Με πάνω από 97.000 πιστοποιημένες επιχειρήσεις και το 20% των εκτάσεων σε βιολογική καλλιέργεια, η Ιταλία ηγείται στην Ευρώπη
Η Ιταλία καταγράφει μια από τις πλέον ισχυρές επιδόσεις στον ευρωπαϊκό βιολογικό τομέα. Σύμφωνα με στοιχεία του Osservatorio Ismea–NielsenIQ, οι πιστοποιημένες επιχειρήσεις ξεπερνούν τις 97.000, εκ των οποίων περίπου 87.000 δραστηριοποιούνται άμεσα στην πρωτογενή παραγωγή. Η χώρα κατέχει έτσι την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με το βιολογικό να αντιπροσωπεύει σχεδόν το 20% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης.
Παράλληλα, η κατανάλωση παρουσιάζει έντονη δυναμική. Το 2023, οι αγορές βιολογικών προϊόντων στη μεγάλη διανομή ανήλθαν σε 4 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 68% την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, η εσωτερική κατανάλωση παραμένει περιορισμένη μόλις 3,5% του συνόλου — γεγονός που αναδεικνύει ένα δομικό χάσμα ανάμεσα στην παραγωγή και στη ζήτηση στην εγχώρια αγορά.
Η ιταλική κυβέρνηση έχει θέσει σε εφαρμογή σειρά χρηματοδοτικών εργαλείων για την ενίσχυση του τομέα. Στην τελευταία τριετία διατέθηκαν 29 εκατ. ευρώ σε στοχευμένες παρεμβάσεις για την ανάπτυξη της αλυσίδας αξίας, με επιπλέον 12 εκατ. ευρώ να βρίσκονται σε διαδικασία διάθεσης. Ειδική πρόβλεψη αφορά τις σχολικές καντίνες, με 4,6 εκατ. ευρώ να έχουν ήδη χρηματοδοτήσει την προσφορά άνω των 54 εκατ. βιολογικών γευμάτων. Στον τομέα της έρευνας, έχουν δεσμευθεί 18 εκατ. ευρώ για την ανάπτυξη και διάδοση βιολογικών σπόρων κατά την περίοδο 2025–2027.
Η στρατηγική αυτή συνδέεται άμεσα με τις προτεραιότητες της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η οποία ενθαρρύνει τη μετάβαση σε πιο βιώσιμα παραγωγικά μοντέλα μέσω ειδικών οικολογικών σχημάτων (eco-schemes) και εθνικών σχεδίων δράσης. Η Ιταλία επιδιώκει να διασφαλίσει όχι μόνο τη διεθνή της πρωτοκαθεδρία στον τομέα, αλλά και την οικονομική βιωσιμότητα των παραγωγών που επενδύουν στο βιολογικό.
Παρά τις ενισχύσεις, το πρόβλημα της ανισορροπίας ανάμεσα σε παραγωγή και κατανάλωση παραμένει το κρίσιμο ζητούμενο. Η μεγάλη διαθεσιμότητα προϊόντων, σε συνδυασμό με το υψηλότερο κόστος παραγωγής, καθιστά απαραίτητες πολιτικές που θα καταστήσουν τα βιολογικά πιο προσιτά στις οικογένειες και θα διασφαλίσουν δίκαιο εισόδημα για τους αγρότες.
Η περίπτωση της Ιταλίας λειτουργεί ως τεστ αντοχής για την ευρωπαϊκή στρατηγική. Εάν καταφέρει να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στο 20% της παραγωγής και στο 3,5% της κατανάλωσης, θα προσφέρει ένα λειτουργικό μοντέλο που μπορεί να υιοθετηθεί και από άλλες χώρες. Διαφορετικά, το βιολογικό θα συνεχίσει να στηρίζεται κυρίως στις εξαγωγές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σταθερότητα και την αυτονομία της εγχώριας αγοράς.