Φέτα χωρίς πατρίδα: Πώς η Ελλάδα εξάγει μύθο χωρίς στρατηγική

Σε μια εποχή όπου οι εμπορικές διαμάχες δεν περιορίζονται σε δασμούς, αλλά αγγίζουν τον ίδιο τον πυρήνα της πολιτισμικής ταυτότητας των εθνών, η Ελλάδα βαδίζει σιωπηλά στην άκρη ενός γεωοικονομικού γκρεμού. Πίσω από τις ευοίωνες στατιστικές των εξαγωγών και τους αριθμούς που καταγράφουν άνοδο, κρύβεται μια πιο ανήσυχη αλήθεια: η ελληνική παρουσία στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών είναι αποσπασματική, γεωγραφικά περιορισμένη, και το κυριότερο—δομικά ευάλωτη. Δεν είναι η ποσότητα, αλλά η απουσία στρατηγικής που στοιχειώνει τις προοπτικές.

Καθώς η Ουάσιγκτον εντείνει την πίεση ενάντια στις ευρωπαϊκές γεωγραφικές ενδείξεις και προωθεί την εξομοίωση αυθεντικών προϊόντων με εμπορικά υποκατάστατα, η Ελλάδα διαπιστώνει ότι το όνομά της—ακόμη και πάνω στη φέτα—δεν είναι πάντα αρκετό. Και σε έναν κόσμο όπου η γεωπολιτική έχει μετακινηθεί στο ράφι του σούπερ μάρκετ, η απουσία μιας εθνικής στρατηγικής εξαγωγών μοιάζει όχι μόνο με χαμένη ευκαιρία, αλλά με ιστορική αμέλεια.

Η εμπορική σχέση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκεται σε περίοδο αβεβαιότητας, καθώς οι διαπραγματεύσεις για τους δασμούς και τα προστατευτικά μέτρα σε αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα οδεύουν προς κρίσιμο ορόσημο. Η επιμονή των ΗΠΑ να αμφισβητήσουν το ευρωπαϊκό σύστημα γεωγραφικών ενδείξεων (ΠΟΠ) θέτει σε άμεσο κίνδυνο προϊόντα-πυλώνες της ελληνικής εξαγωγικής ταυτότητας, όπως η φέτα.

Η πίεση αυτή, σε συνδυασμό με τη νέα δασμολογική πολιτική  του προέδρου Τραμπ, καθιστά τη μονοδιάστατη ελληνική προσέγγιση στις εξαγωγές στις ΗΠΑ εξαιρετικά ευάλωτη. Δεν πρόκειται απλώς για εμπορικούς φραγμούς, αλλά για στρατηγικές ανακατατάξεις που απαιτούν ενεργή, πολυεπίπεδη αντίδραση.

Το διμερές εμπόριο Ελλάδας–Ηνωμένων Πολιτειών παρουσιάζει εντυπωσιακή άνοδο σε αριθμούς. Όμως, πίσω από τους πίνακες και τα γραφήματα της μελέτης της Ελληνικής Πρεσβείας στην Ουάσιγκτον αποκαλύπτεται μια βαθύτερη πραγματικότητα: η Ελλάδα παραμένει παραγωγός χωρίς παρουσία, συμμετέχουσα χωρίς στρατηγική.

Οι βασικές πύλες εισόδου για τα ελληνικά προϊόντα παραμένουν οι Πολιτείες του Νιου Τζέρσεϊ  (New Jersey), της Νέας Υόρκης (New York) και της Καλιφόρνιας (California), με τις εξαγωγές να συγκεντρώνονται σε λίγους κόμβους με υψηλή υποδομή και παραδοσιακούς δεσμούς με την ομογένεια. Η Νέα Υερσέη απορροφά το 15% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, κυρίως σε διατηρημένα φρούτα, γαλακτοκομικά, δομικά υλικά και προϊόντα ελαιούχων σπόρων.

Η Νέα Υόρκη ακολουθεί με 9%, όπου καταγράφονται ισχυρές επιδόσεις σε πλαστικά προϊόντα, προϊόντα αλιείας και μεταχειρισμένα αγαθά, ενώ η Καλιφόρνια, επίσης με 9%, αποτελεί βασικό δίαυλο για ελκυστικά τρόφιμα delicatessen, θαλασσινά και αλουμίνιο.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η γεωγραφική συγκέντρωση δημιουργεί δομικό ρίσκο. Η Ελλάδα εξαρτάται υπερβολικά από τρεις μόνο Πολιτείες, οι οποίες, σε περίπτωση μεταβολής του ρυθμιστικού ή εμπορικού πλαισίου, μπορεί να συμπαρασύρουν ολόκληρο τον εξαγωγικό ιστό.

Ταυτόχρονα, υπάρχει μια θεμελιώδης αδυναμία εμπορικής ταυτότητας. Η πλειονότητα των ελληνικών προϊόντων εισάγονται στις ΗΠΑ χωρίς ξεκάθαρο brand, χωρίς αναγνωρίσιμο αφήγημα, χωρίς στρατηγική προέλευσης. Σε μια διεθνή αγορά όπου το storytelling, η προέλευση και η πιστοποίηση διαμορφώνουν την τελική αξία, η Ελλάδα δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανώνυμος προμηθευτής πρώτων υλών.

