Rabobank: Τα όσπρια αναδεικνύονται σε δυναμική κατηγορία αγροτικών προϊόντων

Η παγκόσμια παραγωγή, αν και περιορισμένη, παρουσιάζει αυξημένες προοπτικές ανάπτυξης και επενδύσεων

Αν και τα όσπρια παραμένουν μια σχετικά περιορισμένη κατηγορία αγροτικών προϊόντων, με παγκόσμια παραγωγή γύρω στους 100 εκατομμύρια τόνους ετησίως, διαθέτουν σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Rabobank. Η μελέτη επισημαίνει ότι η ζήτηση για όσπρια αυξάνεται σταθερά, χάρη στον ρόλο τους στη βιώσιμη γεωργία και στη διευρυνόμενη σημασία τους στις φυτικές διατροφές.

Ο Vito Martielli, ανώτερος αναλυτής δημητριακών και ελαιούχων σπόρων της Rabobank, σημείωσε ότι τα όσπρια έχουν εξελιχθεί σε «πρωταγωνιστή της βιώσιμης γεωργίας», λόγω της φυσικής τους ικανότητας να βελτιώνουν τη γονιμότητα του εδάφους και να απορροφούν αέρια του θερμοκηπίου. Οι κυριότερες καλλιέργειες οσπρίων – τα ρεβίθια, τα ξερά μπιζέλια και οι φακές – αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής.

Η Ινδία κυριαρχεί στην παραγωγή ρεβιθιών, ενώ η Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ουκρανία αποτελούν βασικούς παραγωγούς ξηρών μπιζελιών. Σύμφωνα με το Διεθνές Συμβούλιο Δημητριακών (IGC), τα ξερά μπιζέλια, οι φακές και τα ρεβίθια αντιπροσωπεύουν περίπου το 68% του παγκόσμιου εμπορίου οσπρίων.

Νέοι «παίκτες» εμφανίζονται στην παγκόσμια αγορά. Η Ρωσία αυξάνει το μερίδιό της στις εξαγωγές ξηρών μπιζελιών, η Αίγυπτος έχει εξελιχθεί στον μεγαλύτερο εισαγωγέα κουκιών, η Αργεντινή ενισχύει τη θέση της στις εξαγωγές φασολιών, ενώ η Τουρκία αναπτύσσεται σε σημαντικό κέντρο επεξεργασίας και διανομής για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.

Από το 2015, το παγκόσμιο εμπόριο οσπρίων έχει αυξηθεί κατά 29%, φτάνοντας περίπου τα 21 εκατομμύρια τόνους το 2024 — δηλαδή γύρω στο 20% της συνολικής παραγωγής. Αν και το ποσοστό αυτό παραμένει μικρό σε σύγκριση με το εμπόριο σιταριού (περίπου 210 εκατομμύρια τόνοι), η Rabobank αποδίδει τη σταθερή ανάπτυξη σε δύο βασικούς παράγοντες: την αυξημένη κατανάλωση στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου τα όσπρια αποτελούν προσιτή πηγή πρωτεΐνης, και τη ραγδαία ζήτηση στις ανεπτυγμένες αγορές για φυτικά υποκατάστατα κρέατος και γαλακτοκομικών.

Πέρα από τη διατροφική τους αξία, τα όσπρια προσφέρουν σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη. Δεσμεύουν φυσικά το άζωτο, συμβάλλοντας στην αποκατάσταση της γονιμότητας του εδάφους, βελτιώνουν τη δομή και την ικανότητα συγκράτησης νερού και μειώνουν τις εκπομπές άνθρακα. Οι βαθιές ρίζες τους και η έντονη μικροβιακή δραστηριότητα τα καθιστούν ιδανικές καλλιέργειες αμειψισποράς και κάλυψης, ενισχύοντας τη βιοποικιλότητα και τη μακροπρόθεσμη υγεία του εδάφους.

Ωστόσο, ο κλάδος αντιμετωπίζει ακόμη σοβαρές προκλήσεις. Η Rabobank επισημαίνει ότι οι διακυμάνσεις των τιμών, η περιορισμένη διαφάνεια της αγοράς και η έλλειψη αξιόπιστων παγκόσμιων δεδομένων αποθαρρύνουν τις επενδύσεις. Η έκθεση υπογραμμίζει ότι η ενίσχυση της διαφάνειας και η τυποποίηση των πληροφοριών εμπορίου αποτελούν προϋποθέσεις για την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του τομέα.

Ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε το 2021, όταν το Διεθνές Συμβούλιο Δημητριακών συμπεριέλαβε επισήμως τα όσπρια στον ορισμό των «δημητριακών», προσθέτοντας δεδομένα παραγωγής και εμπορίου για μπιζέλια, φακές και ρεβίθια στις τακτικές εκθέσεις του. Όπως ανέφερε το IGC, η απόφαση αυτή στοχεύει στην «ενίσχυση της διαφάνειας της αγοράς και της διεθνούς συνεργασίας» για την επισιτιστική ασφάλεια.

Μεγάλες αγροδιατροφικές επιχειρήσεις αυξάνουν τις επενδύσεις τους στην παραγωγή και επεξεργασία οσπρίων, ανάμεσά τους οι ADM, Bunge, Cargill, Columbia Grain International, Redwood και η γερμανική Müller’s Mühle. Τον Αύγουστο του 2025, η Louis Dreyfus Company (LDC) ανακοίνωσε τη δημιουργία ειδικής επιχειρηματικής μονάδας αφιερωμένης στην εμπορική αξιοποίηση των οσπρίων.

Ο διευθύνων σύμβουλος της LDC, Michael Gelchie, δήλωσε ότι τα όσπρια «προσφέρουν σημαντικές γεωγραφικές και λειτουργικές συνέργειες με τις υφιστάμενες δραστηριότητές μας» και αναμένεται να συμβάλουν ουσιαστικά στα έσοδα της εταιρείας. Πρόσθεσε ότι η LDC δραστηριοποιείται ήδη σε βασικές περιοχές παραγωγής, όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Ανατολική Αφρική, καθώς και σε μεγάλες αγορές κατανάλωσης όπως η Ινδία, η Κίνα και η Μέση Ανατολή — δείχνοντας πως τα όσπρια περνούν σταδιακά από την κατηγορία των εξειδικευμένων καλλιεργειών σε έναν πραγματικά παγκόσμιο αγροτικό τομέα.