Το σιτάρι των 0,19 ευρώ και ο σπόρος του ενός ευρώ και η μαθηματική εξίσωση μιας αδιέξοδης καλλιέργειας

Οι παραγωγοί μιλούν πλέον ανοιχτά για «αντικίνητρο σποράς» καθώς η αγορά φαίνεται να μην ανταμείβει την προσπάθεια ούτε να καλύπτει τα βασικά κόστη

Στα χωράφια της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, το φθινόπωρο θα έπρεπε να σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας καλλιεργητικής περιόδου. Αντ’ αυτού, για πολλούς αγρότες, μοιάζει περισσότερο με αρχή ενός νέου οικονομικού γολγοθά. Με τη φετινή τιμή του σκληρού σιταριού να έχει υποχωρήσει στα 0,19 ευρώ το κιλό, και το κόστος για την αγορά πιστοποιημένου σπόρου να έχει εκτοξευθεί  0,66 ευρώ/κιλό για R2 και πάνω από 1 ευρώ/κιλό για R1  η εξίσωση της παραγωγής απλώς δεν βγαίνει.

Η αντιμετώπιση του κόστους παραγωγής γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, καθώς τα λιπάσματα, τα καύσιμα και οι γεωργικές εισροές εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Οι τιμές του 2025 δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας: ένα στρέμμα σκληρού σιταριού αποφέρει σήμερα λιγότερο από τα μισά έσοδα σε σχέση με τρία χρόνια πριν, ενώ τα έξοδα συνεχίζουν να αυξάνονται. Η ανισορροπία μεταξύ τιμής παραγωγού και κόστους εισροών αποτυπώνει το νέο οικονομικό παράδοξο της ελληνικής γεωργίας  μια παραγωγή που λειτουργεί με ζημία, απλώς για να διατηρηθεί η καλλιέργεια στο μητρώο.

Οι τιμές των σπόρων για τη νέα καλλιεργητική περίοδο κινούνται σε υψηλά επίπεδα, επιβεβαιώνοντας τις ανησυχίες των παραγωγών για ένα ακόμη κοστοβόρο φθινόπωρο. Τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από την αγορά αποτυπώνουν τη γενική τάση: η σπορά σιτηρών γίνεται φέτος με αυξημένο οικονομικό βάρος, καθώς οι τιμές κυμαίνονται από 0,53 έως και 0,70 ευρώ το κιλό (με ΦΠΑ).

Ενδεικτικά, η βρώμη R2 διατίθεται στα 17,00 ευρώ το σακί των 25 κιλών, δηλαδή περίπου 0,68 ευρώ το κιλό (0,60 € χωρίς ΦΠΑ). Το κριθάρι κινείται γύρω στα 15,00–15,50 ευρώ τα 25 κιλά, δηλαδή 0,60–0,62 ευρώ το κιλό (περίπου 0,53–0,55 ευρώ χωρίς ΦΠΑ).

Στο μαλακό σιτάρι, η τιμή διατηρείται στα 15,00 ευρώ τα 25 κιλά (0,60 €/κιλό, ή 0,53 €/κιλό χωρίς ΦΠΑ), ενώ το σκληρό σιτάρι κυμαίνεται μεταξύ 15,00 και 16,00 ευρώ ανά σακί (0,60–0,64 €/κιλό με ΦΠΑ, ή 0,53–0,57 €/κιλό χωρίς ΦΠΑ). Οι ποικιλίες R2 κινούνται ελαφρώς υψηλότερα, επιβεβαιώνοντας την αυξημένη ζήτηση για πιστοποιημένο πολλαπλασιαστικό υλικό.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σιτοσίκαλη – τριτικάλε, που διατίθεται σε σακί των 30 κιλών στα 17,50 ευρώ, δηλαδή περίπου 0,58 ευρώ το κιλό (0,47 € χωρίς ΦΠΑ).

Οι παραγωγοί μιλούν πλέον ανοιχτά για «αντικίνητρο σποράς», καθώς η αγορά φαίνεται να μην ανταμείβει την προσπάθεια ούτε να καλύπτει τα βασικά κόστη. Στα τοπικά  καταστήματα, οι τιμές των σπόρων και των λιπασμάτων καταγράφουν αύξηση άνω του 20% σε σχέση με πέρυσι, ενώ η αγορά παραμένει μουδιασμένη. «Όταν ο σπόρος R1 περνάει το ένα ευρώ και το σιτάρι πληρώνεται 0,19, δεν υπάρχει λογική συνέχισης», σχολιάζει χαρακτηριστικά στέλεχος συνεταιρισμού στη Λάρισα.

Οι εμπορικές πιέσεις, ενισχυμένες από τις διεθνείς τάσεις των αγορών σιτηρών, συμβάλλουν περαιτέρω στη συρρίκνωση των περιθωρίων. Οι πρόσφατες συμφωνίες εξαγωγών από χώρες όπως ο Καναδάς και η Ρωσία, έχουν οδηγήσει τις τιμές σε χαμηλά διετίας, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τις χώρες της Μεσογείου.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, οι Έλληνες αγρότες καλούνται να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Να σπείρουν ξανά γνωρίζοντας πως, ακόμη κι αν όλα πάνε καλά, η καλλιέργεια ίσως να μην αποδώσει οικονομικά. Ή να αφήσουν τα χωράφια ακαλλιέργητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επισιτιστική αυτάρκεια και τη συνέχεια της αγροτικής δραστηριότητας στην ύπαιθρο.