Οι εγκαταστάσεις που  διαδραμάτισαν  πολιτιστικό, ιστορικό, κοινωνικό και οικονομικό ρόλο στον ελληνικό χώρο

 Ο ανεμόμυλος του Ήρωνα.. Ο πρώτος ανεμόμυλος σχεδιάστηκε από τον Ήρωνα τον 1o μετά Χριστό αιώνα. Ήταν οριζόντιου άξονα περιστροφής και είχε τέσσερα πτερύγια. Στην Ελλάδα η χρήση των ανεμόμυλων υπήρξε αρκετά εκτεταμένη, λόγω του πλούσιου αιολικού δυναμικού της χώρας. Αν και είχαν εμφανιστεί πολλούς αιώνες πριν, η χρήση τους καθιερώθηκε κατά τη Βυζαντινή περίοδο, γνωρίζοντας ακόμα μεγαλύτερη διάδοση κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, κυρίως στο ανατολικό Αιγαίο αλλά και στην ενδοχώρα. Κατά κανόνα στεγάζονταν σε κυλινδρικά, πέτρινα, διώροφα κτίρια. Στον επάνω όροφο βρισκόταν ο άξονας και το σύστημα μετάδοσης της κίνησης, ενώ στον κάτω όροφο γινόταν η άλεση και αποθήκευση των σιτηρών. Τα πτερύγιά τους ήταν πάνινα, 5-15 μέτρα σε μήκος και πλάτος το 1/5 του μήκους τους. Ένας ανεμόμυλος μπορούσε να αλέσει 20-70 κιλά σιτηρών την ώρα, ανάλογα με την ένταση και τη φορά του ανέμου. Σήμερα οι περισσότεροι ανεμόμυλοι έχουν ερειπωθεί και διατηρούνται ελάχιστοι, κυρίως για τουριστικούς λόγους. Μια παραλλαγή ανεμόμυλου χρησιμοποιήθηκε στο οροπέδιο του Λασιθίου στην Κρήτη, για την άντληση νερού. Αυτοί ήταν σιδερένιες κατασκευές με πάνινα πτερύγια. Από τους 6.000 που υπολογίζεται ότι υπήρχαν στις αρχές του 20ου αιώνα, σήμερα λειτουργούν περίπου οι χίλιοι. Πολλοί από αυτούς διαθέτουν τέσσερα πτερύγια.

Η ανάπτυξη της γεωργίας, με κύριο προϊόν τα δημητριακά, θεωρείται σαν ένα από τα πιο σημαντικά ορόσημα στην ιστορία της ανθρωπότητας.  Στην αρχή ο άνθρωπος έτρωγε τους σπόρους νωπούς, ξερούς ή ελαφρά ψημένους ενώ αργότερα σκέφθηκε να τους κομματιάσει για να παρασκευάσει χυλό, χρησιμοποιώντας κυλινδρικές πέτρες που τις κινούσε πάνω σε πλάκες ή μέσα σε γούρνες, δηλαδή τους τριπτήρες που αποτελούν το πρώτο βήμα στην ιστορία του αλέσματος.  Το δεύτερο βήμα είναι το ιγδίο, δηλαδή το γουδί, που είναι και η μοναδική επινόηση του προϊστορικού ανθρώπου πάνω στην οποία δεν είχαν καμία επίδραση οι κατοπινές τεχνολογικές εξελίξεις, αφού παραμένει ως σήμερα απαράλλαχτο.  Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς φθάσαμε στο τρίτο στάδιο της εξέλιξης, δηλαδή στους περιστρεφόμενους μύλους, χειρόμυλους αρχικά και ανθρωπόμυλους στη συνέχεια, που τους γύριζαν δούλοι, και οι οποίοι αλευροποιούσαν ομοιόμορφα τους σπόρους.  Οι ζωόμυλοι που ακολούθησαν ήταν παρόμοιοι, πιο μεγάλοι όμως και με πολλαπλάσια παραγωγική ικανότητα, αφού τους κινούσαν ζώα με μεγαλύτερη μυϊκή δύναμη από τον άνθρωπο.

Η εκμετάλλευση της υδραυλικής ενέργειας, της ενέργειας που μπορεί να προσφέρει το νερό, αναμφίβολα ήταν το πιο σημαντικό βήμα στην εξέλιξη των μέσων που ο άνθρωπος χρησιμοποίησε για το άλεσμα.  Κι αυτό, διότι με την εφεύρεση του νερόμυλου, πρώτη φορά σκέφθηκε να αξιοποιήσει μια φυσική δύναμη για κίνηση μηχανισμού, αυξάνοντας παράλληλα σημαντικά την παραγωγή (έχει υπολογιστεί ότι η παραγωγή ενός αλεστικού νερόμυλου, ισοδυναμούσε με την αντίστοιχη 15 περίπου δούλων).  Για το πότε και για το που έγινε αυτό, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις από ιστορικούς της τεχνολογίας.  Την παλιότερη πάντως γραπτή μαρτυρία μας τη δίνει ο Στράβων περιγράφοντας τα ανάκτορα του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ του Ευπάτορα στα Κάβειρα, όπου αναφέρει την ύπαρξη «υδραλέτη», τον οποίο βρήκαν το 64 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατακτητές.  Στην συνέχεια, ο Βιτρούβιος στο έργο του «De architectura» δίνει την πρώτη περιγραφή του, το 25 μ.Χ.

Ο ανεμόμυλος, για τη λειτουργία του οποίου χρησιμοποιήθηκε η αιολική ενέργεια, αποτελεί το πιο σύνθετο δημιούργημα μηχανισμού ευρείας χρήσεως της προβιομηχανικής τεχνολογίας, με δυνατότητα παραγωγής πολύ μεγαλύτερης από του νερόμυλου.  Η πρώτη γνωστή εμφάνιση αλεστικού ανεμόμυλου τοποθετείται περίπου στο 700 μ.Χ. στο Σεϊστάν της Περσίας, αλλά με οριζόντια περιστροφή της ψάθινης φτερωτής του, ενώ με τη γνωστή «ολλανδική» μορφή με όρθια ξύλινη φτερωτή, εμφανίζεται κατά πάσα πιθανότητα στην περιοχή της Φλάνδρας περί το 1000 μ.Χ., και γι’ αυτό όμως υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις.

