Από τα κρεοπωλεία ως τα ψυγεία των σούπερ μάρκετ, το μοσχάρι και ο αστακός μοιράζονται πλέον την ίδια τιμή
Η εικόνα ενός φιλέτου μοσχαρίσιου κρέατος να κοστολογείται σχεδόν όσο ένας κατεψυγμένος αστακός Ατλαντικού δεν είναι προϊόν υπερβολής ούτε συμβολική σύγκριση. Είναι η απτή απόδειξη μιας αγοράς τροφίμων που έχει απολέσει τη φυσική της ιεραρχία: το βασικό προϊόν της ελληνικής διατροφής έχει φτάσει να τιμολογείται στα επίπεδα ενός αγαθού πολυτελείας.
Σε γνωστές αλυσίδες λιανικής, η τιμή του νωπού μοσχαρίσιου κρέατος κινείται σήμερα κοντά στα 20 ευρώ το κιλό, ενώ ο κατεψυγμένος αστακός Ατλαντικού κυμαίνεται στα 18–22 ευρώ. Το γεγονός ότι οι δύο αυτά τα δυο προϊόντα έχουν τις ίδιες τιμές, αποκαλύπτει μια βαθύτερη στρέβλωση: η πρωτεΐνη του λαού έχει γίνει πολυτέλεια της μεσαίας τάξης, και η πολυτέλεια έχει μετατραπεί σε εφικτό πειρασμό για ειδικές περιστάσεις.
Η διαφορά δεν βρίσκεται μόνο στους αριθμούς, αλλά στη σημειολογία τους. Ο αστακός, σύμβολο ευμάρειας, μετατρέπεται σε δείκτη σύγκρισης με ένα κρέας που άλλοτε αποτελούσε την κατεξοχήν πηγή ζωικής πρωτεΐνης για εκατομμύρια οικογένειες. Οι παραγωγοί κρέατος αποδίδουν το φαινόμενο στο αυξημένο κόστος ζωοτροφών, στην ενεργειακή επιβάρυνση των εκτροφών και στις αλυσιδωτές αυξήσεις μεταφορών και ψύξης, και τις μετακυλίουν στον τελικό καταναλωτή. Οι εισαγωγές, αντί να εξομαλύνουν τις τιμές, λειτουργούν πια με τα ίδια νομισματικά δεδομένα, καθώς το ευρώ και η παγκόσμια τιμή κρέατος έχουν αναπροσαρμοστεί προς τα πάνω.
Στον αντίποδα, τα θαλασσινά ακόμη και τα κατεψυγμένα επωφελούνται από μια διαφορετική δομή κόστους: διεθνή δίκτυα παραγωγής, σταθερές αλυσίδες ψύξης και προσφορές που καθιστούν τα προϊόντα τους ανταγωνιστικά. Ο αστακός δεν έγινε φτηνός· το μοσχάρι έγινε απλώς ακριβό.
Η σύγκριση αυτή, όσο παράδοξη κι αν ακούγεται, αποτυπώνει τη μετατόπιση της ελληνικής διατροφικής πραγματικότητας. Τα όρια μεταξύ του «καθημερινού» και του «εορταστικού» γεύματος γίνονται δυσδιάκριτα. Και κάπου ανάμεσα στις προθήκες του ψυγείου και του κρεοπωλείου, η ελληνική οικογένεια καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην ανάγκη και την επιθυμία - σε μια αγορά όπου η τιμή του κιλού αφηγείται πλέον ολόκληρη κοινωνική ιστορία.