Αγορά ελαιολάδου: Αναζητά ισορροπία μετά την κρίση τιμών

Πτώση έως 41% στις τιμές παραγωγού, αλλά αύξηση εξαγωγών και διείσδυση σε νέες αγορές

Η Μαδρίτη φιλοξενεί και πάλι το επίκεντρο του παγκόσμιου διαλόγου για το ελαιόλαδο, με τη Διεθνή Οργάνωση Ελαιολάδου (ΔΟΕ) να παρουσιάζει τα επικαιροποιημένα στατιστικά στοιχεία Οκτωβρίου 2025, αποτυπώνοντας τη μετάβαση του τομέα από την πρωτοφανή κρίση τιμών του 2023 προς μια φάση εξισορρόπησης. Τα δεδομένα καταδεικνύουν αναζωογόνηση της παραγωγής, αυξημένες εισαγωγές σε νέες αγορές, αλλά και έντονη διόρθωση στις τιμές εξαγωγής — ενδείξεις μιας αγοράς που αναζητά νέο σημείο ισορροπίας μετά την υπερθέρμανση των τελευταίων δύο ετών.

Κίνηση τιμών παραγωγού εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου (€/kg)

Οι τιμές παραγωγού για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο διαμορφώθηκαν στα 4,31 €/κιλό στην Χαέν (Ισπανία), 9,43 €/κιλό στο Μπάρι (Ιταλία) και 4,40 €/κιλό στα Χανιά (Ελλάδα). Παρότι τα επίπεδα αυτά σηματοδοτούν πτώση έως 41% σε σχέση με πέρυσι, παραμένουν υψηλότερα από τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας. Η πτώση αυτή συνδέεται με την αύξηση της προσφοράς και την κόπωση της καταναλωτικής ζήτησης, ύστερα από δύο χρόνια ραγδαίων ανατιμήσεων.

Τα στοιχεία της ΔΟΕ δείχνουν πως η μέση αξία εξαγωγών εκτός ΕΕ τον Αύγουστο του 2025 διαμορφώθηκε στα 532 ευρώ/100 κιλά, σημειώνοντας μείωση 42% σε ετήσια βάση, ενώ ο όγκος εξαγωγών ανήλθε σε 51.406 τόνους, αυξημένος κατά 15%. Το 70,8% αυτών αφορά εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, στοιχείο που επιβεβαιώνει την ανθεκτικότητα του premium τμήματος της αγοράς, παρά τη γενικευμένη κάμψη τιμών.

Μοναδιαία αξία εξαγωγών & όγκος εξαιρετικού παρθένου (εκτός ΕΕ)

Στον πίνακα των εισαγωγών, η ΔΟΕ καταγράφει μια επανατοποθέτηση των αγορών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας, με αύξηση 21,3%, ενώ η Κίνα σημείωσε εντυπωσιακή άνοδο 98%, καταδεικνύοντας τη δυναμική διείσδυση του ελαιολάδου στην ασιατική αγορά. Στον αντίποδα, η Βραζιλία και η Ιαπωνία κατέγραψαν μειώσεις 8,5% και 21,9% αντίστοιχα, με το ενδιαφέρον να στρέφεται σε νέες αναδυόμενες αγορές, όπως η Αυστραλία (+57,2%) και ο Καναδάς (+42,5%).

Η ροή εμπορίου επιβεβαιώνει τη διεθνοποίηση της αγοράς, με το ελαιόλαδο να διασχίζει πλέον πιο πολυδιάστατες εμπορικές διαδρομές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προμηθεύονται κυρίως από την Ιταλία και την Ισπανία, η ΕΕ εξάγει μεγάλες ποσότητες προς την Τυνησία, ενώ η Ελλάδα και η Πορτογαλία παραμένουν σταθεροί προμηθευτές σε αγορές υψηλής ποιότητας, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και το Ισραήλ.

Δείκτης μοναδιαίας αξίας εξαγωγών ελαιολάδου

Εισαγωγές ελαιολάδου ανά αγορά (Οκτ 2024 – Ιουλ 2025)

 Στην εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή για το ελαιόλαδο (HICP) υποχώρησε κατά 27,5% σε ετήσια βάση τον Αύγουστο του 2025, αποτυπώνοντας την αποκλιμάκωση των τιμών λιανικής. Οι μεγαλύτερες μειώσεις σημειώθηκαν στη Γαλλία (−43,7%), τη Φινλανδία (−33,2%) και τη Βουλγαρία (−29%), ενώ η Ελλάδα καταγράφει πτώση 16,2%. Η τάση αυτή συνδέεται με τη σταδιακή απορρόφηση των αυξημένων αποθεμάτων και την επαναφορά των περιθωρίων κέρδους σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα.

Αντίθετα, η κατηγορία των επιτραπέζιων ελιών εμφανίζει σημάδια κόπωσης. Οι εισαγωγές στις κύριες αγορές μειώθηκαν κατά 13%, με πτώση σε όλες τις χώρες εκτός από τον Καναδά. Οι βασικοί προμηθευτές παραμένουν η Ισπανία, η Αίγυπτος, η Αργεντινή, η Ελλάδα, το Μαρόκο και η Τουρκία.

Eλαιολάδο ανά χώρα ΕΕ-27

Η ΔΟΕ υπενθυμίζει ότι τα δεδομένα αυτά αντικατοπτρίζουν μια αγορά σε προσαρμογή, καθώς η εξαιρετικά υψηλή παραγωγή του καλλιεργητικού έτους 2024/25 συνέπεσε με υποτονική ζήτηση και πιο προσεκτική εμπορική στρατηγική των επιχειρήσεων. Οι επόμενοι μήνες αναμένονται κρίσιμοι για την εξισορρόπηση μεταξύ προσφοράς και τιμών, ενώ ο οργανισμός προειδοποιεί ότι τα στοιχεία υπόκεινται σε αναθεωρήσεις, καθώς νέα δεδομένα συλλέγονται από τα κράτη μέλη.

Από τη Μαδρίτη, το ελαιόλαδο εξακολουθεί να λειτουργεί ως βαρόμετρο για τη μεσογειακή οικονομία. Οι πίνακες, οι δείκτες και οι ροές εμπορίου μπορεί να αλλάζουν, αλλά η ουσία παραμένει ίδια: η ελιά, σύμβολο σταθερότητας και ευημερίας, συνεχίζει να καθρεφτίζει με ακρίβεια τις μεταβολές της παγκόσμιας γεωοικονομίας.