Όλα αυτά τα είδη μύλων λειτούργησαν πριν την βιομηχανική εποχή, όταν γινόταν χρήση μόνο της μυϊκής ανθρώπινης και ζωικής δύναμης και εκμετάλλευση των ήπιων, φυσικών, ανανεώσιμων, ανεξάντλητων, καθαρών, παραδοσιακών πηγών ενέργειας, ανάλογα με την οπτική γωνία που προσεγγίζονται.  Στη συνέχεια εμφανίστηκαν οι ατμόμυλοι, οι πετρελαιοκίνητοι μύλοι και τέλος, οι ηλεκτροκίνητοι κυλινδρόμυλοι, που εξελισσόμενοι συνεχώς, χρησιμοποιούνται ως σήμερα.  Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι κάθε εξελικτικό στάδιο στην περίπτωση των μύλων δεν εκτοπιζόταν από το επόμενο. Έτσι στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα εξακολουθούσαν να δουλεύουν, κατά περιοχές στην Ελλάδα, παράλληλα με τους βιομηχανικούς μύλους, και χειρόμυλοι και ζωόμυλοι και νερόμυλοι και ανεμόμυλοι.  Οι νερόμυλοι και οι ανεμόμυλοι ήταν τα πιο διαδεδομένα εργαστήρια αλέσματος, αν εξαιρεθούν οι μικροί χειρόμυλοι που υπήρχαν σε όλα σχεδόν τα εκτός πόλεων νοικοκυριά, αλλά με πολύ μικρή δυνατότητα καθημερινής, οικογενειακής κλίμακας, παραγωγής.

Εκτός από τον παραπάνω τρόπο κατάταξης των μύλων, που έχει σαν βάση την κινητήριά τους δύναμη, δηλαδή τη χρησιμοποιούμενη μορφή ενέργειας, υπάρχουν και άλλοι δύο:

- με βάση το παραγόμενο προϊόν: αλευρόμυλοι, ελιόμυλοι (λιοτρίβια), μπαρουτόμυλοι, ριζόμυλοι, ταμπακόμυλοι, ζαχαρόμυλοι, (ση)σαμόμυλοι, χαρουπόμυλοι, μύλοι οικοδομικών υλικών (ασβεστόμυλοι, κουρασανόμυλοι), καρβουνόμυλοι, καπνόμυλοι, χαρτόμυλοι, μύλοι τριψίματος ορυκτών κ.α.
- με βάση το είδος του μηχανισμού: μύλοι αλέσματος, σύνθλιψης, κρούσης, τριβής, πριονίσματος, θρυμματισμού, άντλησης, τεμαχισμού, αποφλοίωσης, εξαερισμού στοών, φυσήματος, επεξεργασίας υφαντών, κ.α.\

Από τις κατατάξεις αυτές, είναι φανερό ότι καθιερώθηκε διεθνώς, να συμπεριλαμβάνεται πια στους μύλους:

- ό,τι περιστρέφεται
- ό,τι αλέθει με οποιονδήποτε τρόπο, έστω κι αν δεν γυρίζει
- ό,τι έχει φτερωτή
- ό,τι έχει οδοντωτό τροχό.

Πρέπει πάντως να γίνει σαφές ότι στον συγκεκριμένο τομέα της προβιομηχανικής τεχνολογίας, πάντοτε εννοούμε συνδυασμό κτίσματος και μηχανισμού, δηλαδή αρχιτεκτονικής και τεχνολογίας που αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο, με αποτέλεσμα να αλληλοεπηρεάζονται, να διαμορφώνει το ένα το άλλο και να κατασκευάζονται υποχρεωτικά ταυτόχρονα. Γι’ αυτό «μύλος» ονομαζόταν πάντα τόσο ο μηχανισμός του εργαστηρίου, όσο και το οικοδόμημα μέσα στο οποίο λειτουργούσε.

Διευκρινίζεται ότι η λέξη «μύλος» είναι ελληνική και προέρχεται από τον Μύλη, γιο του πρώτου βασιλιά της Λακωνίας Λέλεγα, στον οποίο η ελληνική μυθολογία απέδιδε την επινόησή του. Προστάτης των χειρόμυλων, ήταν ο ίδιος ο Δίας, που μεταξύ των άλλων του επωνυμιών, λεγόταν και «Μυλεύς».  Η λέξη πέρασε στα λατινικά ως mola και molendinum και από εκεί προήλθαν οι όροι: mill, moulin, mühle, molino κλπ. στις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Στην Ελλάδα έχει πραγματοποιηθεί μία σειρά ερευνών, κυρίως με ιδιωτική πρωτοβουλία, οι οποίες είχαν σαν στόχο τη διερεύνηση των τρόπων αξιοποίησης των φυσικών πηγών ενέργειας στο συγκεκριμένο τμήμα της προβιομηχανικής τεχνολογίας, αυτό των μύλων, που παράλληλα αποτελεί και σημαντικό μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.  Οι έρευνες αυτές ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 70, κυριολεκτικά σε οριακή στιγμή, διότι ζούσαν ακόμη άτομα που είχαν άμεση σχέση με το αντικείμενο είτε σαν κατασκευαστές, είτε σαν χειριστές, είτε τέλος σαν απλοί χρήστες αυτών των εργαστηρίων, την εποχή που η χρήση τους ήταν ακόμη εντατική, στις αρχές του 20ου αιώνα.  Τα άτομα αυτά, υπήρξαν οι κύριες πηγές πληροφοριών, τόσο για τις παραδοσιακές τεχνικές, όσο και για τις κατασκευές.


Η χρήση της υδραυλικής ενέργειας




Η λειτουργία των υδροκίνητων μηχανισμών γινόταν μέσω μικρού ή μεγάλου υδροτροχού (φτερωτής), όρθια ή οριζόντια τοποθετημένου, τον οποίο με διάφορους τρόπους περιέστρεφε η δύναμη που μπορεί να εξασκήσει το κινούμενο νερό.   Η υδραυλική ενέργεια και ο υδροτροχός είναι έννοιες αναπόσπαστα συνδεδεμένες στην ιστορία της τεχνολογίας.  Οι όρθιοι υδροτροχοί καθιερώθηκαν ως «ρωμαϊκοί», διότι  εξαπλώθηκαν στο ρωμαϊκό κράτος, ενώ οι μεταγενέστεροι οριζόντιοι ως «ελληνικοί» ή «ανατολικοί», διότι χρησιμοποιήθηκαν στη βυζαντινή επικράτεια.  Στον «Γεωργικό Νόμο» μάλιστα του Ιουστινιανού, συμπεριλαμβάνονται ειδικές διατάξεις για τη λειτουργία των νερόμυλων.

Από το νερό μπορούμε να εκμεταλλευθούμε ενέργεια δύο μορφών: την κινητική, αυτή που έχει όταν κινείται και τη δυναμική, αυτή που μας παρέχει όταν μειώνεται η διαφορά στάθμης της επιφάνειάς του με υδατόπτωση.  Και οι δύο αυτές μορφές χρησιμοποιήθηκαν από την εποχή της προβιομηχανικής τεχνολογίας ως τις μέρες μας για κίνηση πολλών ειδών, μορφών, χρήσεων και παραγωγικής ικανότητας υδροκίνητων μηχανισμών, οι οποίοι μετατρέπουν την ενέργεια του νερού σε άλλη, αυτή που κάθε φορά μας χρειάζεται για διαφορετικούς σκοπούς.

