Σε νέα δεδομένα καλούνται να προσαρμοστούν οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, καθώς η εμπορική συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών, που τίθεται σε ισχύ την 1η Αυγούστου, επιφέρει επιβαρύνσεις στο κόστος διάθεσης των προϊόντων στην αμερικανική αγορά.
Η επιβολή δασμών ύψους 15% στα ευρωπαϊκά προϊόντα μεταφράζεται σε απώλεια ανταγωνιστικότητας για τα ελληνικά εξαγώγιμα είδη, τη στιγμή που παραγωγοί από τρίτες χώρες –όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος– δραστηριοποιούνται με ευνοϊκότερους εμπορικούς όρους. Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω λόγω της αποδυνάμωσης του δολαρίου έναντι του ευρώ, η οποία αυξάνει το κόστος των ευρωπαϊκών προϊόντων και περιορίζει τη δυνατότητα τιμολογιακής ευελιξίας.
Η νέα συμφωνία έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία οι ελληνικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ παρουσίαζαν σταθερή ανοδική τάση. Ενδεικτικά, την τετραετία 2020–2024 καταγράφηκε μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης 20,4%, ενώ το ποσοστό των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ επί του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών αυξήθηκε από 3,75% σε 4,89%. Αυτή η δυναμική πλέον απειλείται.
Ιδιαίτερα εκτεθειμένα είναι προϊόντα με υψηλή εξάρτηση από την αμερικανική αγορά, όπως οι επιτραπέζιες ελιές, το ελαιόλαδο, τα ροδάκινα, τα ακτινίδια, το κρασί, καθώς και βιομηχανικά προϊόντα όπως το τσιμέντο και τα μάρμαρα. Με την προσθήκη των νέων δασμών, εκφράζονται ανησυχίες ότι μέρος του μεριδίου αγοράς που κατέχουν οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μετατοπιστεί προς ανταγωνιστές με χαμηλότερο κόστος εισαγωγής.
Επιπλέον, σύγχυση επικρατεί αναφορικά με την εφαρμογή των δασμών σε φορτία που έχουν ήδη αποσταλεί από την Ευρώπη και βρίσκονται καθ’ οδόν προς τις ΗΠΑ. Η έλλειψη διευκρινίσεων δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς το τελικό κόστος και την τιμολόγηση των προϊόντων, επιβαρύνοντας τις επιχειρήσεις σε επιχειρησιακό και χρηματοοικονομικό επίπεδο.
Οι ευρύτερες συνέπειες της συμφωνίας αγγίζουν και την εσωτερική αγορά της Ε.Ε., καθώς η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας σε βασικές ευρωπαϊκές χώρες ενδέχεται να μειώσει τη ζήτηση και για ελληνικά προϊόντα, όχι μόνο εντός Ένωσης αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Στον ορίζοντα εμφανίζονται και παράπλευρες επιπτώσεις, όπως στον τουρισμό, λόγω της πιθανής συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης σε παραδοσιακές αγορές-πηγές επισκεπτών.
Σε αυτό το περιβάλλον, καθίσταται σαφές ότι οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις καλούνται να αναπροσαρμόσουν τις στρατηγικές τους, να ενισχύσουν την ευελιξία τους και να επανεκτιμήσουν τις αγορές στόχους, προκειμένου να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους σε ένα ολοένα και πιο απαιτητικό διεθνές πλαίσιο.