ΟΠΕΚΕΠΕ: Εξεταστική επιτροπή για 25 Χρόνια παθογένειας και σιωπής
Με πολιτική πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας και προσωπική απόφαση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, η κυβέρνηση προχωρά στην πρόταση σύστασης εξεταστικής επιτροπής για τη λειτουργία του ΟΠΕΚΕΠΕ από την ίδρυσή του το 1998 έως σήμερα. Την ανακοίνωση έκανε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για μία κίνηση «κάθαρσης και διαφάνειας» προς όφελος των Ελλήνων παραγωγών, η οποία φιλοδοξεί να διερευνήσει σε βάθος τις συστημικές παθογένειες του οργανισμού.
Όπως ξεκαθάρισε ο ίδιος, τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν για δύο πρώην υπουργούς δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, ενώ δεν έχουν ασκηθεί διώξεις για κανένα από τα μη πολιτικά πρόσωπα. Αντιστρέφοντας την κριτική της αντιπολίτευσης περί συγκάλυψης, ο Μαρινάκης υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση επιλέγει την πλέον θεσμική οδό, καλώντας όλα τα κόμματα να συμβάλουν σε μια διαδικασία που «για πρώτη φορά μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων».
Η πρόταση εξεταστικής βασίζεται σε επτά θεμελιώδεις άξονες διερεύνησης, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η επιβολή προστίμων άνω των 2,7 δισ. ευρώ από την Ε.Ε. στην Ελλάδα, εξαιτίας διαχειριστικών αδυναμιών και ελλιπών ελέγχων στον Οργανισμό Πληρωμών. Εξίσου κρίσιμα ζητήματα αποτελούν οι πράξεις και οι παραλείψεις των διοικήσεων του ΟΠΕΚΕΠΕ, η αντιμετώπιση των λεγόμενων «κόκκινων ΑΦΜ», ο ρόλος του τεχνικού συμβούλου και το ενδεχόμενο ύπαρξης αθέμιτων επιρροών, καθώς και η διαχρονική πρακτική της τεχνικής λύσης για τους βοσκοτόπους. Στο μικροσκόπιο θα τεθούν ακόμη οι λόγοι αποτυχίας υλοποίησης των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης και η διασύνδεσή τους με το δασολόγιο και το κτηματολόγιο.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο στις «εγκληματικές ομάδες» εντός και εκτός του οργανισμού, επισημαίνοντας ότι η εξεταστική οφείλει να φωτίσει τους μηχανισμούς που οδήγησαν σε χρόνια δυσλειτουργία, χαμένες ενισχύσεις και διασυρμό της χώρας στα ευρωπαϊκά όργανα. Υπό αυτό το πρίσμα, η κυβέρνηση δηλώνει έτοιμη να ερευνήσει και τις δικές της περιόδους διακυβέρνησης, απορρίπτοντας κάθε διάθεση επιλεκτικής εστίασης σε πρόσωπα ή πολιτικές συγκυρίες.
Με φόντο αποκαλύψεις για υποθέσεις μαϊμού επιδοτήσεων, «δανεικούς» βοσκοτόπους και τεχνικές που ευνοούσαν λίγους εις βάρος των πολλών, η πολιτική πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας ενδέχεται να φέρει στην επιφάνεια έναν ολόκληρο μηχανισμό κακοδιαχείρισης, πελατειακών σχέσεων και γραφειοκρατικής αδιαφάνειας, που επί ένα τέταρτο του αιώνα επικάθισε σαν σκιά πάνω από τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις και τις ελπίδες του αγροτικού κόσμου. Το ερώτημα που αιωρείται πλέον στη δημόσια σφαίρα δεν είναι αν υπάρχουν ευθύνες, αλλά εάν η πολιτεία αυτή τη φορά έχει τη βούληση και τα εργαλεία να τις αποδώσει.
Η Βουλή καλείται να απαντήσει αν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, τιμώντας το θεσμικό της ρόλο ως εγγυητής της διαφάνειας και όχι απλώς ως διαιτητής της πολιτικής αντιπαράθεσης. Διότι το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι η φθορά των αντιπάλων, αλλά η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγροτών και της κοινωνίας στο ίδιο το κράτος.