Αρχικά η κινητική ενέργεια χρησιμοποιήθηκε για το άλεσμα, με την τοποθέτηση όρθιων μικρών φτερωτών σε ποτάμια.  Το νερό παρασύροντας προεξέχοντα και βυθισμένα πτερύγια, τις περιέστρεφε.  Τον 5ο μ.Χ. αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα, σκέφτηκαν να το οδηγήσουν πάνω από τον τροχό, ώστε πέφτοντας από το κανάλι προσαγωγής του στα πτερύγια της φτερωτής, να χρησιμοποιείται εκτός από την κίνησή του και η βαρύτητα με τη μικρού ύψους υδατόπτωση.  Στη συνέχεια, τα πτερύγια των τροχών αυτών αντικαταστάθηκαν από φατνώματα, ώστε το νερό να εγκλωβίζεται ώσπου να αδειάσει από την περιστροφή, με αποτέλεσμα να επιταχύνεται η κίνηση από το βάρος του.  Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι ξύλινοι αρχικά αυτοί τροχοί, μετατράπηκαν σε βαριές μεταλλικές κατασκευές, τις «ροδάνες» κι έτσι εμφανίστηκαν μεγάλες εγκαταστάσεις με πολλές μυλόπετρες και πολλαπλάσια παραγωγική ικανότητα.  Στο μεταξύ είχε χρησιμοποιηθεί και η ροή της παλίρροιας με παλιρροιόμυλους, που κατά πληροφορίες περιηγητών υπήρχαν και στο στενό της Χαλκίδας, όπως και η ροή μεγάλων πλωτών ποταμών σε μύλους προσαρμοσμένους σε δεμένα ποταμόπλοια, τα οποία μετακινούμενα εξυπηρετούσαν διάφορες περιοχές, όπως γινόταν στον Έβρο.  Ένα μοναδικό φαινόμενο έχουμε στην Κεφαλλονιά με τους «θαλασσόμυλους» στις καταβόθρες.

Με την εφεύρεση του οριζόντιου υδροτροχού, λύθηκε το πρόβλημα κατασκευής νερόμυλων και σε περιοχές όπου δεν υπήρχε ροή μεγάλης ποσότητας νερού, την οποία απαιτούσε ο όρθιος.  Έτσι μπορούσαν πια να εξυπηρετηθούν και οικισμοί ορεινοί, αρκεί να υπήρχε κάποια πηγή ή ρυάκι. Παράλληλα, όμως, προέκυψε η ανάγκη κατασκευής υδραυλικών έργων υποδομής για τη συγκέντρωση του νερού (νεροκράτες), τη μεταφορά του (νεραύλακα), την αποθήκευσή του (στέρνες) και τέλος τη διοχέτευσή του στο μηχανισμό κίνησης της εγκατάστασης.  Η αξία αυτών των έργων μερικές φορές ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αξία του ίδιου του μύλου και η ποιότητά τους, ήταν συχνά πολύ υψηλού επιπέδου, κάτι που δείχνει παρουσία έμπειρων τεχνιτών.

Με την πάροδο του χρόνου και με τη βοήθεια νέων μέσων μετατροπής και πολλαπλασιασμού δυνάμεων (κυρίως του οδοντωτού τροχού και της τροχαλίας), γενικεύτηκε η χρήση της υδραυλικής ενέργειας με την εφεύρεση πολλών πολύπλοκων και σύνθετων μηχανισμών, κι έτσι ο ρόλος της εξελίχθηκε σε πρωταρχικό για την τεχνολογία και την οικονομία.  Η μετάδοση της κίνησης από τη φτερωτή προς το μηχανισμό που κινούσε και ανάλογα με τον τρόπο λειτουργίας του, γινόταν με συστήματα αξόνων και γραναζιών, αν έπρεπε να παραμείνει κυκλική (π.χ. μύλοι) ή με τη βοήθεια άξονα εκκεντροφόρου (π.χ. μαντάνια, μπαρουτόμυλοι) ή στροφαλοφόρου (π.χ. νεροπρίονα), αν μετατρεπόταν σε παλινδρομική.  Με τη χρήση αυτών των μέσων μετατροπής, μπήκαμε στην εποχή όπου ενέργεια και μηχανισμός είναι πια δύο έννοιες πολύ στενά συνδεδεμένες.

Η διάδοση των νερόμυλων ήταν ευρύτατη στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά που είχαν νερό.  Οι μύλοι αυτοί είχαν συνήθως ένα ζευγάρι μυλόπετρες (μονόφθαλμοι), όταν υπήρχε μεγαλύτερη ποσότητα νερού δύο (διόφθαλμοι) και πολύ σπάνια περισσότερα.  Χωρίζονται επίσης σ’ αυτούς που λειτουργούσαν όλο το χρόνο και στους εποχιακούς που σταματούσαν το καλοκαίρι, όταν στέρευε το νερό (ξερόμυλοι ή ξερικοί μύλοι).

Οι νερόμυλοι, σε σχέση με τον ή τους οικισμούς που εξυπηρετούσαν, είτε ήταν ενταγμένοι μέσα σ’ αυτούς, είτε στην άκρη τους, είτε τέλος έξω και μακριά απ’ αυτούς, ανάλογα με το που βρισκόταν το νερό και η διάταξή τους φυσικά ακολουθούσε τη ροή του.  Πρέπει να αναφερθούν και τα μυλοχώρια, δηλαδή οικισμοί κατά μήκος των ποταμιών, που δημιουργήθηκαν από το κτίσιμο των μύλων και κατοικούνταν μόνο από οικογένειες μυλωνάδων (π.χ. στην Άνδρο και στη Νάξο).  Τέλος νερόμυλοι υπήρχαν και σε πύργους για τροφοδοσία κατά τη διάρκεια πολιορκίας, όπως και σε μετόχια μοναστηριών.  Όπου το νερό ήταν λιγοστό, για λόγους οικονομίας οι νερόμυλοι κτίζονταν με τέτοια διάταξη, ώστε να το χρησιμοποιούν διαδοχικά – και αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της υδροκίνησης:  ο νερόμυλος όσο νερό χρειαστεί δεν το καταναλώνει και το παραδίδει χωρίς καμία φθορά ποσότητας και με τον ίδιο βαθμό καθαρότητας που παρέλαβε.  Έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πάλι είτε για κίνηση επόμενων μύλων, είτε για πότισμα, είτε τέλος για άλλους σκοπούς.

Η κατασκευή του κτίσματος των νερόμυλων διέφερε από τόπο σε τόπο και ακολουθούσε τις τοπικές αρχιτεκτονικές συνήθειες και μεθόδους όπως είχαν διαμορφωθεί από τα διαθέσιμα υλικά και το περιβάλλον.  Έτσι αλλού βλέπουμε στέγες ξύλινες κεκλιμένες, καλυμμένες με κεραμίδια ή σχιστόπλακες, αλλού θολωτές, αλλού δώματα επίπεδα με διάφορους τρόπους κατασκευής και «μπηλιασμένο» χώμα, τοιχοποιίες διαφόρων ειδών κλπ.

Ο μηχανισμός τους ήταν απλός και διαιρείται σε δύο τμήματα, στον κινητικό και τον αλεστικό. Το πιο σημαντικό στοιχείο για τη σωστή λειτουργία μιας υδροκίνητης εγκατάστασης ήταν, φυσικά, η υδατόπτωση.  Σε πολύ γενικές γραμμές και απλοποιώντας κάπως τα πράγματα, αναφέρεται ότι υπήρχαν δύο βασικοί τρόποι για τη δημιουργία της, ανεξάρτητα από τη μορφή και το είδος του μηχανισμού που επρόκειτο να κινήσει.  Όταν το νερό ήταν αρκετό και δεν χρειαζόταν να κατασκευαστεί δεξαμενή, το νεραύλακο κατέληγε σε «κρέμαση» με βαθμιδωτή ή κεκλιμένη παρειά, απ’ όπου μέσα από ξαπλωμένο πάνω της βαγένι το νερό κατέβαινε στη φτερωτή.  Όπως φαίνεται, τα παλιότερα βαγένια ήταν πέτρινα από λαξευμένους ογκόλιθους. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν και ξύλινα κατασκευασμένα σαν βαρέλια από σανίδες (βαγένι = βαρέλι) ή λαξευμένα σε χοντρούς κορμούς, ενώ τα τελευταία χρόνια λειτουργίας των μύλων, μετατράπηκαν σε μεταλλικά από λαμαρίνα.  Στις περιπτώσεις όμως που η παροχή του νερού ήταν μικρή και αναγκαστικά υπήρχε δεξαμενή, με ένα μικρό κανάλι οδηγούσαν το νερό σε πέτρινο πύργο, κούφιο εσωτερικά και από στόμιο που βρισκόταν στο κάτω μέρος του, εκτοξευόταν στη φτερωτή. Η δυναμική ενέργεια εκφράζεται από το γινόμενο του βάρους επί το ύψος. Γι’ αυτό, εάν η διαφορά της στάθμης ήταν μεγάλη, αρκούσε μια μικρής διαμέτρου σωλήνα με μεγάλο ύψος.  Εάν η διαφορά ήταν μικρή, έπρεπε να μεγαλώσει η διάμετρος, ώστε να χωρέσει περισσότερος όγκος νερού, άρα να έχει μεγαλύτερο βάρος και το γινόμενο να μείνει το ίδιο. Οι πύργοι είχαν διάφορες μορφές (παραλληλεπίπεδες, βαθμιδωτές, κυλινδρικές, κεκλιμένες, κολουροκωνικές, πυραμιδοειδείς, οκταγωνικές, μικτές κλπ.).

Εκτός από τους νερόμυλους, στον ελληνικό χώρο η χρήση της υδραυλικής ενέργειας επεκτάθηκε πολύ, με κατασκευή μαντανιών, νεροπρίονων, λιοτριβιών και νεροτριβών.

Tο μαντάνι
(ή μπατάνι ή ρασοφάμπρικα), χρησίμευε στην κατεργασία των μάλλινων υφασμάτων (υφαντών) με κτυπήματα ώστε να γίνουν συνεκτικά.  Ήταν μία σχεδόν εξ ολοκλήρου ξύλινη μηχανή, άλλοτε υπαίθρια και άλλοτε στεγασμένη, η οποία συνήθως δεν ήταν ανεξάρτητη εγκατάσταση, αλλά αποτελούσε τμήμα υδροκίνητων συγκροτημάτων που περιλάμβαναν νεροτριβές και νερόμυλους με τον ίδιο χειριστή - μυλωνά.  Πρόκειται για ένα σκελετό από το πάνω μέρος του οποίου κρέμονται τέσσερα κοπάνια και πιο σπάνια δύο ή τρία, τα οποία, κινούμενα παλινδρομικά, κτυπούσαν τα μουσκεμένα υφάσματα τοποθετημένα σε κοίλωμα, σκαλισμένο σε χοντρό, οριζόντια τοποθετημένο κορμό ή σπανιότερα σε φωλιές ανοιγμένες σε μαρμάρινο όγκο.  Η μικρή όρθια «ρωμαϊκή» φτερωτή, που βρισκόταν έξω από το περίγραμμα της κύριας κατασκευής και στο χαμηλότερο σημείο της, γύριζε τον οριζόντιο εκκεντροφόρο άξονα από τον οποίο προεξείχαν σφήνες (έκκεντρα).  Με την περιστροφή, τα έκκεντρα σκάλωναν σε αντίστοιχους πείρους που κρέμονταν κάτω από τα κοπάνια και τα απομάκρυναν από την κατακόρυφη θέση τους ανασηκώνοντάς τα.  Όταν οι σφήνες του άξονα τα άφηναν ελεύθερα, λόγω του βάρους τους επέστρεφαν με ορμή και επακολουθούσε η κρούση τους πάνω στα μουσκεμένα υφάσματα.

Το νεροπρίονο
χρησίμευε για την παραγωγή της εγχώριας, οικοδομικής κυρίως, πριστής (πριονιστής) ξυλείας από κορμούς δέντρων.  Αρχικά, δεν αποτελούσε μόνιμη εγκατάσταση, αλλά το συναρμολογούσαν στο ύπαιθρο, κοντά στο σημείο όπου υλοτομούσαν κάθε φορά, μεταφέροντας τα εξαρτήματά του (φτερωτή, πριόνι, στρόφαλο, βαγένια κ.ά.) και κατασκευάζοντας νέα ντάνα, δηλαδή βάση που την αποτελούσαν επάλληλες σειρές από κομμάτια χοντρών κορμών, τοποθετημένες σταυρωτά η καθεμιά ως προς την από κάτω της.  Οι μηχανισμοί του ήταν δύο:  ο κινητικός του πριονιού και ο προωθητικός του κορμού που θα σχιζόταν.  Η μικρή όρθια «ρωμαϊκή» φτερωτή, που βρισκόταν στο κάτω μέρος της ντάνας, περιέστρεφε τον οριζόντιο άξονα και αυτός, μέσω μεταλλικού στρόφαλου, έδινε κατακόρυφη παλινδρομική κίνηση στο πλαίσιο του όρθιου πριονιού, το οποίο έσχιζε κατά μήκος τον βαθμιαία προωθούμενο κορμό. Όταν ανοίχθηκαν δασικοί δρόμοι, εμφανίστηκαν και οι πρώτες μόνιμες, πολύ μεγαλύτερες και στεγασμένες, εγκαταστάσεις πλάι στα ποτάμια, συνήθως στους πρόποδες των δασωμένων πλαγιών όπου γινόταν η υλοτόμηση.

