Μετά το κρέας έρχεται και το ψάρι... εργαστηρίου

Μετά το κρέας που καλλιεργήθηκε σε εργαστήριο, έρχεται η σειρά του ψαριού. Στη γραφική πανεπιστημιακή πόλη του Λέουβεν στο Βέλγιο, μια νεοφυής εταιρεία πειραματίζεται με την καλλιέργεια ψαριών in vitro, φιλοδοξώντας να τα φέρει στα ευρωπαϊκά τραπέζια έως το 2030. Την ίδια ώρα, στο Αμβούργο της Γερμανίας, μια άλλη εταιρεία ετοιμάζεται να στείλει χαβιάρι που καλλιεργήθηκε σε εργαστήριο στη Σιγκαπούρη μέσα στους επόμενους μήνες.

Σύμφωνα με πληροφορίες από το euractiv.com το ενδιαφέρον για τα τρόφιμα που παράγονται από καλλιέργεια ζωικών κυττάρων έχει ενταθεί μετά το 2024, όταν το πρώτο φουά γκρα εργαστηρίου υποβλήθηκε για έγκριση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες μορφές πρωτεΐνης. Οι εταιρείες του κλάδου εκτιμούν ότι τα ψάρια είναι η επόμενη μεγάλη επιτυχία.

Ο Cornelius Lahme, διευθυντής μάρκετινγκ της γερμανικής Bluu, εξηγεί:

«Δεν δημιουργούμε φιλέτα ψαριών όπως σε ένα τρυβλίο Petri. Επιτρέπουμε στα κύτταρα να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν σε περιβάλλον που προσομοιάζει στο σώμα ενός ατλαντικού σολομού».

Οι επιστήμονες της Bluu καλλιεργούν εκατομμύρια κύτταρα τα οποία, αναμεμειγμένα με φυτικά συστατικά, αποδίδουν προϊόντα όπως το χαβιάρι που θα λανσαριστεί στη Σιγκαπούρη το 2026. «Χρησιμοποιούμε πραγματικά ζωικά κύτταρα, οπότε δεν πρόκειται για κάτι vegan. Είναι το πραγματικό πράγμα», προσθέτει ο Lahme.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήδη εγκρίθηκε η πρώτη πώληση σολομού εργαστηρίου, ενώ η ευρωπαϊκή αγορά προετοιμάζεται για τα επόμενα βήματα. Το Good Food Institute Europe εκτιμά ότι η παγκόσμια αγορά κυτταρικών τροφίμων μπορεί να φτάσει τα 510 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2050, με την Ασία να ηγείται της ανάπτυξης.

Η Annelies Bogaerts, διευθύνουσα σύμβουλος της βελγικής Fishway, υποστηρίζει ότι τα ψάρια έχουν πλεονέκτημα έναντι του κρέατος, καθώς τα κύτταρά τους μπορούν να καλλιεργηθούν σε θερμοκρασία δωματίου, μειώνοντας δραστικά την ενεργειακή κατανάλωση. «Καλλιεργούμε τσιπούρα και λαβράκι – όχι σολομό, γιατί είναι ψάρι του κρύου νερού», σημειώνει.

Η Fishway σκοπεύει να υποβάλει αίτηση για έγκριση από την ΕΕ έως το 2027, με στόχο τα προϊόντα της να κυκλοφορήσουν στην ευρωπαϊκή αγορά το 2030.

Τα ψάρια διαθέτουν και ένα ακόμη πλεονέκτημα: «Υπάρχουν φυσικά αθάνατα κύτταρα στα ψάρια, τα οποία μπορούν να διαιρούνται επ’ άπειρον χωρίς απώλεια ποιότητας», εξηγεί ο Lahme, κάτι που δεν ισχύει στα θηλαστικά.

Παρά τις ανησυχίες ότι τα καλλιεργημένα προϊόντα θα πλήξουν τους παραδοσιακούς αλιείς, οι εταιρείες διαβεβαιώνουν πως στόχος τους δεν είναι η σύγκρουση. «Δεν είμαστε εναντίον της παραδοσιακής αλιείας ή της ιχθυοκαλλιέργειας. Θέλουμε να καλύψουμε το επερχόμενο κενό μεταξύ προσφοράς και ζήτησης», λέει η Bogaerts.

Ανάλογη είναι και η θέση της Europêche, της ευρωπαϊκής ένωσης αλιευτικών επιχειρήσεων. Ο διευθυντής της, Daniel Voces, δηλώνει ότι «τα ψάρια που παράγονται σε εργαστήριο δεν αποτελούν απειλή, αλλά μια συμπληρωματική πηγή, όπως η υδατοκαλλιέργεια».

Η καθηγήτρια Vincenzina Caputo από το Michigan State University εκτιμά ότι τα προϊόντα αυτά θα καταλάβουν μια εξειδικευμένη θέση στην αγορά, καλύπτοντας τομείς όπως τα είδη υψηλής αξίας, το σούσι ή τα υβριδικά προϊόντα που συνδυάζουν φυτικές και κυτταρικές πρωτεΐνες.

Ωστόσο, η αποδοχή του κοινού θα εξαρτηθεί από τη γεωγραφία. «Οι Ευρωπαίοι είναι πιο επιφυλακτικοί απέναντι σε τέτοιες καινοτομίες, ενώ η Σιγκαπούρη και η Νέα Ζηλανδία δείχνουν μεγαλύτερη ανοχή», επισημαίνει η Caputo.

Η Bluu εξετάζει ήδη το ενδεχόμενο επέκτασης στην Ασία, αν και ο Lahme τονίζει: «Είμαστε ευρωπαϊκή εταιρεία· θα θέλαμε η επόμενη αίτησή μας να γίνει εδώ, ίσως το 2027».

Η νέα εποχή των θαλασσινών φαίνεται να πλησιάζει. Το ερώτημα δεν είναι αν, αλλά πότε τα ψάρια του εργαστηρίου θα βρουν τη θέση τους στα πιάτα των Ευρωπαίων.

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις