Παγκόσμια αγορά Λιπασμάτων: Από τον πόλεμο στη σταθερότητα και νέα ερωτήματα στον ορίζοντα
Μετά από δώδεκα ημέρες έντασης που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και κλόνισαν τις πρώτες ύλες της αγροτικής παραγωγής, η ανακοίνωση της κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Ιράν ήρθε ως ένα ανάχωμα στις ραγδαίες αναταράξεις των αγορών. Αν και η ανακούφιση ήταν άμεση και εκφρασμένη σε αριθμούς, οι προκλήσεις παραμένουν σύνθετες και οι ισορροπίες εύθραυστες. Η εβδομάδα που έκλεισε στις 30 Ιουνίου βρήκε τη διεθνή αγορά λιπασμάτων σε μια κατάσταση επιφυλακτικής επαναφοράς: πιο ήρεμη σε επίπεδο τιμών, αλλά γεμάτη αβεβαιότητες σε επίπεδο εφοδιασμού και στρατηγικής.
Η επανεκκίνηση των εξαγωγών φυσικού αερίου από το Ισραήλ, μέσω του κοιτάσματος Λεβιάθαν, αποτέλεσε κομβικό γεγονός για την ενεργειακή σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου. Η Αίγυπτος, που εξαρτάται ενεργειακά από τις ισραηλινές ροές, προχώρησε στην εκ νέου ενεργοποίηση των μονάδων παραγωγής λιπασμάτων, χωρίς ωστόσο να ανοίξει πλήρως τις εξαγωγικές στρόφιγγες. Το Κάιρο φαίνεται να δίνει σαφή προτεραιότητα στην εγχώρια αγορά, εν μέσω αυξημένης εποχικής ζήτησης και πληθωριστικών πιέσεων στον αγροδιατροφικό τομέα. Αυτή η απόφαση διατηρεί τις εξαγωγές περιορισμένες, με εκτιμήσεις για χαμηλή διαθεσιμότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του Ιουλίου.
Στο Ιράν, παρά την επίσημη επανεκκίνηση της παραγωγής, καταγράφηκε απώλεια περίπου 250.000 τόνων λιπασμάτων κατά τη διάρκεια των επιχειρησιακών διακοπών, ενώ η Αίγυπτος εκτιμάται ότι έχασε αντίστοιχα 125.000 τόνους. Τα κενά αυτά συνδυάζονται με μια ήδη περιορισμένη διεθνή προσφορά, ενισχύοντας τη μεταβλητότητα και την ευαισθησία της αγοράς σε γεωπολιτικά σοκ.
Οι τιμές της ουρίας αποτέλεσαν το πιο ενδεικτικό βαρόμετρο αυτής της έντασης. Την περίοδο της κορύφωσης του πολέμου, οι τιμές στην αγορά FOB του Ομάν για παράδοση Αυγούστου έφτασαν τα 525 δολάρια ανά τόνο, για να πέσουν άμεσα στα 435 δολάρια με την επιβεβαίωση της συμφωνίας ειρήνης. Αν και αυτή η πτώση αποκατέστησε εν μέρει την ισορροπία, η είδηση της νέας ινδικής προσφοράς για εισαγωγή 2 εκατομμυρίων τόνων έως τις 22 Αυγούστου έθεσε εκ νέου την αγορά σε κατάσταση εγρήγορσης. Πρόκειται για μια στρατηγική προμήθεια, πιθανόν προληπτική, που υποδηλώνει ευρύτερη ανησυχία για την ασφάλεια εφοδιασμού.
Η πιθανή συμμετοχή της Κίνας στην ικανοποίηση της ινδικής ζήτησης έχει πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις. Εικάζεται ότι το Πεκίνο εξετάζει την αύξηση των ποσοστώσεων εξαγωγών κατά επιπλέον 2 εκατομμύρια τόνους, ωστόσο οι αργοί ρυθμοί τελωνειακής διεκπεραίωσης στην Κίνα αποτελούν τροχοπέδη στην άμεση υλοποίηση αυτής της πρόθεσης. Παράλληλα, εμπορικές κινήσεις όπως αυτή της ινδονησιακής Pupuk, η οποία πούλησε 45.000 τόνους στα 452 δολάρια ανά τόνο, αποτυπώνουν μια προσπάθεια αναζήτησης νέων ισορροπιών.
Η Ευρώπη, στο δικό της γεωγραφικό και οικονομικό περιβάλλον, είδε αύξηση της ζήτησης για το νιτρικό αμμώνιο, με εταιρείες κολοσσούς όπως η Yara και η LAT να ανεβάζουν τιμές, χωρίς ωστόσο να μπορούν να αγνοήσουν τη χαμηλή αγοραστική δύναμη των αγροτών, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί ανασταλτικά. Αυτή η δυσαρμονία μεταξύ κόστους παραγωγής και εμπορικής ζήτησης δημιουργεί ένα δυσμενές περιβάλλον, ειδικά για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που ήδη παλεύουν με ξηρασίες και μειωμένες αποδόσεις.
Η Βραζιλία κινήθηκε ενεργά αλλά συγκρατημένα, μειώνοντας τον όγκο δεσμεύσεων καθώς οι τιμές κινήθηκαν καθοδικά προς τα 425 δολάρια. Αντίθετα, η Τουρκία δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από την απότομη αύξηση τιμών αμμωνίας, λόγω της απότομης διακοπής ροών από Ιράν και Αίγυπτο. Η Άγκυρα αναγκάστηκε να στραφεί σε ρωσικά φορτία, με τιμές που έφτασαν ακόμα και τα 500 δολάρια ανά τόνο.
Σε αυτό το δυναμικό και πολύπλοκο περιβάλλον, η τρέχουσα εβδομάδα αναμένεται να δώσει τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης ή νέας αναταραχής. Οι αγορές στρέφουν το βλέμμα τους στην πραγματική ροή φορτίων, στις αποφάσεις εξαγωγικών δυνάμεων και στην πορεία των καιρικών συνθηκών στη Νότια Ασία, τη Λατινική Αμερική και τη Μεσόγειο. Η κρίσιμη ερώτηση παραμένει: πρόκειται για ένα πρόσκαιρο διάλειμμα στα προβλήματα της αγοράς ή για την αρχή μιας μακροπρόθεσμης αναδιάταξης της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας λιπασμάτων; Οι απαντήσεις δεν θα έρθουν σε μία μέρα, αλλά οι συνέπειες της σημερινής συγκυρίας θα καθορίσουν τις τιμές, τις πολιτικές και τις καλλιεργητικές επιλογές πολλών χωρών για ολόκληρη τη φετινή σεζόν.