Το λιοτρίβι χρησίμευε για τη σύνθλιψη των καρπών της ελιάς και με τις πρώτες μορφές του - χειροκίνητο αρχικά ή ζωοκίνητο αργότερα - είναι γνωστό από την αρχαιότητα.  Είχε τεράστια εξάπλωση στις ελαιοπαραγωγικές περιοχές του ελληνικού χώρου και το ζωοκίνητο χρησιμοποιήθηκε ως τελευταία σε μικρά χωριά.  Το υδροκίνητο, αρχικά δούλεψε με οριζόντια μικρή φτερωτή «ανατολικού» τύπου και οι πρώτες εγκαταστάσεις έγιναν σε τροποποιημένους παλιούς νερόμυλους.  Το εξελιγμένο, με τις μεγάλες όρθιες «ρωμαϊκού» τύπου εξωτερικές μεταλλικές φτερωτές (ροδάνες), είναι «νέα» εφεύρεση της βιομηχανικής εποχής και προϋπόθεση για τη λειτουργία του ήταν η ύπαρξη ροής μεγάλης ποσότητας νερού στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο που συγκεντρώνονται οι ελιές για πολτοποίηση, γι’ αυτό και εξαπλώθηκε σε λίγες περιοχές του ελλαδικού χώρου.  Οι εντυπωσιακοί σε μέγεθος σιδερένιοι τροχοί, των οποίων η διάμετρος έφτανε και τα 12,50μ., αρχικά εισάγονταν με τον υπόλοιπο μηχανισμό από εργοστάσια του εξωτερικού, ενώ αργότερα τους έφτιαχναν τοπικά μηχανουργεία.  Ήταν απαραίτητο να είναι μεγάλοι, διότι έπρεπε να κινούν τους όρθιους (ένα, δύο ή τρεις) κυλινδρικούς ή οριζόντιους κολουροκωνικούς μονόλιθους (μυλόπετρες) που είχαν μεγάλο βάρος, αναγκαίο για να συνθλίβουν και να πολτοποιούν τις ελιές.  Η κίνηση από τον άξονα της φτερωτής μεταδιδόταν σε έναν όρθιο οδοντωτό τροχό που γύριζε ένα οριζόντιο γρανάζι.  Το γρανάζι μέσω του δικού του άξονα, περιέστρεφε τις μυλόπετρες που ήταν συνδεδεμένες με αυτό, πάνω στο αλώνι.

Η νεροτριβή (ή ντριστέλα ή ρασοτριβή), ήταν η πιο απλή από όλες τις υδροκίνητες εγκαταστάσεις και ως προς την κατασκευή, γιατί δεν διέθετε μηχανισμό, και ως προς τη λειτουργία, γιατί δεν χρειαζόταν χειριστή να την παρακολουθεί και να τη ρυθμίζει συνεχώς.  Άλλοτε ήταν υπαίθρια και άλλοτε στεγασμένη, μόνη της ή σε κτίσμα με νερόμυλο ή κάποτε και μαντάνι και χρησίμευε για την επεξεργασία μάλλινων υφαντών κατά το στάδιο της κατασκευής τους (για να αφρατέψουν και να δέσουν μεταξύ τους τα μάλλινα νήματα) ή για το ετήσιο πλύσιμό τους.  Την αποτελούσε ένας ξύλινος κάδος μορφής ανεστραμμένου κόλουρου κώνου με το μεγαλύτερο τμήμα του χωμένο μέσα στο φυσικό ή τεχνητό έδαφος, ώστε η εσωτερική πίεση του νερού να μη δημιουργεί κινδύνους ανοίγματος των τοιχωμάτων.  Επειδή ο τρόπος κατασκευής έμοιαζε με των βαρελιών, συνήθως την έφτιαχνε βαγενάς και όχι μυλομαραγκός.  Υπήρχαν δύο τύποι νεροτριβών: οι «γυριστές» και οι «βουτηχτές».  Στις γυριστές, που είχαν μεγαλύτερη διάμετρο, το νερό εκτοξευόταν υπό κλίση από το στόμιο του βαγενιού στο τοίχωμα του κάδου και δημιουργούσε έτσι περιστροφική (γυριστή) κίνηση που κατέβαζε τα ρούχα με τη δίνη που σχηματιζόταν στο κέντρο και τα ανέβαζε περιφερειακά.  Στις βουτηχτές, που είχαν μικρότερη διάμετρο, αλλά μεγαλύτερο βάθος, το βαγένι ήταν πιο όρθιο και το νερό εκτοξευόταν σχεδόν κατακόρυφα δημιουργώντας καθοδική και ανοδική κίνηση χωρίς δίνη, ανεβοκατεβάζοντας τα ρούχα, από την επιφάνεια ως τον πάτο.

Δεν είμαστε ακόμη σε θέση να γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των ελληνικών νερόμυλων, μια και η δημιουργία του Αρχείου των Ελληνικών Μύλων προχωράει αργά, με τοπικές έρευνες.  Εκτιμάται όμως, ανεξάρτητα από την κατάσταση στην οποία σήμερα βρίσκονται, ότι μαζί με τα άλλα υδροκίνητα εργαστήρια που συχνά τους συνόδευαν (νεροτριβές και μαντάνια), πρέπει να πλησιάζουν τους 30.000, λίγοι από τους οποίους εξακολουθούν να αλέθουν ως σήμερα, έστω και περιστασιακά, σε απομακρυσμένες περιοχές.  Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην έρευνα που έγινε στο νομό Αρκαδίας βρέθηκαν περισσότερα από 500 εργαστήρια, ενώ στο νομό Κυκλάδων περίπου 400, παρά την ύπαρξη τόσων ανεμόμυλων και την έλλειψη νερού.


Η χρήση της αιολικής ενέργειας


Η χρήση της αιολικής ενέργειας για κίνηση μηχανισμού περιορίστηκε στους ανεμόμυλους και στους αντλητικούς μύλους. Παραμένει άγνωστο το πώς ο ανεμόμυλος έφθασε στην ανατολική Μεσόγειο και έχουν αναπτυχθεί αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες από ερευνητές.  Φαίνεται ότι στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αιώνα υπήρχε ήδη στο Ρόδο, ενώ τον 14ο είχε πια εξαπλωθεί στο Αιγαίο.  Χρησιμοποιήθηκε παντού σαν αλεστικός σιτηρών, για τη φάβα στη Σαντορίνη και για τρίψιμο φλούδας πεύκου, βελανιδιών και σπόρων σχοίνου για τα βυρσοδεψεία κυρίως στη Χίο και τη Σύρο.  Σαν αντλητικός δούλεψε από παλιά κυρίως στη Ρόδο, στην Κω και αργότερα στην Κρήτη.  Τέλος βρέθηκε ένας που άλεθε θειάφι στα ορυχεία της Μήλου.

Η κατασκευή του ανεμόμυλου, ιδίως του μηχανισμού και μάλιστα με τα μέσα της εποχής, παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες και η δαπάνη ήταν σημαντική, γι’ αυτό τους έφτιαχναν μεγαλονοικοκυραίοι και τους πάκτωναν σε επαγγελματίες μυλωνάδες.  Χρειάζονταν περισσότερα από 800 ημερομίσθια «ήλιο με ήλιο», μυλομαραγκών, ξυλουργών, κτιστάδων, σιδεράδων και αγωγιατών για το σύνολο της κατασκευής.  Συγκεντρώνονταν 30-35 μ3 ακατέργαστης ξυλείας διαφόρων ειδών, που τελικά έβγαζαν περισσότερα από 550 φορμαρισμένα εξαρτήματα.  Ο μεσογειακός πυργόμυλος ήταν πάντοτε πέτρινος με κωνική στέγη από ξύλινο σκελετό και επένδυση από χόρτο, η οποία στα νεότερα χρόνια αντικαταστάθηκε στα πιο πλούσια νησιά από ξύλινη, πάλι κωνική, ή τετράρριχτη πυραμιδοειδή.  Η μεγάλη δυσκολία στη κατασκευή έγκειται στο ότι η ανέγερση του πύργου και η τοποθέτηση του μηχανισμού έπρεπε να προχωρούν παράλληλα, γιατί πύργος και μηχανισμός ήταν συνδεδεμένοι μεταξύ τους.

Το μηχανισμό των ανεμόμυλων τον κατασκεύαζαν οι μυλομαραγκοί, οι οποίοι ήταν ειδικευμένοι ξυλουργοί που ήξεραν τα μυστικά κατασκευής του αλλά και του σημαδέματος των εξαρτημάτων και της κοπής των ξύλων, τα οποία αποκάλυπταν μόνο στους γιους τους από φόβο μήπως αποκτήσουν ανταγωνιστές. Το συνεργείο το αποτελούσαν ο μάστορης (μυλομαραγκός) με 2-3 βοηθούς ξυλουργούς.  Ήταν ουσιαστικά ο αρχιτέκτονας των μύλων που άρχιζε τη δουλειά του με την επιλογή της πόστας και τον εντοπισμό της κατάλληλης ξυλείας πάνω στα δέντρα και την τέλειωνε με την τοποθέτηση των πανιών.

Στις Κυκλάδες ειδικά, ο μεσογειακός πυργόμυλος προσαρμόστηκε στην τοπική αρχιτεκτονική, με τη χρήση των τοπικών υλικών και μεθόδων κατασκευής.  Σχεδόν σε όλη την Μεσόγειο, ως και τα Δωδεκάνησα, απαντά ένας κυλινδρικός πέτρινος πύργος με εσωτερικό διαχωρισμό των ορόφων από ξύλινα δοκάρια και πατωσάνιδα.  Εδώ, εκτός από τις ξύλινες αυτές κατασκευές, βρίσκουμε εσωτερικά τόξα από σχιστόλιθο (όπου υπήρχε διαθέσιμος), εκφορικές κατασκευές με μεγάλες σχιστόπλακες κυρίως στην Άνδρο, μικτές (εκφορικές και ξύλινες) κυρίως στη Τήνο, τρουλωτές στην περιοχή της Θήρας και με εσωτερικά οξυκόρυφα τόξα στη Νάξο.  Παράλληλα παρατηρούνται παραλλαγές και της εξωτερικής μορφής από νησί σε νησί που οφείλονται στις τοπικές κατασκευαστικές συνήθειες, στη σεισμικότητα καθενός, στο είδος της διαθέσιμης τοπικής πέτρας κλπ.

Όπως είναι φυσικό, ανεμόμυλοι κτίστηκαν όπου υπήρχε κατάλληλος άνεμος, τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση.  Οι τοποθεσίες που συγκέντρωναν αυτές τις προϋποθέσεις, ονομάζονταν μυλοτόπια.  Οι θέσεις αυτές ήταν σχεδόν πάντα σε ύψωμα ή οροπέδιο, μέσα στο χωριό, στην άκρη του ή στους γύρω λόφους και σπάνια τους βρίσκουμε κοντά στη θάλασσα, ιδίως τα νεότερα χρόνια μετά την εξάλειψη της πειρατείας.  Πάντοτε άφηναν ανοικτό το αλεστικό μέτωπο ο καθένας του διπλανού, για να μην του κόβει τον αέρα.  Είναι γνωστό ότι περισσότερος αέρας στην Ελλάδα υπάρχει στη θάλασσα.  Γι’ αυτό στα νησιά και τις παραθαλάσσιες περιοχές βρίσκουμε τους περισσότερους. Ο καταλληλότερος άνεμος για τη λειτουργία τους υπάρχει στο Αιγαίο και λιγότερο στο Ιόνιο. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις όπως π.χ. το οροπέδιο της Τρίπολης κ.ά. Όπου υπήρχε κατάλληλο μυλοτόπι κοντά σε μεγάλο οικισμό ή και ανάμεσα σε περισσότερους μικρούς κοντινούς, δημιουργήθηκαν σημαντικά συγκροτήματα με πολλούς ανεμόμυλους στο καθένα.  Κάθε τέτοιο συγκρότημα είχε τη δική του ταυτότητα και τις δικές του ιδιομορφίες και ξεχώριζε από τα άλλα, έστω κι αν βρίσκονταν στο ίδιο νησί, με διαφορετικό κτίσιμο, άλλο μέγεθος του πυργόμυλου, περισσότερες αντένες στη φτερωτή κ.α.

Ο μηχανισμός του ανεμόμυλου ήταν πολύ πιο σύνθετος από τον αντίστοιχο του νερόμυλου και διαιρείται στον κινητικό, στον αλεστικό και σ’ αυτόν της περιστροφής για προσανατολισμό της φτερωτής απέναντι στον άνεμο.  Επιπλέον όμως διαθέτει και βοηθητικά συστήματα υποστήριξης της λειτουργίας.

Εκτός από τους κυλινδρικούς πυργόμυλους, υπήρξαν και άλλα είδη ανεμόμυλων στην Ελλάδα:  στην Κρήτη, στην Κάρπαθο και στο Κάστρο της Σίφνου ήταν διαδεδομένοι οι πεταλόσχημοι, γνωστοί ως «μονόκαιροι» ή «μονόπαντοι», γιατί άλεθαν μόνο με μιας κατεύθυνσης άνεμο, αντίθετα από τους κυλινδρικούς, που η φτερωτή τους προσανατολιζόταν στην εκάστοτε κατεύθυνσή του. Υπάρχουν επίσης και μεμονωμένα δείγματα «ταβλόμυλων» διαφόρων μορφών, όπως και οριζόντιας περιστροφής ανεμόμυλοι με κατακόρυφο άξονα, στην Άνδρο και στη Σέριφο, που είναι «απόγονοι» των πρώτων περσικών.  Είναι νεότερες κατασκευές, παρουσιάζουν όμως μεγάλο ενδιαφέρον.

Στο Αιγαίο, ο ανεμόμυλος βρήκε ιδεώδεις συνθήκες για την ανάπτυξή του:

- ανεμοδύναμη σε ένταση (2-7Β) και συχνότητα μεγάλη (πάνω από 310 μέρες το χρόνο κατάλληλος άνεμος κυρίως από ΒΔ. ως ΒΑ)
- ύπαρξη εξαιρετικής μυλόπετρας στη Μήλο, αλλά και χαμηλότερης ποιότητας στη Φώκαια της Μ. Ασίας
- λίγες βροχοπτώσεις που έφθειραν τα πανιά, τα εξωτερικά ξύλινα τμήματα του μηχανισμού, τη χόρτινη τρούλα κ.α.

