Έρευνα της EFSA: Η ακρίβεια πιέζει, οι ζωονόσοι ανησυχούν, τα φυτοφάρμακα αντεπιτίθενται το νέο άγχος του καταναλωτή

Καθώς η ακρίβεια πιέζει τα νοικοκυριά και οι υγειονομικές απειλές επανεμφανίζονται, οι Έλληνες στρέφονται με καχυποψία στο πιάτο τους

Η συζήτηση γύρω από την ασφάλεια των τροφίμων στην Ελλάδα δεν είναι θεωρητική· εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον έντασης και αβεβαιότητας. Η πρόσφατη έξαρση ζωονόσων που επηρεάζουν το ζωικό κεφάλαιο και τη ροή προϊόντων στην αγορά, σε συνδυασμό με το διαρκώς αυξανόμενο κόστος στα τρόφιμα πρώτης ανάγκης, έχει δημιουργήσει μια κοινωνία σε εγρήγορση. Ο Έλληνας καταναλωτής δεν ανησυχεί απλώς αν «θα του φτάσει το εισόδημα», αλλά αν αυτό που θα τελικά θα βάλει στο πιάτο του είναι ασφαλές.

Οι φόβοι γύρω από τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων, τις ορμόνες και τα αντιβιοτικά στο κρέας λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές καχυποψίας. Η τιμή μπορεί να ορίζει το ράφι, αλλά η εμπιστοσύνη ορίζει την κατανάλωση. Και αυτή η εμπιστοσύνη δεν θεωρείται δεδομένη: ζητείται, κρίνονται οι θεσμοί, ζυγίζονται οι έλεγχοι, συγκρίνονται οι πηγές ενημέρωσης.

Σε αυτό το φορτισμένο πλαίσιο, τα ευρήματα της έρευνας Special Eurobarometer 103.3 της EFSA (Μάρτιος–Απρίλιος 2025) αναδεικνύουν την Ελλάδα ως μια από τις πλέον «ευαίσθητες» χώρες στην Ευρώπη σε ζητήματα ασφάλειας τροφίμων: εξαιρετικά υψηλά επίπεδα ενδιαφέροντος, έντονη ανησυχία για χημικούς και βιολογικούς κινδύνους και ένα κοινό έτοιμο να προσαρμόσει τη διατροφική του συμπεριφορά αν υπάρξει σαφής δημόσια προειδοποίηση.

Στην Ελλάδα, η σχέση με το φαγητό δεν είναι απλώς ζήτημα γεύσης  είναι υπόθεση εμπιστοσύνης, ασφάλειας και πολιτισμικής ταυτότητας. Αυτό αποτυπώνεται εντυπωσιακά στα νέα στοιχεία του Special Eurobarometer 103.3 της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), τα οποία δημοσιεύθηκαν την άνοιξη του 2025, καταγράφοντας την Ελλάδα ως τη χώρα με το υψηλότερο επίπεδο προσωπικού ενδιαφέροντος για την ασφάλεια των τροφίμων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσοστό φτάνει στο εκκωφαντικό 98%, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ παραμένει στο 72%.

Οι Έλληνες καταναλωτές  ποιο αναλυτικά δεν περιορίζονται σε επιφανειακές ανησυχίες ο φόβος για υπολείμματα φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα βρίσκεται στην κορυφή των ανησυχιών, με τη χώρα να συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων με τα υψηλότερα επίπεδα ευαισθητοποίησης στην ΕΕ. Η παρουσία αντιβιοτικών, ορμονών ή στεροειδών στο κρέας, η χρήση πρόσθετων στα τρόφιμα και η ολοένα αυξανόμενη ανησυχία για τα μικροπλαστικά συνθέτουν ένα περιβάλλον αυξημένης εγρήγορσης που συναντάται πλέον σε κάθε ηλικιακή και κοινωνική κατηγορία.

Η ακρίβεια και η διατροφική ασφάλεια βαδίζουν παράλληλα, η τιμή παραμένει σημαντικός παράγοντας επιλογής, όμως οι Έλληνες εξακολουθούν να δίνουν βαρύτητα στο «πόσο ασφαλές είναι αυτό που καταναλώνουν». Στο ερώτημα που αφορά τους παράγοντες επιλογής τροφίμων, το κόστος (60%) και η γεύση (51%) διατηρούν πρωταγωνιστικό ρόλο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όμως η ασφάλεια τροφίμων καταγράφει υψηλότερη προτεραιότητα στην Ελλάδα απ’ ό,τι σε πολλές άλλες χώρες.

Η εμπιστοσύνη, από την άλλη πλευρά, δεν κατανέμεται ομοιόμορφα. Στην Ελλάδα – όπως και συνολικά στην ΕΕ – οι πιο αξιόπιστοι φορείς πληροφόρησης παραμένουν οι γιατροί (90%) και οι επιστήμονες δημόσιων ιδρυμάτων (84%), ενώ σε υψηλά επίπεδα κινείται επίσης η εμπιστοσύνη στους αγρότες και τις καταναλωτικές οργανώσεις. Η εμπιστοσύνη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς αγγίζει το 69%, αλλά η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με χαμηλότερα επίπεδα πίστης προς τις Βρυξέλλες, με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο 57%.

Το γεγονός ότι οι Έλληνες εμφανίζουν τόσο αυξημένη ευαισθησία δεν μπορεί να ερμηνευθεί αποκομμένο από την πραγματικότητα της εγχώριας αγοράς. Οι πρόσφατες συζητήσεις γύρω από τη χρήση φυτοπροστατευτικών ουσιών στην ελιά και στο βαμβάκι, οι ανησυχίες που αναδύονται με κάθε περιστατικό ζωονόσου ή ανάκληση προϊόντος, καθώς και η σταδιακή είσοδος νέων βιοτεχνολογιών και τεχνολογιών τροφίμων, δημιουργούν ένα κλίμα εγρήγορσης που μεταφράζεται σε ζήτηση για περισσότερη διαφάνεια.

Ωστόσο, η ανησυχία δεν συνεπάγεται πανικό. Σύμφωνα με τα δεδομένα της EFSA, το 78% των Ευρωπαίων δηλώνει πρόθυμο να αλλάξει τις διατροφικές του συνήθειες, εάν υπάρξει δημόσια προειδοποίηση για θέμα ασφάλειας τροφίμων. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό είναι ακόμη υψηλότερο, ενισχύοντας το αφήγημα μιας κοινωνίας που αντιμετωπίζει την ασφάλεια τροφίμων ως κομμάτι της καθημερινής της ευθύνης.

Η εικόνα που προκύπτει από την έρευνα δεν αποτυπώνει μόνο το επίπεδο γνώσης, αλλά και το βαθμό συνειδητής εμπλοκής του καταναλωτή σε μια χώρα όπου το τραπέζι παραμένει φορέας εμπιστοσύνης, κοινωνικής συνοχής και συλλογικής μνήμης. Το ζητούμενο, πλέον, δεν είναι αν οι Έλληνες ενδιαφέρονται για το τι τρώνε, αλλά κατά πόσο το θεσμικό πλαίσιο, οι εποπτικοί μηχανισμοί και η αγορά θα ανταποκριθούν σε αυτό το επίπεδο ευαισθησίας με σαφήνεια, επιστημονική τεκμηρίωση και διαφάνεια που να αξίζει την εμπιστοσύνη τους.

Διαβάστε αναλυτικά την μελέτη