Άβολες αλήθειες για τα βιώσιμα τρόφιμα και την Πράσινη Συμφωνία

Θέματα όπως η αλλαγή των διατροφικών μας συνηθειών και το ποιος επωμίζεται το κόστος αυτής της μετάβασης είναι πολιτικά ευαίσθητα και πρέπει να αντιμετωπιστούν στη συζήτηση για τα βιώσιμα συστήματα τροφίμων, δήλωσε ο διευθυντής της αρχής τροφίμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης EFSA, Bernhard Url, σε συνέντευξή του στο Euractiv.

Δεδομένης της εντολής της, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων παρέχει επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για τα πιο επίκαιρα θέματα όπως το σύστημα τροφίμων, τα φυτοφάρμακα, οι χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη συσκευασία των τροφίμων και η καλή διαβίωση των ζώων.

Ο Url, ο οποίος αναμένεται να αποχωρήσει τον Μάιο μετά από 10 χρόνια στο τιμόνι της EFSA, τόνισε σημαντικά ζητήματα που σπάνια εμφανίζονται στις δημόσιες συζητήσεις για τα τρόφιμα.

Μιλώντας για την Πράσινη Συμφωνία και τον μετασχηματισμό των συστημάτων τροφίμων στο Euractiv,  δήλωσε χαρακτηριστικά πως είναι «δύο πράγματα [που] δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς».

«Κάτι που κανένας πολιτικός δεν θέλει να πει, είναι ότι για να επιτευχθεί ένας βιώσιμος μετασχηματισμός των διατροφικών συστημάτων θα πρέπει να τρώμε διαφορετικά», είπε συγκεκριμένα.

«Το δεύτερο ζήτημα είναι ότι αν θέλουμε στην Ευρώπη υψηλότερα πρότυπα για την προστασία του περιβάλλοντος, λιγότερες χημικές ουσίες, περισσότερη ευημερία των ζώων, κάποιος πρέπει να πληρώσει γι’ αυτό».

Το πρώτο ζήτημα είναι δύσκολο επειδή, για τους πολιτικούς, το να λένε στους ανθρώπους να αλλάξουν αυτό που τρώνε μπορεί να δημιουργήσει «μια τεράστια αντίδραση» και αντιδράσεις όπως «Ε, δεν μου λες εσύ πώς να τρώω, εγώ τρώω ό,τι θέλω».

Συν τοις άλλοις, «το φαγητό είναι πολύ συναισθηματικό» και «υπάρχουν πολλές αξίες πίσω από αυτό», δήλωσε ο Αυστριακός αξιωματούχος, προειδοποιώντας ότι μια «έντονη συζήτηση είναι αναπόφευκτη».

Η συζήτηση, τόνισε, θα πρέπει να υπερβεί την πλευρά της προσφοράς: «Πρέπει να εξετάσουμε την πλευρά της ζήτησης», την αλλαγή των προτύπων κατανάλωσης τροφίμων.

Αλλά αυτό το δεύτερο σημείο – το πραγματικό κόστος των τροφίμων και το ποιος το πληρώνει – είναι επίσης ευαίσθητο.

Σύμφωνα με τον Url, «οι καταναλωτές μπορούν να πουν ότι οι τιμές των τροφίμων είναι ήδη υψηλές λόγω του πληθωρισμού». Αλλά κατά την άποψη του Url, «είτε ο καταναλωτής πληρώνει, είτε ο φορολογούμενος πρέπει να πληρώσει μέσω επιδοτήσεων. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος».

Είπε ότι ο διάλογος που ξεκίνησε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen «μπορεί να βοηθήσει να μιλήσουμε για αυτά τα ζητήματα», αν και η EFSA δεν συμμετέχει άμεσα.

Διαμάχη για τη γλυφοσάτη

Στις 25 Ιανουαρίου, μια ομάδα ΜΚΟ εκκίνησε νομική διαδικασία κατά της επανέγκρισης του αμφιλεγόμενου ζιζανιοκτόνου γλυφοσάτη, κατηγορώντας την EFSA για επιστημονική επιλογή με μια συστηματική προσέγγιση που δίνει μεγαλύτερη σημασία στις μελέτες της βιομηχανίας από ό,τι στα επιστημονικά πορίσματα από τον ακαδημαϊκό χώρο.

«Αυτό δεν είναι αλήθεια», δήλωσε ο Url. Ως αξιολογητές κινδύνου, «δεν μας ενδιαφέρει ποιος έχει αναθέσει τις μελέτες».

Κατά την αξιολόγηση των κινδύνων μιας χημικής ουσίας, οι εθνικές αρχές για την ασφάλεια των τροφίμων και η EFSA λαμβάνουν υπόψη ανεξάρτητες έρευνες και μελέτες από τη βιομηχανία που υποβάλλει αίτηση για την έγκριση της ουσίας.

Η βιομηχανία πρέπει να υποβάλει ένα σύνολο δεδομένων σύμφωνα με τις διεθνώς αποδεκτές κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ.

«Εξετάζουμε πόσο αξιόπιστη και σημαντική είναι μια επιστημονική εργασία στο πλαίσιο που δουλεύουμε», εξήγησε ο Url.

«Για ορισμένες πτυχές, όπως οι μελέτες καρκινογένεσης, οι μελέτες των κατευθυντήριων γραμμών του ΟΟΣΑ έχουν μεγάλη βαρύτητα επειδή είναι μεγάλες μελέτες» με «υψηλή στατιστική ισχύ, και οι ακαδημαϊκοί φορείς συνήθως δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά να κάνουν αυτές τις μελέτες επειδή είναι ακριβές».

Οι ΜΚΟ επικρίνουν αυτήν ακριβώς την πτυχή, καθώς θεωρούν ότι η EFSA δίνει υπερβολική σημασία στις έρευνες που ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ, οι οποίες δεν συμβαδίζουν με την πιο προηγμένη έρευνα.

Ο Url δήλωσε ότι «υπάρχει πάντα μια ένταση μεταξύ της προβλεψιμότητας» για τη βιομηχανία που δίνουν οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ και «της βιασύνης της ακαδημαϊκής έρευνας για την ανίχνευση ενός νέου αποτελέσματος».

Αλλά «βλέπω ότι αυτά τα δύο ρεύματα, οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ και η ακαδημαϊκή κοινότητα, αλληλοσυμπληρώνονται».

«Ακόμη και αν μια ουσία έχει εγκριθεί, αν προκύψουν νέα στοιχεία από τον ακαδημαϊκό χώρο, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την EFSA να τα αξιολογήσει», δήλωσε ο Url, επαναλαμβάνοντας ότι «ο ισχυρισμός ότι θα δίναμε μεγαλύτερη βαρύτητα στις μελέτες της βιομηχανίας είναι απολύτως λανθασμένος».

Τόνισε ότι το πόσο γρήγορα μεταφράζεται η επιστημονική γνώση σε ρυθμιστική δράση είναι τελικά «μια πολιτική απόφαση»: εξαρτάται από «τη διάθεση της κοινωνίας για ρίσκο, και νομίζω ότι η Ευρώπη βαδίζει σε καλό δρόμο».

Περισσότερη και γρηγορότερη Ευρώπη

Ερωτηθείς σχετικά με τις αλλαγές στην EFSA τα τελευταία 10 χρόνια, ο Url ανέφερε βελτιώσεις στη «διαφάνεια και την ανεξαρτησία, χάρη στην πίεση των ΜΚΟ και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» και στη συνεργασία «σε διεθνές επίπεδο» με άλλους ρυθμιστικούς φορείς, όπως η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων στις ΗΠΑ και η Health Canada.

Ωστόσο, ζήτησε μεγαλύτερη ευθυγράμμιση των εθνικών και των ρυθμιστικών φορέων της ΕΕ, ώστε «να μην επαναλαμβάνουμε τη δουλειά, αλλά να την κάνουμε μία φορά σε μια ευρωπαϊκή προσπάθεια».

«Οι τοξικολογικές ιδιότητες μιας συγκεκριμένης χημικής ουσίας είναι ίδιες στην Ισπανία, στη Γαλλία και στη Σουηδία, δεν υπάρχει καμία διαφορά […] Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσουμε γιατί αξιολογούμε αυτό το μόριο σε διαφορετικά κράτη μέλη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο», είπε.

Τα τελευταία χρόνια, υπενθύμισε ο Url, η διαμάχη για τη γλυφοσάτη «προσγειώθηκε στο τραπέζι του κ. Μακρόν, το 2017 ήταν στο τραπέζι της κ. Μέρκελ», και «ακόμα, δεν έχουμε αρκετή ευρωπαϊκή ευθυγράμμιση».

«Χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη. Η συνεργασία με τα κράτη μέλη είναι καλή, αλλά πρέπει να γίνει καλύτερη», δήλωσε ο Url, επισημαίνοντας τον φαρμακευτικό τομέα, ο οποίος «λειτουργεί σαν ελβετικό ρολόι».

«Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών έχουν κάνει τεράστιο έργο για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων – εξήγησε ο Url – και ο ΕΜΑ ανακατανέμει 200 εκατομμύρια ευρώ ετησίως στα κράτη μέλη, οπότε υπάρχει μια πραγματική συνεργατική προσέγγιση. Όλη η Ευρώπη συνεργάζεται με τον ΕΜΑ και σε εθνικό επίπεδο».

Στην περίπτωση των φυτοφαρμάκων, τόνισε ο Url, η μεγαλύτερη ολοκλήρωση είναι σημαντική για να έχουμε «αρκετούς ευρωπαϊκούς πόρους ώστε να είμαστε αρκετά γρήγοροι για να έχουμε επικαιροποιημένα έγγραφα καθοδήγησης, δεδομένου επίσης ότι τα φυτοφάρμακα χαμηλού κινδύνου, εναλλακτικές λύσεις για τα χημικά φυτοφάρμακα, τις οποίες θα χρειαστούμε για τη μετάβαση στη βιώσιμη γεωργία».

Μια άλλη βελτίωση είναι η ταχύτητα ανταπόκρισης. «Έχουμε θετικά σχόλια για την αριστεία της επιστήμης μας, αλλά αυτό έχει ένα τίμημα, δεν είμαστε αρκετά γρήγοροι, οπότε η ισορροπία μεταξύ αριστείας και ταχύτητας είναι κάτι που επεξεργαζόμαστε εσωτερικά».

«Αυτή είναι μια πρόκληση για τον διάδοχό μου», κατέληξε.

Πηγή: Euractiv.gr

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις