Ένας χρόνος μετά τις εξεγέρσεις: Τι αποκαλύπτει η νέα πανευρωπαϊκή μελέτη για την κατάσταση των αγροτών

Εννέα χώρες 1.998 αγρότες, μία κοινή διαπίστωση -Τι απομένει έναν χρόνο μετά τις αγροτικές εξεγέρσεις

Σε μια σπάνιας κλίμακας έρευνα που πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία της Ipsos και του CropLife Europe, φωτίζεται ένα τοπίο αγροτικής Ευρώπης βαθιά κατακερματισμένο, εύφλεκτο και διογκωμένα ανήσυχο. Η μελέτη, με χιλιάδες συμμετοχές αγροτών από εννέα κράτη μέλη της ΕΕ, αναδεικνύει όχι μόνο την ένταση και τη διάρκεια των δομικών προβλημάτων στον πρωτογενή τομέα, αλλά και τη συστημική αποτυχία των ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών να απαντήσουν με επάρκεια και όραμα στα αιτήματα ενός τομέα που επανειλημμένα διακηρύχθηκε ως "στρατηγικός".

Οι αγρότες που συμμετείχαν στην πανευρωπαϊκή έρευνα του Απριλίου 2025 δεν μοιάζουν με την εικόνα του φολκλορικού επαγγελματία της υπαίθρου που συχνά αναπαράγεται στα media. Είναι επαγγελματίες με μέση ηλικία τα 50 έτη, διαχειριστές κατά μέσο όρο 267 εκταρίων καλλιεργήσιμης γης, οι περισσότεροι ιδιοκτήτες ή συνεταίροι σε εκμεταλλεύσεις με προσανατολισμό στα σιτηρά, την κτηνοτροφία και τις μόνιμες φυτείες. Η εικόνα που αποτυπώνεται δεν είναι γραφική. Είναι κρίσιμη, πολυσύνθετη και ανεπιτήδευτα ειλικρινής: οι αγρότες της Ευρώπης δεν πιστεύουν ότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί, δεν πιστεύουν ότι οι πολιτικοί άκουσαν, και δεν πιστεύουν ότι μπορούν να συνεχίσουν έτσι για πολύ.

Η αίσθηση του πολιτικού αδιεξόδου είναι σχεδόν καθολική. Σχεδόν το 91% των ερωτηθέντων βαθμολογεί με κάτω από 5 στα 10 τις παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών και εθνικών αρχών, ένα εύρημα που δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Παρά την έντονη συμμετοχή στις περσινές μαζικές κινητοποιήσεις –ιδίως στη Γερμανία, την Ισπανία και την Ολλανδία– οι περισσότεροι αγρότες δηλώνουν ότι δεν είδαν κανένα ουσιαστικό πολιτικό ή οικονομικό αντίκρισμα. Αντιθέτως, αυτό που κυριάρχησε ήταν η κόπωση, η αίσθηση ότι για ακόμη μία φορά, οι αγρότες έγιναν θέαμα αλλά όχι ακροατήριο. Αν και σε κάποιες περιπτώσεις αναγνωρίστηκε μια πρόσκαιρη βελτίωση στην κοινωνική εικόνα του επαγγέλματος, αυτή δεν συνοδεύτηκε από μεταρρυθμιστική ή χρηματοδοτική ανταπόδοση.

Η οικονομική αβεβαιότητα παραμένει ο κυρίαρχος άξονας της κρίσης. Μόλις το ένα τρίτο των αγροτών δηλώνει ότι μπορεί να επενδύσει στον εκσυγχρονισμό της εκμετάλλευσής του, ενώ πάνω από το 70% αναφέρει ότι δεν μπορεί να επιτύχει βιώσιμο περιθώριο κέρδους, ακόμη και σε εποχές «καλών τιμών». Το κόστος παραγωγής εκτοξεύεται, η πρόσβαση σε εργατικά χέρια δυσκολεύει, και τα διαθέσιμα εργαλεία φυτοπροστασίας περιορίζονται λόγω κανονιστικών περιορισμών που δεν συνοδεύονται από επαρκή τεχνική ή επιστημονική στήριξη.

Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το εύρημα ότι ένας στους πέντε αγρότες σχεδιάζει να εγκαταλείψει το επάγγελμα μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ποσοστό που αυξάνεται δραματικά στην ηλικιακή ομάδα άνω των 55 ετών. Στη Ρουμανία και την Πολωνία, οι λόγοι εξόδου σχετίζονται με την οικονομική εξάντληση, ενώ στη Γαλλία και τη Γερμανία οι αποχωρήσεις έχουν περισσότερο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα. Το ανησυχητικό δεν είναι μόνο το κύμα εξόδου, αλλά η απουσία σχεδίου διαδοχής, καθώς ελάχιστοι νέοι φαίνεται να επιλέγουν τη γεωργία ως προοπτική ζωής.

Οι πολιτικές περιβαλλοντικής συμμόρφωσης, αν και στη θεωρία αποτελούν τον πυρήνα του «πράσινου μετασχηματισμού», στην πράξη βιώνονται ως πολλαπλασιαστές διοικητικού κόστους και γραφειοκρατικού βάρους. Η πλειονότητα των αγροτών δηλώνει ότι η συμμόρφωση με τις νέες απαιτήσεις (όπως η διαχείριση υδάτων, οι περιορισμοί στην κτηνοτροφία, η απαγόρευση ορισμένων φυτοφαρμάκων) δεν συνοδεύεται από ρεαλιστικά χρονοδιαγράμματα ή ουσιαστική τεχνική βοήθεια. Η εντεινόμενη ανασφάλεια οδηγεί πολλούς σε στάση επένδυσης και τελικά σε λειτουργική στασιμότητα.

Το πλέον σαφές μήνυμα της έρευνας είναι ότι οι ευρωπαίοι αγρότες δεν ζητούν προνόμια, αλλά αναγνωρίσιμες και εφαρμόσιμες λύσεις. Οι τρεις βασικές προτεραιότητες που αναδεικνύονται με συντριπτικά ποσοστά είναι η απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών, η οικονομική στήριξη μέσω δικαιότερης αναδιανομής του κέρδους στην αγροδιατροφική αλυσίδα, και η διασφάλιση της πρόσβασης σε ένα πλήρες παραγωγικό εργαλείο – όχι μόνο ως προς τις τεχνολογίες, αλλά και ως προς τη γνώση και την καινοτομία.

Είναι σαφές πως η ΕΕ και τα κράτη μέλη έχουν μπροστά τους μια υπαρξιακή πρόκληση: να αποδείξουν ότι μπορούν να στηρίξουν ουσιαστικά τον πιο θεμελιώδη κρίκο της διατροφικής αλυσίδας. Όχι μόνο με ψηφιακά εργαλεία, κλιματικές δεσμεύσεις ή θεσμικές εκθέσεις, αλλά με εφαρμόσιμες πολιτικές που συνδέουν τη γεωργία με τη δημοκρατία, την οικονομία και την κοινωνική συνοχή.

Αν αυτή η έρευνα πρέπει να μείνει στην ευρωπαϊκή ατζέντα, δεν είναι γιατί υπενθυμίζει μια παλιά διαμαρτυρία. Είναι γιατί προειδοποιεί για μια καινούργια, πολύ πιο σιωπηλή και ενδεχομένως μοιραία.