Έτσι στις Κυκλάδες, υπήρχε στα τέλη του 19ου αιώνα η μεγαλύτερη πυκνότητα αλεστικών ανεμόμυλων, τόσο ανά τ.χλμ επιφανείας, όσο και ανά αριθμό κατοίκων, από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη.  Συγκεκριμένα υπήρχαν σε λειτουργία τουλάχιστον 650 ανεμόμυλοι που σημαίνει « ένας ανά 4 τ.χλμ » ή « ένας ανά 190 κατοίκους ». Αυτό οφείλεται στις γνωστές ιδιαιτερότητες της περιοχής:

- διάσπαση της επιφανείας σε πολλά νησιά
- διασπορά του πληθυσμού σε μικρούς οικισμούς
- έλλειψη δυνατότητας επικοινωνίας μεταξύ των οικισμών του ίδιου νησιού κλπ.

Μπορούμε πια να υπολογίσουμε ότι στο Αιγαίο, με τα παράλια της ηπειρωτικής χώρας, της Μ. Ασίας και την Κρήτη, οι ανεμόμυλοι θα πλησίαζαν τους 2.000.

Γενικά, παρατηρούμε ότι ο ανεμόμυλος στο Αιγαίο, σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς, προσαρμόστηκε απόλυτα στις συνθήκες της περιοχής, αν και υπάρχουν ακόμα αναπάντητα ερωτήματα κυρίως για τον μηχανισμό του, όπως π.χ. για τις φτερωτές:  οι περισσότερες απεικονίσεις περιηγητών τις δείχνουν ξύλινες (όπως της βορειοδυτικής Ευρώπης) ως και τον 18ο αιώνα. Στην έκδοση του Choiseul-Gouffier του 1782, οι φτερωτές στο συγκρότημα της Οίας της Θήρας είναι ολλανδικού τύπου, ενώ σε νεότερη του 1823 έχουν πανιά.  Σε σχέδιο του 1790 του Hope, που θεωρείται αξιόπιστη πηγή, βλέπουμε στην Πάρο τριγωνικά πανιά σε συνδυασμό με ξύλινες φτερωτές, ενώ σε σκαλιστή μαρμάρινη πλάκα του Χ”Αντώνη Λύτρα, βλέπουμε το 1837 στην Τήνο, ψάθινη(;) φτερωτή σαν κι αυτές που γνωρίζουμε ότι υπήρχαν στο οροπέδιο του Λασιθίου ως το τέλος του 19ου αιώνα, όταν έκαψαν τους μύλους οι Τούρκοι.

Είναι άραγε τα πανιά τροποποίηση των ναυτικών κατοίκων του Αιγαίου όπως πολλοί πιστεύουν; Είναι οι χόρτινες τρούλες εφεύρεση της περιοχής και οφείλεται στην έλλειψη κατάλληλης ξυλείας στις Κυκλάδες; Έχουν διατυπωθεί πολλές σχετικές απόψεις.


Συγκριτικά στοιχεία


Τόσο οι νερόμυλοι, όσο και οι ανεμόμυλοι κτίζονταν μεμονωμένοι, σε μικροομάδες ή μεγάλα συγκροτήματα και εξυπηρετούνταν από το δίκτυο οδοποιίας της εποχής (μονοπάτια, καλντερίμια, γεφύρια κλπ.) για εύκολη διακίνηση των φορτωμένων με αλέσματα ζώων.  Μάλιστα αν δεν υπήρχαν κτήματα κοντά, το δίκτυο αυτό κατασκευαζόταν ειδικά για τους μύλους.

Για να γίνει αντιληπτό το πνεύμα της εποχής, αναφέρεται ότι όπου υπήρχαν εξίσου οι προϋποθέσεις για να λειτουργήσει νερόμυλος ή ανεμόμυλος, προτιμούσαν τον πρώτο πάντα, παρ’ όλο ότι η παραγωγική του ικανότητα ήταν κατά πολύ μικρότερη. Αυτό συνέβαινε επειδή η δαπάνη και οι δυσκολίες της κατασκευής του ήταν πολύ λιγότερες, ο χρόνος επίσης πιο λίγος, η λειτουργία του δεν εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες ώστε να επηρεάζεται η ποιότητα και η παραγωγή, οι κίνδυνοι ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι ενώ οι ζημιές και οι φθορές ελάχιστες, άρα η επένδυση ασφαλέστερη, δεν χρειαζόταν μυλομαραγκός για τη συντήρηση και η δουλειά του μυλωνά ήταν ευκολότερη.  Ακόμα δεν υπήρχαν περιορισμοί ανέγερσης άλλων κτισμάτων κοντά και μπορούσε να συνδυαστεί με κατοικία.  Τέλος υπήρχε η πεποίθηση, ότι ο νερόμυλος κάνει καλύτερο αλεύρι.  Αυτό είναι αλήθεια και οφειλόταν στο ότι άλεθε πάντοτε με τις σωστές στροφές της παναριάς μυλόπετρας, αφού η ροή του νερού ήταν σταθερή, ενώ οι ανεμομυλωνάδες, όταν υπήρχαν πολλά αλέσματα, είχαν τη δυνατότητα να ανοίξουν πανιά αυξάνοντας τις στροφές με αποτέλεσμα να «καεί» το αλεύρι.

Οι περισσότεροι μύλοι ανήκαν σε φυσικά πρόσωπα, αλλά υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που ανήκαν σε μοναστήρια (καλογερικοί μύλοι) και λιγότερες που αποτελούσαν εκκλησιαστική, κοινοτική ή σχολική περιουσία, συνήθως από κληροδοτήματα ή δωρεές.

Οι ιδιοκτήτες και των νερόμυλων και των ανεμόμυλων πλήρωναν φόρους, τακτικούς και έκτακτους, ανάλογα με το εισόδημά τους, στους Τούρκους.  Μάλιστα ως το τέλος της Τουρκοκρατίας πλήρωναν φόρο και υπέρ της Καθολικής Εκκλησίας που είχε το δικαίωμα αυτό από την εποχή της Ενετοκρατίας.  Σε ορισμένες περιοχές συνέβαλαν και υπέρ του Κοινού.


Σημερινή κατάσταση


Στις μέρες μας, από την εγκατάλειψη, τα δώματα των νερόμυλων καταρρέουν και οι τρούλες των ανεμόμυλων διαλύονται με αποτέλεσμα να μπαίνουν τα νερά της βροχής που καταστρέφουν τους ξύλινους μηχανισμούς.  Έτσι ο ρυθμός καταστροφής επιταχύνεται.

