EPPO: Κατηγορίες προς τη Ρουμανία για απάτη σε έργο άρδευσης ύψους 850.000 ευρώ με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση

Στο εδώλιο πέντε άτομα και τρεις εταιρείες μετά από έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

Δίωξη κατά πέντε φυσικών προσώπων, μεταξύ των οποίων και ένας δημόσιος υπάλληλος, καθώς και τριών εταιρειών άσκησε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO) στο Ιάσιο της Ρουμανίας, στο πλαίσιο υπόθεσης απάτης που αφορά έργο εκσυγχρονισμού αρδευτικών συστημάτων, χρηματοδοτούμενο από ευρωπαϊκούς πόρους ύψους περίπου 850.000 ευρώ.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται αγροτικός συνεταιρισμός, ο οποίος έλαβε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση περίπου 850.000 ευρώ (4,3 εκατ. λέι) για έργο εκσυγχρονισμού αρδευτικών υποδομών. Κεντρικό ρόλο φέρεται να διαδραμάτισε ο de facto πρόεδρος του συνεταιρισμού, μαζί με τον τυπικό πρόεδρό του, οι οποίοι κατηγορούνται ότι παραπλάνησαν τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Αγροτικών Επενδύσεων της Ρουμανίας (AFIR), καταθέτοντας ψευδή έγγραφα.

Τα έγγραφα αυτά ανέφεραν ότι ο συνεταιρισμός διέθετε διοικητικό συμβούλιο και ότι είχε πραγματοποιηθεί γενική συνέλευση, η οποία ενέκρινε την υποβολή της αίτησης χρηματοδότησης, καθώς και τους όρους και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου. Ωστόσο, από την έρευνα προέκυψε ότι ο συνεταιρισμός δεν υφίστατο νομίμως, δεν είχε διοικητικό συμβούλιο και ουδέποτε συγκλήθηκε γενική συνέλευση για την έγκριση της χρηματοδότησης.

Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, η διαδικασία δημόσιας σύμβασης για την επιλογή της εταιρείας που θα υλοποιούσε το έργο χειραγωγήθηκε, ώστε να ευνοηθεί προκαθορισμένη εταιρεία, ιδιοκτησίας ενός εκ των κατηγορουμένων και τυπικά διαχειριζόμενη από τη σύζυγό του. Επιπλέον, σημαντικό μέρος των ευρωπαϊκών κονδυλίων φέρεται να «ξεπλύθηκε» μέσω μεταφορών χρημάτων σε εταιρεία του βασικού κατηγορουμένου, με τις συναλλαγές να εμφανίζονται ως δήθεν αποπληρωμή δανείου.

Στην υπόθεση εμπλέκεται και δημόσιος λειτουργός, ο οποίος κατείχε διευθυντική θέση σε περιφερειακό γραφείο του AFIR. Ο συγκεκριμένος κατηγορείται ότι διευκόλυνε την παράνομη απόκτηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων την περίοδο 2018–2023, εγκρίνοντας ψευδείς αιτήσεις πληρωμής και διαρρέοντας εμπιστευτικές πληροφορίες. Σε αντάλλαγμα, φέρεται να έλαβε υλικά οφέλη και αντιμετωπίζει κατηγορίες για διαφθορά και συνέργεια σε απάτη εις βάρος επιδοτήσεων.

Στο πλαίσιο της έρευνας, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προχώρησε ήδη στη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών και στην κατάσχεση ακινήτων που ανήκουν στους κατηγορούμενους, συνολικής εκτιμώμενης αξίας περίπου 1,3 εκατ. ευρώ, με στόχο την αποκατάσταση της ζημίας στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κάλυψη δικαστικών εξόδων.

Σε περίπτωση καταδίκης, οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ποινές κάθειρξης έως και 10,5 έτη για βαριά απάτη σε βάρος επιδοτήσεων και έως 10 έτη για ξέπλυμα χρήματος και παθητική διαφθορά, ενώ η ενεργητική διαφθορά τιμωρείται με ποινές φυλάκισης από δύο έως επτά έτη. Για τις εμπλεκόμενες εταιρείες προβλέπονται χρηματικά πρόστιμα, δήμευση περιουσιακών στοιχείων, καθώς και ενδεχόμενη αναστολή ή διάλυσή τους, επιβολή δικαστικής εποπτείας ή αποκλεισμός από δημόσιες συμβάσεις.