Αντίθετα, χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία, αλλά και ανταγωνιστές από Ασία και Μέση Ανατολή (όπως το Ισραήλ και η Νότια Κορέα) επενδύουν σε εγκαταστάσεις επί αμερικανικού εδάφους, δημιουργούν θυγατρικές, κέντρα logistics και τοπικά δίκτυα διανομής. Δεν εξάγουν απλώς προϊόντα, εξάγουν παρουσία.

Σαν να μην έφτανε αυτό, η ελληνική επιχειρηματικότητα αντιμετωπίζει ένα σιωπηλό κύμα εξαγορών. Δεν πρέπει να λησμονούμε. Ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων που συνδέθηκαν ιστορικά με τις εξαγωγές και την παρουσία στην Αμερικανική αγορά δεν ανήκουν πια σε ελληνικά χέρια.

Υπερχρεωμένες από τραπεζικά δάνεια, χωρίς πρόσβαση σε χρηματοδότηση ή υποστήριξη στρατηγικού σχεδιασμού, πολλές εξ αυτών άλλαξαν ιδιοκτησία. Στη θέση τους βρίσκονται σήμερα επενδυτικά funds, ξένοι διαχειριστές και θεσμικοί φορείς που δραστηριοποιούνται με όρους ψυχρής απόδοσης και όχι εθνικής στρατηγικής. Η μεταβίβαση αυτή δεν αφορά μόνο την ιδιοκτησία επιχειρήσεων, αφορά τη μετάβαση από την ελληνική επιχειρηματικότητα της δημιουργίας σε ένα διεθνοποιημένο μοντέλο χωρίς εθνικό αποτύπωμα.

Στην κατηγορία της φέτας, η οποία κατέγραψε ρεκόρ εξαγωγών το 2024 με 785 εκατομμύρια ευρώ, οι κίνδυνοι είναι εμφανείς. Οι αμερικανικές πιέσεις για κατάργηση της Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) αποσκοπούν στην εμπορική εξίσωση με απομιμήσεις, σε μια αγορά όπως των ΗΠΑ, όπου ελληνική φέτα εξάγεται μεν σε μικρές ποσότητες (6.500 τόνοι), αλλά με ταχείς ρυθμούς αύξησης.

Η Lactalis USA ήδη παράγει «φέτα» στο εργοστάσιό της στην Καλιφόρνια, με ετικέτα Président, επιβεβαιώνοντας την εγκατάσταση του ανταγωνισμού εντός της αγοράς-στόχου. Παράλληλα, το USTR παροτρύνει τις τρίτες χώρες να μην αναγνωρίζουν τις ευρωπαϊκές ενδείξεις ΠΟΠ, υπονομεύοντας δικαστικές νίκες που έχει πετύχει η Ελλάδα, όπως αυτή στη Χιλή.

Το ρίσκο είναι σαφές: η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο μερίδια, αλλά και τη δυνατότητα να καθορίζει την ταυτότητα των προϊόντων της.

Η μελέτη της Πρεσβείας είναι πολύτιμη, αλλά δεν αποτελεί λύση. Είναι ο καθρέφτης ενός παρόντος που απαιτεί μετασχηματισμό. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως στρατηγικό σχέδιο γεωοικονομικής διείσδυσης, με νέους στόχους πολιτειών, τοπικές επενδύσεις, συνεργασίες με διανομείς, εμπορικές αποστολές υψηλού επιπέδου και ένα κεντρικά σχεδιασμένο brand platform για τα προϊόντα της.

Οι αριθμοί δείχνουν ότι υπάρχει ακόμη πλεονέκτημα χρόνου. Το ερώτημα είναι αν θα το μετατρέψουμε σε συγκριτικό πλεονέκτημα. Γιατί στην παγκόσμια αγορά, όποιος δεν τοποθετείται εγκαίρως, απλώς αντικαθίσταται. Και ο διεθνής ανταγωνισμός έχει ήδη προχωρήσει στην επόμενη φάση.

Η γεωπολιτική του εμπορίου δεν συγχωρεί την αδράνεια. Η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να πορεύεται με τη σιγουριά του παρελθόντος, θεωρώντας δεδομένη την αυθεντικότητα των προϊόντων της ή την πίστη της διασποράς. Ο κόσμος έχει αλλάξει· οι αγορές είναι πλέον σκηνές γεωστρατηγικού ανταγωνισμού, και το ράφι των ΗΠΑ, όπου άλλοτε βασίλευε το “Made in Greece”, γίνεται τώρα πεδίο διεκδικήσεων χωρίς όρους.

Η απουσία μόνιμων δομών, επενδύσεων και στρατηγικής προώθησης δεν είναι απλώς εμπορικό μειονέκτημα—είναι κίνδυνος εθνικής απομείωσης. Το brand “Ελλάδα” χρειάζεται επαναπροσδιορισμό όχι ως λογότυπο, αλλά ως γεωοικονομικό στίγμα. Με παρουσία, υποδομές, αφήγηση και συμμαχίες.

Αν η χώρα επιθυμεί να παραμείνει παρούσα στο τραπέζι των μεγάλων, οφείλει πρώτα να τοποθετήσει τα προϊόντα της στο τραπέζι των καταναλωτών με τρόπο που να μην επιδέχεται παρερμηνεία ούτε υποκατάσταση. Γιατί η αξία της φέτας, του ελαιολάδου ή των επιτραπέζιων ροδάκινων δεν βρίσκεται μόνο στη γεύση, αλλά στο ποιος την εκπροσωπεί.

 

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις