Τα λιπάσματα αποτελούν έναν συχνά υποτιμημένο, αλλά κρίσιμο πυλώνα της ευρωπαϊκής επισιτιστικής ασφάλειας και της αγροτικής ανταγωνιστικότητας, καθώς εξασφαλίζουν σταθερές αποδόσεις στις καλλιέργειες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ωστόσο, ο κλάδος βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο δύο ισχυρών πολιτικών εξελίξεων: της πράσινης μετάβασης, με ένα ολοένα αυστηρότερο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ETS), και της εφαρμογής του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM), ο οποίος τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2026.
Σύμφωνα με εκπροσώπους της βιομηχανίας, η αβεβαιότητα γύρω από το ETS και η εισαγωγή του CBAM ασκούν έντονες πιέσεις σε παραγωγούς και εισαγωγείς, με πιθανές επιπτώσεις στις τιμές, στις επενδύσεις και στη δυνατότητα της Ευρώπης να διατηρήσει εγχώρια παραγωγή τροφίμων.
Μιλώντας σε πρόσφατη εκδήλωση της Fertilizers Europe στις Βρυξέλλες, ο Λίο Άλντερς, διευθύνων σύμβουλος της βελγικής εταιρείας λιπασμάτων LAT Nitrogen, τόνισε ότι ο κλάδος καλείται να αποανθρακοποιηθεί, έχοντας ήδη επενδύσει σημαντικά κεφάλαια σε τεχνολογικές προσαρμογές, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει αυξανόμενους φόρους και διοικητικά βάρη που αναστέλλουν νέες πράσινες επενδύσεις.
Απαντώντας στις ανησυχίες, η Μαρία Έλενα Σκόπιο, διευθύντρια στη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας και Τελωνείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναγνώρισε την ανάγκη για μεγαλύτερη κανονιστική σαφήνεια, επισημαίνοντας ωστόσο ότι ρόλο φέρουν και τα κράτη-μέλη, τόσο ως προς την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας όσο και ως προς τη χρηματοδότηση πράσινων επενδύσεων.
Εκπρόσωποι της βιομηχανίας υπογραμμίζουν ότι υπάρχουν ήδη τεχνολογίες με σημαντικό δυναμικό μείωσης εκπομπών, οι οποίες όμως δεν ενθαρρύνονται επαρκώς από το ισχύον πλαίσιο πολιτικής. Η Τίφανι Στεφάνι, αντιπρόεδρος κυβερνητικών σχέσεων της νορβηγικής χημικής εταιρείας Yara International, σημείωσε ότι, αν και το ανθρακικό αποτύπωμα των ευρωπαϊκών λιπασμάτων είναι ήδη κατά 50–60% χαμηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο, υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης μέσω τεχνολογιών όπως η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCS) και η παραγωγή με ανανεώσιμη ενέργεια. Σύμφωνα με την ίδια, το CCS θα μπορούσε να μειώσει το αποτύπωμα έως και 70%, ενώ τα ανανεώσιμα λιπάσματα έως και 90%.
Παράλληλα, μελέτη της ολλανδικής ένωσης παραγωγών ενέργειας Energie-Nederland δείχνει ότι, αν και το πρόσθετο κόστος για τα τελικά προϊόντα είναι σχετικά χαμηλό, το κόστος παραγωγής πράσινων λιπασμάτων παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, εγείροντας ερωτήματα για το ποιος θα επωμιστεί το οικονομικό βάρος.
Στο ζήτημα της ζήτησης, η Aurica Pripa, εκπρόσωπος ευρωπαϊκών υποθέσεων της φινλανδικής εταιρείας τροφίμων Paulig, ανέφερε ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό καταναλωτών δηλώνει πρόθυμο να πληρώσει υψηλότερη τιμή για τρόφιμα χαμηλών εκπομπών CO₂, ενώ η πολυπλοκότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας συχνά οδηγεί σε αντικρουόμενα συμφέροντα.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και η επικείμενη εφαρμογή του CBAM. Αν και ο μηχανισμός σχεδιάστηκε για να προστατεύσει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις από λιγότερο «πράσινο» ανταγωνισμό, στελέχη του κλάδου εκφράζουν φόβους ότι δεν είναι ακόμη πλήρως έτοιμος. Ο Άλντερς ζήτησε διετή παύση στη σταδιακή κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων ETS, ώστε να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις του CBAM.
Η Σκόπιο απάντησε ότι η μεταβατική περίοδος του CBAM επιτρέπει προσαρμογές, σημειώνοντας πως οι βασικές υποχρεώσεις ουσιαστικά θα ξεκινήσουν το 2027, ενώ η κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων θα γίνει σταδιακά σε βάθος οκταετίας. Παράλληλα, ανέφερε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει τρόπους ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών πράσινων λιπασμάτων στις εξαγωγές, τονίζοντας ότι ο διάλογος με τη βιομηχανία είναι κρίσιμος για την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων.
Όπως υπογράμμισε, το ζητούμενο είναι να συνδυαστούν η στήριξη της βιομηχανίας και η κλιματική φιλοδοξία, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η ευρωπαϊκή αγροτική και επισιτιστική ασφάλεια.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις