Η παγκόσμια αγορά ελαιολάδου επιστρέφει πάνω από τα 3 εκατ. τόνους, με την Ευρωπαϊκή Ένωση στον ρόλο του βασικού ρυθμιστή
Η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου στην εμπορική περίοδο 2025/26 αναμένεται να επανέλθει με σαφήνεια πάνω από το όριο των 3 εκατ. τόνων, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου (COI). Οι εκτιμήσεις συγκλίνουν σε συνολική παραγωγή 3,44 εκατ. τόνων, επίπεδο που, παρά τη μείωση κατά 3,7% ή 133.000 τόνους σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο 2024/25, υπερβαίνει αισθητά τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών (3,068 εκατ. τόνοι).
Από τον συνολικό αυτό όγκο, περίπου 2,056 εκατ. τόνοι αναμένεται να παραχθούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ποσοστό που αντιστοιχεί σε σχεδόν 60% της παγκόσμιας παραγωγής, παρά τη μείωση κατά 2,6% ή 54.000 τόνους σε ετήσια βάση. Η παραγωγή σε χώρες εκτός ΕΕ εκτιμάται σε 1,384 εκατ. τόνους, παρουσιάζοντας πτώση 5,4% ή 79.000 τόνων σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο.
Στο εσωτερικό της Ένωσης, η Ισπανία παραμένει ο κυρίαρχος παραγωγός, με εκτιμώμενη παραγωγή 1,372 εκατ. τόνων, μειωμένη κατά 3,3% ή 47.000 τόνους σε σχέση με το 2024/25. Η Ιταλία εμφανίζει σαφή ανάκαμψη, με παραγωγή 300.000 τόνων, αυξημένη κατά 21% ή 52.000 τόνους, μετά τη χαμηλή επίδοση της προηγούμενης χρονιάς. Η Ελλάδα επανέρχεται στην τρίτη θέση μεταξύ των κρατών-μελών, με προβλεπόμενη παραγωγή 220.000 τόνων, μειωμένη κατά 12% ή 30.000 τόνους, ενώ η Πορτογαλία εκτιμάται ότι θα περιοριστεί στους 150.000 τόνους, καταγράφοντας μείωση 15%.
Σε ό,τι αφορά τους παραγωγούς εκτός ΕΕ, η Τυνησία προβλέπεται να φθάσει τους 450.000 τόνους, σημειώνοντας αύξηση 32% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο και επανερχόμενη σε επίπεδα ιστορικά υψηλά. Αντίθετα, η Τουρκία, μετά το ρεκόρ των 505.000 τόνων το 2024/25, εκτιμάται ότι θα περιοριστεί στους 290.000 τόνους, με πτώση 43%. Ανοδική πορεία καταγράφει και το Μαρόκο, με εκτιμώμενη παραγωγή 160.000 τόνων, αυξημένη κατά 78%, ενώ η παραγωγή στις υπόλοιπες τρίτες χώρες αναμένεται να διαμορφωθεί συνολικά στους 389.000 τόνους.
Στο επίπεδο της ευρωπαϊκής αγοράς, η νέα περίοδος ξεκίνησε την 1η Οκτωβρίου 2025 με αρχικά αποθέματα 372.000 τόνων, αυξημένα κατά 24,8% σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Με την προσθήκη της αναμενόμενης παραγωγής και εισαγωγών που εκτιμώνται σε περίπου 190.000 τόνους, η συνολική διαθέσιμη ποσότητα στην ΕΕ διαμορφώνεται κοντά στα 2,62 εκατ. τόνους. Η προβλεπόμενη ζήτηση ανέρχεται σε περίπου 2,2 εκατ. τόνους, εκ των οποίων 1,43 εκατ. τόνοι αντιστοιχούν σε εσωτερική κατανάλωση και 787.000 τόνοι σε εξαγωγές προς τρίτες χώρες. Με βάση τα δεδομένα αυτά, τα τελικά αποθέματα της περιόδου 2025/26 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν στους 403.000 τόνους, επίπεδο παρόμοιο με εκείνο του τέλους της περιόδου 2023/24.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατανάλωση ελαιολάδου εκτιμάται ότι θα παραμείνει πάνω από τα 3 εκατ. τόνους, και συγκεκριμένα στους 3,069 εκατ. τόνους, παρά τη μικρή μείωση κατά 1,3% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Από αυτήν την ποσότητα, σχεδόν 1,43 εκατ. τόνοι αφορούν την κατανάλωση εντός της ΕΕ, ενώ οι χώρες εκτός Ένωσης απορροφούν περίπου 1,64 εκατ. τόνους.
Οι τιμές στην ευρωπαϊκή αγορά παρουσιάζουν εικόνα σταθεροποίησης, με διαφοροποιήσεις ανά χώρα και κατηγορία. Τον Οκτώβριο 2025, το ελαιόλαδο εξαιρετικά παρθένο στην Ισπανία διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στα 425 ευρώ/100 κιλά, μειωμένο κατά 42% σε ετήσια βάση, ενώ στην Ιταλία έφθασε τα 912,5 ευρώ/100 κιλά και στην Ελλάδα τα 442,6 ευρώ/100 κιλά. Αντίστοιχα, το παρθένο ελαιόλαδο και το ελαιόλαδο χαμηλής ποιότητας (lampante) ακολούθησαν πτωτική τάση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, παρά τις περιορισμένες μηνιαίες διακυμάνσεις.
Τα στοιχεία αυτά σκιαγραφούν μια αγορά που εισέρχεται στην περίοδο 2025/26 με αυξημένη προσφορά σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, ισχυρή παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον παγκόσμιο εφοδιασμό και επίπεδα κατανάλωσης που παραμένουν σταθερά άνω των 3 εκατ. τόνων, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο για τις επόμενες προσαρμογές της αγοράς εντός του νέου εμπορικού κύκλου.