Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η Ελλάδα παραβίασε τα Άρθρα 6§1 και 13 της Σύμβασης, λόγω της καθυστερημένης εκτέλεσης απόφασης του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου υπέρ των επαγγελματιών αλιέων. Η απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2025 θέτει σε νέα βάση το ζήτημα της «αποτελεσματικής έννομης προστασίας».
Η απόφαση που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στις 23 Οκτωβρίου 2025 δεν πέρασε απαρατήρητη. Η υπόθεση Εθνική Ένωση Πλοιοκτητών Επαγγελματιών Αλιέων Η Μεσόγειος και Φατούρος κατά Ελλάδας (αίτηση 11009/23) μετατράπηκε σε μια ιδιαίτερα αποκαλυπτική στιγμή για το ελληνικό διοικητικό σύστημα, φωτίζοντας ένα πρόβλημα γνωστό μεν, αλλά επίμονο την καθυστέρηση στην εκτέλεση τελεσίδικων αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων.
Οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο Στρασβούργο κατηγορώντας την ελληνική διοίκηση ότι δεν είχε εφαρμόσει την απόφαση 2133/2022 του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου που είχε εκδοθεί υπέρ τους. Παρά το γεγονός ότι η απόφαση ήταν δεσμευτική, οι αλιείς υποστήριξαν ότι η εφαρμογή της παρέμενε ελλιπής ή ημιτελής. Η Κυβέρνηση ενημερώθηκε για την προσφυγή και παρουσίασε τη δική της θέση, όμως το Δικαστήριο επέλεξε να σταθεί με προσοχή στα στοιχεία και στη νομολογία του.
Το Τρίτο Τμήμα του ΕΔΔΑ, με πρόεδρο την Diana Kovacheva και αναπληρώτρια γραμματέα τη Viktoriya Maradunina, επανέλαβε μια θεμελιώδη αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου μια δικαστική απόφαση που δεν εκτελείται πλήρως και εγκαίρως, υπονομεύει τον ίδιο πυρήνα του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη όπως προστατεύεται από το Άρθρο 6§1 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο παρέπεμψε μάλιστα σε παλαιότερα ελληνικά παραδείγματα, όπου είχε διαπιστωθεί το ίδιο ζήτημα.
Η ανάλυση των εγγράφων και του αποδεικτικού υλικού δεν οδήγησε σε διαφορετικό συμπέρασμα. Οι δικαστές διαπίστωσαν ότι, παρά τις προσπάθειες των αρχών, η εκτέλεση της απόφασης δεν είχε προχωρήσει στον βαθμό που απαιτεί η Σύμβαση. Το ένδικο βοήθημα που προβλέπεται από τον Νόμο 3068/2002, το οποίο η ελληνική πλευρά επικαλέστηκε ως διαθέσιμο και αποτελεσματικό εργαλείο, κρίθηκε ανεπαρκές· δεν παρείχε τις εγγυήσεις που θα μπορούσαν να θεραπεύσουν την αργοπορία ή την ατελή συμμόρφωση.
Με αυτά τα δεδομένα, το Στρασβούργο έκρινε ότι παραβιάστηκαν τόσο το Άρθρο 6§1 όσο και το Άρθρο 13, το οποίο απαιτεί την ύπαρξη πραγματικών και αποτελεσματικών εσωτερικών μέσων προσφυγής. Η Ελλάδα καλείται τώρα να καταβάλει στους προσφεύγοντες τα ποσά που περιλαμβάνονται στον σχετικό πίνακα, εντός τριών μηνών. Εφόσον υπάρξει καθυστέρηση πέραν της τρίμηνης προθεσμίας, τα ποσά θα επιβαρυνθούν με τόκο που αντιστοιχεί στο οριακό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
Πέρα από τη χρηματική διάσταση, η απόφαση έχει και μια βαθύτερη ανάγνωση, υπενθυμίζει, με τρόπο συγκροτημένο και απαλλαγμένο από δραματοποιήσεις, ότι η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους δικαίου δεν εξαντλείται στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων. Κρίνεται και από τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο οι αποφάσεις αυτές υλοποιούνται από τη διοίκηση. Κι αν η Ελλάδα έχει κατά καιρούς επιχειρήσει να κλείσει αυτό το χάσμα, το Στρασβούργο υπενθυμίζει πως το ζήτημα παραμένει — θεσμικά, πρακτικά και, ενίοτε, διαρθρωτικά.
Η απόφαση λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η εφαρμογή της δικαστικής κρίσης είναι εξίσου σημαντική με την ίδια τη δίκη. Και ότι η αξιοπιστία της δημόσιας διοίκησης, όσο περίπλοκη κι αν είναι, συνεχίζει να δοκιμάζεται στο σημείο όπου η θεωρία του δικαίου συναντά την πράξηόπως μας ανέφεραν οι αλιείς στο Αgrocapital .
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις
