europe, ενώ μόλις το 12% δηλώνει ότι θα μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες του με οργανικά σκευάσματα ή κοπριά.

Επιπλέον, η εφαρμογή του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM) από τον Ιανουάριο 2026 θα καταστήσει τα εισαγόμενα λιπάσματα ακριβότερα για την ελληνική αγορά, η οποία δεν διαθέτει ούτε στρατηγικά αποθέματα ούτε μηχανισμό εσωτερικής εξισορρόπησης τιμών. Η μελέτη της DG AGRI αναφέρει ότι οι τελικές τιμές λιπασμάτων στην Ελλάδα είναι έως και 13% υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε., λόγω κόστους μεταφοράς και ελλιπούς ανταγωνισμού.

Η ελληνική περίπτωση αποτελεί μικρογραφία της ευρωπαϊκής δυστοπίας: υψηλό κόστος, εξωτερική εξάρτηση, περιορισμένες εναλλακτικές και μια γεωπολιτική απειλή που μεταφράζεται απευθείας σε οικονομική επισφάλεια για τους παραγωγούς. Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: πώς μπορεί να διασφαλιστεί η θρέψη της γης, όταν η ουρία μετατρέπεται σε γεωπολιτικό μοχλό πίεσης;

Οι μήνες που ακολουθούν θα κρίνουν αν η Ε.Ε. και οι εθνικές κυβερνήσεις μπορούν να αντιδράσουν με συντονισμένες πολιτικές, προτού οι σπορές του φθινοπώρου βρεθούν αντιμέτωπες με άδεια αποθήκες και πληθωρισμένα τιμολόγια. Για την Ελλάδα, μια χώρα που διατηρεί ακόμα ισχυρό πρωτογενή τομέα, η κρίση λιπασμάτων δεν είναι απλώς πρόβλημα κόστους, αλλά ζήτημα διατροφικής ασφάλειας και εθνικής ανθεκτικότητας.