O Ορισμός  Της Ανταγωνιστικότητας

O Ορισμός  της ανταγωνιστικότητας  βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο των συζητήσεων της ελληνικής αλλά και παγκόσμιας επιχειρημα­τικής κοινότητας. Το ερώτημα, «γιατί κάποιες χώρες, επιχειρήσεις ή βιομηχανικοί κλάδοι είναι περισσότερο επιτυχημένοι στο πεδίο του διεθνούς ανταγωνισμού» έχει απασχολήσει επιχειρηματίες, πολιτικούς και ερευνητές και έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονων συζητήσεων. Στη χώρα μας, το Υπουργείο Ανάπτυξης έχει από καιρό δημιουργήσει Ειδική Γραμματεία για την Ανταγωνιστικό­τητα, καθώς και Εθνικό Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας και Ανάπτυξης, και το θέμα της ανταγωνιστικότητας μονοπωλεί συστηματικά το ενδιαφέρον του ελληνικού τύπου. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι το 2005 δημοσιεύθηκαν πάνω από 2000 άρθρα που περιείχαν τη λέξη «ανταγωνιστικότητα» στις τέσσερις μεγαλύτερες μη οικονομικές εφημερίδες (Κακριδής, Βήμα, 2006). Τι σημαίνει όμως ανταγωνιστικότητα, τόσο σε επίπεδο κρατών όσο και σε επίπεδο επιχειρήσεων; Ποιοι είναι οι παράγοντες εκείνοι που καθορίζουν πότε μια χώρα είναι ανταγωνιστική; Ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες και διαστάσεις της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας; Ποια η σχέση μεταξύ εθνικής και επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας;
Ποικίλοι ορισμοί έχουν προταθεί κατά καιρούς για την εθνική ανταγωνιστικότητα (Porter, 1990). Κάποιοι την έχουν ορίσει ως ένα μακρο-οικονομικό φαινόμενο που διέπεται από παράγοντες όπως συναλλαγματικές ισοτιμίες, επιτόκια, και κυβερνητικά ελλείμματα. Άλλοι έχουν ορίσει την ανταγωνιστικότητα μιας χώρας ως άμεση απόρροια της ύπαρξης φθηνού και άφθονου εργατικού δυναμικού σε αυτήν ή της ύπαρξης άφθονων φυσικών πόρων. Κάποιοι επίσης έχουν συνδέσει την ανταγωνιστικότητα μιας χώρας με την ύπαρξη ευνοϊκών κυβερνητικών πολιτικών και ρυθμίσεων. Όλοι όμως οι παραπάνω ορισμοί αδυνατούν να εξηγήσουν την ύπαρξη χωρών, όπως για παράδειγμα η Ιταλία και η Κορέα, που απολαμβάνουν υψηλό βιοτικό επίπεδο παρά την ύπαρξη υψηλών επιτοκίων ή χωρών όπως η Γερμανία και η Σουηδία, οι οποίες είναι ανταγωνιστικές παρά την ύπαρξη υψηλών μισθών. Χαρακτηριστική είναι επίσης η περίπτωση της Ιαπωνίας, η οποία αν και όπως οι ίδιοι οι Ιάπωνες δηλώνουν «Είμαστε ένα νησί χωρίς κανένα φυσικό πόρο», παραμένει μια χώρα με υψηλό βιοτικό επίπεδο και παγκόσμια παρουσία. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η ανταγωνιστικότητα είναι σίγουρα ένα πολυσύνθετο και κατά γενική ομολογία δύσκολο να ορισθεί φαινόμενο.


Ένας αρκετά περιεκτικός ορισμός έχει προταθεί από την Ε.Ε. και ως ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο κρατών ορίζεται η σημαντική άνοδος στο βιοτικό επίπεδομιας χώρας και η πτώση του ποσοστού ανεργίας, ενώ σε επιχειρηματικό επίπεδο ορίζεται ως η ικανότητα διατήρησης και βελτίωσης της θέσης των επιχειρήσεων μιας χώρας σε σχέση με την παγκόσμια αγορά (European Competitiveness Report, 2006).

Σύμφωνα με την Ε.Ε., η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης καθορίζεται από την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και εξαρτάται επίσης από τις αποδόσεις και από το μέλλον της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και κυρίως από την ικανότητά της να προβαίνει σε διαρθρωτικές αναπροσαρμογές. Για να είναι ανταγωνιστικές, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει υποχρεωτικά να είναι πιο αποδοτικές όσον αφορά στην έρευνα και στην καινοτομία, στις τεχνολογίες της πληροφορίας και των επικοινωνιών, στην επιχειρηματικότητα, στον ανταγωνισμό, στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση (http://europa.eu).

 

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις