Κι αν στα οπωροκηπευτικά ή τα εσπεριδοειδή έχουμε αφθονία, τα χαμηλότερα ποσοστά αυτάρκειας καταγράφονται στα όσπρια. Η ελληνική παραγωγή σε φασόλια, φακές, ρεβίθια, μπορούσε το 2010 να καλύψει κατά μέσο όρο μόλις το 39% των καταναλωτικών αναγκών της χώρας.
Αναλυτικότερα στοιχεία του τμήματος Αγροτικής Στατιστικής στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης δείχνουν ότι το 2006 και 2007 ήταν οι χειρότερες χρονιές αυτάρκειας στις φακές. Το 84% της κατανάλωσης ικανοποιούνταν από εισαγωγές. Ο κ. Τσιφόρος αποδίδει αυτά τα ποσοστά στο σημαντικό κόστος παραγωγής και στον έντονο ανταγωνισμό από τα πιο φτηνά εισαγόμενα προϊόντα.
Με φασόλια Κίνας, Πολωνίας και Τουρκίας φτιάχνουν οι περισσότερες νοικοκυρές την εθνική μας φασολάδα. «Η δική μας παραγωγή δεν φτάνει. Αναγκαστικά θα γίνουν εισαγωγές. Ωστόσο, υπάρχουν χρονιές που εξαιτίας των εισαγωγών μένει ακόμη και η μισή ποσότητα των δικών μας φασολιών αδιάθετη», δηλώνει ο παραγωγός φασολιών στην περιοχή των Πρεσπών, Στέργιος Νόνας. Η δική του ετήσια παραγωγή από 100 στρέμματα κυμαίνεται στους 30 - 35 τόνους.
«Φτάνει πια με τους «τεμπέληδες» αγρότες λόγω επιδοτήσεων», λέει ο Νίκος Στεργίου, πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Φασολοπαραγωγών Εθνικού Δρυμού Πρεσπών «Πελεκάνος». «Πρέπει να υπάρξουν προϋποθέσεις για να γυρίσουν οι αγρότες στα χωράφια και να ξεκινήσουν καλλιέργειες που έχουν ζήτηση, όπως είναι τα φασόλια». Και μπορεί το κίνημα που βάζει στο περιθώριο τους μεσάζοντες να ξεκίνησε δυναμικά από τους πατατοπαραγωγούς, ωστόσο, λέει ο κ. Στεργίου, «εμείς το επιχειρήσαμε από το 2004, πουλώντας απευθείας σε καταναλωτές μέσω Ταχυδρομείου. Η ζήτηση με αυτόν τον τρόπο έχει αυξηθεί σημαντικά».
Στα χωράφια και σε μια όχι και τόσο δημοφιλή καλλιέργεια γύρισαν έξι αγρότες στην Κοζάνη που ίδρυσαν την εταιρεία Προϊόντα Γης Βοΐου. Παράγουν κυρίως φακές και ρεβίθια και φέτος είναι η τρίτη καλλιεργητική χρονιά για την εταιρεία. Η περσινή παραγωγή έφτασε τους 350 τόνους φακής και 25 τόνους ρεβιθιού ενώ η εταιρεία έχει 90 συμβεβλημένους παραγωγούς. Πέρυσι δεν ξεπέρασαν τους 50. Μάλιστα, τη φετινή χρονιά κατάφεραν να υπερδιπλασιάσουν και τα στρέμματα και από 4.000 που καλλιεργούσαν πλέον ξεπερνούν τα 8.000.
«Στην περιοχή του Βοΐου παλαιότερα υπήρχε μονοκαλλιέργεια καπνού και αργότερα σιτηρών λόγω επιδοτήσεων. Θέλουμε να παροτρύνουμε και άλλους παραγωγούς να στραφούν όπως και εμείς σε νέες καλλιέργειες. Ο καλύτερος τρόπος για να γίνει είναι να μαζευτούν παρέες και σε μικροκλίμακες να παράγουν ένα καλό προϊόν», τονίζει ο Ιωάννης Παπαϊορδανίδης, γεωπόνος και ένας εκ των παραγωγών.