Σταθερές παραμένουν οι προβλέψεις για την παγκόσμια αγορά βαμβακιού κατά την περίοδο 2025/26, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Διεθνούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Βάμβακος (ICAC), τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα στις αρχές Ιουνίου. Η παγκόσμια παραγωγή βαμβακιού αναμένεται να ανέλθει σε περίπου 26 εκατομμύρια τόνους, ενώ η κατανάλωση προβλέπεται να φθάσει τους 25,7 εκατομμύρια τόνους. Το παγκόσμιο εμπόριο παρουσιάζει τάσεις ανάκαμψης και εκτιμάται ότι θα αγγίξει τους 9,7 εκατομμύρια τόνους.
Σε επίπεδο περιοχών, η ICAC καταγράφει ανοδικές αναθεωρήσεις στις προβλέψεις παραγωγής για τη Βραζιλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την περιοχή της Δυτικής Αφρικής. Ωστόσο, η μικρή αναμενόμενη μείωση της παραγωγής στην Κίνα ενδέχεται να εξισορροπήσει τα συνολικά κέρδη.
Παρά τη μικρή πτώση στην παραγωγή της, η Κίνα διατηρεί την πρωτοκαθεδρία ως ο μεγαλύτερος παραγωγός βαμβακιού παγκοσμίως. Μετά από ιστορικά υψηλές αποδόσεις της τάξεως των 2.257 κιλών ανά εκτάριο – τα υψηλότερα επίπεδα που έχουν ποτέ καταγραφεί – η ICAC εκτιμά ότι η κινεζική παραγωγή θα διαμορφωθεί στους 6,3 εκατομμύρια τόνους.

Η παγκόσμια κατανάλωση αναμένεται να παραμείνει υπό πίεση, λόγω παραγόντων όπως η επικείμενη αύξηση των δασμών, οι ρυθμιστικές αβεβαιότητες και ο εντεινόμενος ανταγωνισμός στον τομέα των ινών. Ωστόσο, το παγκόσμιο εμπόριο προβλέπεται να σημειώσει μικρή ανάκαμψη της τάξεως του 2%, αγγίζοντας τους 9,65 εκατομμύρια τόνους, ενισχυόμενο από τα αυξημένα αποθέματα της τρέχουσας περιόδου και την αναμενόμενη ζήτηση από τα εργοστάσια. Παρόλα αυτά, οι εξελίξεις στο μέτωπο των εμπορικών συμφωνιών και των δασμολογικών πολιτικών ενδέχεται να επηρεάσουν τις ροές του εμπορίου κατά την επόμενη περίοδο.
Όσον αφορά τις τιμές, η Γραμματεία της ICAC εκτιμά ότι ο μέσος δείκτης Α για την περίοδο 2024/25 θα διαμορφωθεί στα 81 σεντς ανά λίβρα. Για την περίοδο 2025/26, η προκαταρκτική πρόβλεψη – με βάση τα τρέχοντα στοιχεία προσφοράς και ζήτησης – τοποθετεί τις τιμές μεταξύ 56 και 95 σεντς ανά λίβρα, με μέση εκτίμηση στα 73 σεντς. Τις οικονομικές προβλέψεις υπογράφει η κα Lorena Ruiz, οικονομολόγος της ICAC.