Εκτός όμως από τη φυσική φθορά, οι ιδιοκτήτες αποξηλώνουν τις σχιστόπλακες από τις στέγες και τα αγκωνάρια από τις τοιχοποιίες, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε νέα κτίσματα, πουλιούνται οι μεταλλικές φτερωτές για παλιοσίδερα, χρησιμοποιούνται τα ξύλινα εξαρτήματα και η οικοδομική ξυλεία για καύσιμη ύλη και σηκώνονται ακόμα και οι μυλόπετρες για να γίνουν τραπεζάκια στις βεράντες επαύλεων.  Διαπιστώθηκε επίσης η βιαστική κατεδάφιση των μύλων από τους κληρονόμους – ιδιοκτήτες, από φόβο μήπως παρέμβει κάποια Υπηρεσία και τους χαρακτηρίσει ως διατηρητέους, ώστε να μπορέσουν να αξιοποιήσουν τα οικόπεδα.  Αυτά ισχύουν όχι μόνο για τους μύλους, αλλά και για τα λοιπά εργαστήρια της προβιομηχανικής αλλά και της βιομηχανικής μας κληρονομιάς και του υπόλοιπου παραδοσιακού πολιτισμού μας.

Μικρός μόνο αριθμός ιδιοκτητών ενδιαφέρθηκε για τη διατήρησή τους και τους ανακαίνισε. Τα αποτελέσματα όμως των μεμονωμένων αυτών αναστηλώσεων δεν ήταν πάντοτε ικανοποιητικά και συχνά είχαμε αλλοίωση της μορφής, δηλαδή κατασκευή μπαλκονιών, άνοιγμα μεγάλων παραθύρων, προσθήκη ορόφων, τοποθέτηση αλουμινένιων κουφωμάτων, ανέγερση εφαπτόμενων επεκτάσεων κ.α., μια και γίνονται χωρίς ουσιαστικό έλεγχο.  Παράλληλα, παρατηρείται πολλές φορές και σημαντική αλλοίωση του περιβάλλοντος χώρου λόγω της ανέγερσης σύγχρονων κτισμάτων, της διάνοιξης δρόμων διαμέσου συγκροτημάτων, της δημιουργίας χώρων παρκαρίσματος μέσα σε ιστορικά συγκροτήματα, την τοποθέτηση αναμεταδοτών και κεραιών.  Είναι σαφές ότι και σωστά να γίνει η αποκατάσταση του μύλου, εάν το περιβάλλον έχει διαταραχθεί, δεν έχει καμία αξία μια και είναι συνδεδεμένος μαζί του.

Σαν πολύ σημαντικό γεγονός για την ελληνική πραγματικότητα, θα πρέπει να θεωρηθεί το ότι τα τελευταία χρόνια, η σχετική με μύλους έρευνα, άρχισε να εντάσσεται στην ύλη της σχολικής εκπαίδευσης με διάφορα προγράμματα (Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Κινητικότητας, Τεχνομάθειας κ.α.), επιχορηγούμενα ή όχι από την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Βασίστηκε ουσιαστικά στην πρωτοβουλία και εθελοντική προσφορά ορισμένων εκπαιδευτικών και έγιναν αξιόλογες προσπάθειες σε πολλά σχολεία (όλων των βαθμίδων) και κυρίως της επαρχίας.  Μάλιστα κυκλοφόρησαν και μερικά αξιόλογα βιβλία με τα αποτελέσματα αυτών των εργασιών. Παράλληλα, στις Σχολές Αρχιτεκτόνων και στα Μεταπτυχιακά Προγράμματα Προστασίας Μνημείων, μερικοί σπουδαστές επιλέγουν σχετικά θέματα για τη διπλωματική ή τη διάλεξή τους, με εξαιρετικά αποτελέσματα και πολύ ενδιαφέρουσες και τεκμηριωμένες εκδόσεις τευχών που τις συνοδεύουν.


Αντί επίλογου


Είναι σαφές από όσα προαναφέρθηκαν, ότι οι εγκαταστάσεις αυτές, που χρησιμοποιούσαν την υδροκίνηση και την ανεμοκίνηση, διαδραμάτισαν σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, πολύ σημαντικό πολιτιστικό, ιστορικό, κοινωνικό και οικονομικό ρόλο στις τοπικές κοινωνίες, για την εποχή της λειτουργίας τους. Το γεγονός αυτός εύκολα διαπιστώνεται, αν λάβουμε υπόψη ότι:

- από τους αλευρόμυλους έβγαινε το (κριθαρένιο κυρίως) αλεύρι για το ψωμί που αποτελούσε τη βάση της διατροφής της εποχής αλλά και τα άλλα ζυμαρικά-παράγωγά του (χυλοπίτες, τραχανάδες κ.α.),

- από τους μπαρουτόμυλους έβγαινε το μπαρούτι για τους απελευθερωτικούς αγώνες,

- από τα λιοτρίβια έβγαινε το λάδι στις ελαιοπαραγωγικές περιοχές,

- από τα μαντάνια και τις νεροτριβές περνούσε ο ρουχισμός και ο οικιακός εξοπλισμός (βελέντζες, υφαντά, στρωσίδια, ενδύματα κλπ.),

- από τα πριονιστήρια έβγαινε όλη η οικοδομική πρι(ονι)στή ξυλεία και

- από τους ταμπακόμυλους έβγαιναν οι δεψικές ύλες για τα βυρσοδεψεία.

Σε άλλες χώρες, έχει δημιουργηθεί θεσμικό πλαίσιο για τη διάσωση των μύλων, θεσπίστηκε πλήρης φορολογική απαλλαγή για όσους εξακολουθούν να εργάζονται, με επιπλέον επιχορήγηση για τη συντήρηση και λειτουργία τους, και παρέχεται κρατική βοήθεια για τις αναστηλώσεις.  Ολόκληρες ελληνικές περιοχές με συγκροτήματα μύλων, με τα ευρωπαϊκά δεδομένα θα χαρακτηρίζονταν σαν υπαίθρια μουσεία, εάν βρίσκονται αλλού.  Το γεγονός είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει διαμορφωμένη κρατική πολιτική ή έστω κάποια σκέψη για αντιμετώπιση του θέματος. Έτσι, συγκροτήματα πραγματικά μνημεία της προβιομηχανικής τεχνολογίας, ιστορικής και ζωτικής σημασίας για την κοινωνία της εποχής τους, εξακολουθούν να παραμένουν άγνωστα, απροστάτευτα και να χάνονται. Η διάσωσή τους δεν θεωρείται ακόμη στην Ελλάδα σαν κάτι το αυτονόητο.  Η πολιτεία προβαίνει σε κηρύξεις διατηρητέων μερικές φορές, αλλά οι αποφάσεις αυτές δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας γενικής μελέτης ή αξιολόγησης, αλλά συνήθως ενδιαφέροντος τοπικών παραγόντων.

 

 πηγες: hellenicmills.gr

Βιβλιογραφία:Ελληνικών Μύλων
 

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις