Επιφυλακτικότητα, αλλά και δίαυλοι διαλόγου
Οι υπουργοί Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναντώνται σήμερα στις Βρυξέλλες, στο πλαίσιο των εργασιών του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, με βασικό θέμα τις εμπορικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, εν μέσω αυξανόμενης έντασης λόγω της απόφασης του Ντόναλντ Τραμπ για την επιβολή δασμών 30% σε προϊόντα από την ευρωζώνη και το Μεξικό, αρχής γενομένης από την 1η Αυγούστου.
Η αιφνιδιαστική ανακοίνωση του πρώην Αμερικανού προέδρου το περασμένο Σάββατο έχει προκαλέσει ανησυχία στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και στις αγορές, ενόψει των επιπτώσεων που ενδέχεται να επιφέρουν οι δασμοί στο διμερές εμπόριο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της ΕΕ, και τυχόν επιδείνωση των σχέσεων θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες για κρίσιμους ευρωπαϊκούς τομείς όπως ο αγροδιατροφικός, ο οινικός και η αυτοκινητοβιομηχανία.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σε επίσημη δήλωσή της υπογράμμισε τη «δέσμευση της ΕΕ στον διάλογο, τη σταθερότητα και την εποικοδομητική διατλαντική συνεργασία». Τόνισε, ωστόσο, ότι η Ένωση έχει ήδη καταρτίσει αντίμετρα σε περίπτωση που δεν υπάρξει αποκλιμάκωση, αν και για την ώρα αποφεύγει την άμεση ενεργοποίησή τους.
Σε πιο διαλλακτικό τόνο εμφανίστηκε ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος αποκάλυψε ότι βρίσκεται σε ανοιχτή επικοινωνία με την πρόεδρο της Επιτροπής, τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και τον ίδιο τον Τραμπ. Όπως δήλωσε στο γερμανικό δίκτυο ARD, υπάρχει βούληση για εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης εντός των επόμενων δύο εβδομάδων. «Οι συνομιλίες προχωρούν» ανέφερε, σημειώνοντας πως σε αντίστοιχες περιπτώσεις άλλες χώρες –όπως η Κίνα και ο Καναδάς– έχουν καταφέρει να επιτύχουν λειτουργικές συμφωνίες.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρόεδρος Μακρόν καταδίκασε την επιβολή των νέων δασμών, προειδοποιώντας πως η Γαλλία είναι έτοιμη να προχωρήσει σε «αποφασιστικά αντίμετρα» εάν δεν υπάρξει συμφωνία εντός του προβλεπόμενου χρόνου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να βαδίζει σε λεπτή ισορροπία: από τη μία επιθυμεί να διατηρήσει ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας με την Ουάσιγκτον, από την άλλη όμως οφείλει να προστατεύσει τα στρατηγικά της συμφέροντα και τους παραγωγικούς τομείς που κινδυνεύουν να πληγούν από τις νέες αμερικανικές εμπορικές πολιτικές. Οι επόμενες ημέρες αναμένονται κρίσιμες για την πορεία των διατλαντικών σχέσεων.