Αυστηροί έλεγχοι στα τρόφιμα

Με το νέο Αγορανομικό Κώδικα προβλέπονται αυστηροί δειγματοληπτικοί έλεγχοι στα τρόφιμα και γενικότερα στα εμπορεύματα που απευθύνονται στους καταναλωτές. Επίσης προβλέπονται και αυστηρές κυρώσεις για παρεμπόδιση έλεγχου ή πώληση αλλοιωμένων ή νοθεμένων προϊόντων.

Οι επαγγελματίες πρέπει να γνωρίζουν ότι οι ελεγκτές υπάλ­ληλοι έχουν δικαιώματα ειδικού ανακριτικού υπαλλή­λου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δι­κονομίας και στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να είναι αρκούντος προσεκτικοί κατά τη διαδικασία του ελέγχου. Ιδιαίτερα πρέπει να είναι συνεργάσιμοι ώστε να μη προκαλούνται διαδικαστικά θέματα τα οποία μπορεί να αποβούν σε βάρος τους.

Προ της εισόδου στην επιχείρηση για έλεγχο οι επαγγελματίες να ζητάνε την επίδειξη των σχετικών εντολών ε­λέγχου. Σε περίπτωση που αντιλαμβάνονται καταχρηστικό έλεγχο να απευθύνονται στις ανώτερες υπηρεσίες, στο Επιμελητήριο και στα συνδικαλιστικά τους όργανα για συλλογικές ενέργειες.

Οι ελεγκτές μπορούν να επιθεωρούν οποιονδήποτε χώρο της επιχείρησης όπου παρέχονται υπηρεσίες ή παράγονται, αποθηκεύονται, διακινού­νται ή εκτίθενται προϊόντα που προορίζονται για διάθεση στον καταναλωτή.

Οι υπηρεσίες μπορούν να λαμβάνουν δείγματα για έλεγχο τηρώντας τη σχετική νομοθεσία. Εφόσον υπάρχει δυνατότητα ο επαγγελματίας μπορεί να ζητήσει να κρατήσει σφραγισμένο κατά την νομοθεσία αντιδείγμα για πιθανή δεύτερη εξέταση με προσφυγή του ιδίου. Σε προϊόντα που αλλοιώνονται όμως το αντιδείγμα δεν έχει νόημα.

Κυρώσεις

Προσοχή! Όποιος παρεμποδίζει ή αρ­νείται τον έλεγχο, όποιος παράγει, διακινεί ή διαθέτει τρόφιμα μη ασφαλή, όποιος νοθεύει τρόφιμα, όποιος τα παραποιεί κλπ, τιμωρείται και με ποινές φυλάκισης.

 

Ο νόμος

Άρθρο 18 Έλεγχοι - Δειγματοληψίες Εργαστηριακές

Εξετάσεις

Κατά τη διενέργεια των ελέγχων, οι αρμόδιοι υπάλ­ληλοι έχουν καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλή­λου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δι­κονομίας.

Οι αρμοδιότητες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρ­θρου 39 του ν. 3959/2011 (Α' 93) εφαρμόζονται αναλό­γως.

Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι που διενεργούν τον έλεγχο διαπιστώσουν ενδείξεις τέλεσης παράβα­σης, για την οποία δεν έχουν αρμοδιότητα επιβολής κύ­ρωσης, υποχρεούνται να ενημερώσουν προς τούτο αμέ­σως τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές.

Οι αρμόδιες αρχές για την άσκηση ελέγχων δύνα­νται να επιθεωρούν οποιονδήποτε χώρο όπου παρέχο­νται υπηρεσίες ή παράγονται, αποθηκεύονται, διακινού­νται, διατίθενται στην αγορά ή εκτίθενται προϊόντα που προορίζονται για διάθεση στον καταναλωτή και να προ­βαίνουν σε σχετικούς ελέγχους.

Για την είσοδο στις εγκαταστάσεις παροχής υπηρε­σιών ή παραγωγής, αποθήκευσης, διακίνησης και διάθε­σης των προϊόντων των ελεγχομένων, τα αρμόδια όργα­να ελέγχου οφείλουν να επιδεικνύουν τα σχετικά διοικη­τικά και άλλα έγγραφα των αρμόδιων αρχών εποπτείας της αγοράς που αποδεικνύουν τις σχετικές εντολές ε­λέγχου.

Οι ελεγχόμενοι υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση να παρέχουν συνδρομή στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα κατά την εκτέλεση του έργου τους.

Στο πλαίσιο των ελέγχων, οι αρμόδιοι υπάλληλοι δύνανται να λαμβάνουν άνευ ανταλλάγματος δείγματα από όλα τα ελεγχόμενα προϊόντα για περαιτέρω διεξα­γωγή εργαστηριακών ελέγχων και για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής τους προς την κείμενη νομοθεσία. Ό­λα τα δείγματα που λαμβάνονται για τους σκοπούς των ελέγχων παρόντων των ελεγχομένων επισημαίνονται και σφραγίζονται μονοσήμαντα από τα αρμόδια όργανα προκειμένου να σταλούν για περαιτέρω εργαστηριακό έ­λεγχο.

Κατά τη δειγματοληψία συντάσσεται Πρωτόκολλο Δειγματοληψίας από τους ελεγκτές, το οποίο περιέχει τουλάχιστον:

α) τα στοιχεία της επιχείρησης όπου ελήφθησαν τα δείγματα,

β) στοιχεία του προϊόντος επαρκή για να εξασφαλίζε­ται η ιχνηλασιμότητα του δείγματος και συνολική ποσό­τητα που δειγματίστηκε,

γ) ευρήματα ή παρατηρήσεις που προέκυψαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενεργήθηκε, δ) υπογραφές από τους ελεγκτές και τον ελεγχθέντα, ε) ενυπόγραφη δήλωση του υπευθύνου της επιχείρη­σης όπου λαμβάνεται το δείγμα, στην οποία αποδέχεται τη συσχέτιση του δείγματος με το τιμολόγιο αγοράς, το οποίο παραδίδει στους υπαλλήλους που διενεργούν τη δειγματοληψία.

Για τον τρόπο λήψης του δείγματος, την ποσότητα αυτού, τη μέθοδο σφράγισης και επισήμανσης, τα σχετι­κά με τη διασφάλιση της ταυτότητας του δείγματος και κάθε λεπτομέρεια που αφορά τη δειγματοληψία εφαρ­μόζονται οι ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις ή τα προβλεπόμενα από τα ισχύοντα για κάθε προϊόν πρότυ­πα, καθώς και από τα προγράμματα ελέγχου που καταρ­τίζουν οι αρμόδιες αρχές. Σε κάθε περίπτωση, με την ε­πιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων της κείμενης νομοθε­σίας για τα τρόφιμα ο αριθμός των λαμβανομένων δειγ­μάτων και η ποσότητα κάθε δείγματος πρέπει να είναι ι­σόποσα, εύλογα και επαρκή:

α) για την πρώτη εργαστηριακή εξέταση, β) για τη δεύτερη, αν ασκηθεί έφεση κατά του αποτε­λέσματος της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης από τους οικονομικούς φορείς, και

γ) για την τρίτη εργαστηριακή εξέταση, σε περίπτωση ασυμφωνίας των αποτελεσμάτων μεταξύ πρώτης και δεύτερης εργαστηριακής εξέτασης.

Οι εργαστηριακοί έλεγχοι προϊόντων διενεργού­νται σε διαπιστευμένα ή κοινοποιημένα ή αναγνωρισμέ­να ή εγκεκριμένα κατά περίπτωση εργαστήρια, όπως ο­ρίζεται στην κείμενη νομοθεσία.

Η πρώτη εργαστηριακή εξέταση των προϊόντων που ελήφθησαν από τα εντεταλμένα ελεγκτικά όργανα γίνεται με μέριμνα και δαπάνη της αρμόδιας αρχής. Αν δεν υπάρχει διαθέσιμος ή πλήρης τεχνικός φάκελος για το δειγματιζόμενο προϊόν, μολονότι αυτό επιβάλλεται α­πό τις ισχύουσες διατάξεις, βαρύνεται με το κόστος της πρώτης εξέτασης ο ελεγχόμενος.

Αν από τα αποτελέσματα της πρώτης εργαστη­ριακής εξέτασης προκύπτει ότι το δειγματισθέν προϊόν δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί η σχετική νο­μοθεσία, ο ελεγχόμενος, αφού ενημερωθεί αρμοδίως, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά των αποτελεσμάτων της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης, εντός προθεσμίας δύο (2) εργάσιμων ημερών. Το κόστος της δεύτερης (κατ' έφε­ση) εργαστηριακής εξέτασης βαρύνει τον ελεγχόμενο.

Στις περιπτώσεις που προκύπτουν διαφορές στα αποτελέσματα της πρώτης και δεύτερης (κατ' έφεση) ε­ξέτασης, διενεργείται υποχρεωτικά από την αρμόδια αρ­χή με δαπάνες της και τρίτη εργαστηριακή εξέταση σε διαφορετικό εργαστήριο.

13. α) Στην περίπτωση που ο εργαστηριακός έλεγχος διενεργείται από Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους (ΓΧΚ), εφαρμόζονται οι ειδικότερες διατάξεις περί δειγματοληψίας, χημικών εξετάσεων, γνωματεύσε­ων και ευαλλοίωτων δειγμάτων που προβλέπονται από τα οικεία άρθρα του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών και τις σχετικές Αποφάσεις του Ανωτάτου Χημικού Συμβουλίου (ΑΧΣ).

β) Επιπλέον, για τα δείγματα τα οποία εξετάζονται στις Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους, ο κύ­ριος του είδους ή αυτός από τον οποίο αγόρασε το είδος τρίτος, μπορεί να υποβάλει έφεση στη δειγματίσασα αρ­χή κατά του αποτελέσματος της πρώτης εξέτασης εντός της οριζομένης στην παράγραφο 11 προθεσμίας. Η κατ' έφεση εξέταση εκτελείται από άλλον χημικό του ΓΧΚ, με δυνατότητα παράστασης ιδιώτη χημικού, εκπροσώ­που του ενδιαφερομένου, κατά τα οριζόμενα στο οικείο άρθρο του ΚΤΠ σχετικά με τις κατ' έφεση εξετάσεις. Η αίτηση για έφεση διαβιβάζεται από τη δειγματίσασα αρ­χή στην αρμόδια υπηρεσία του ΓΧΚ, συνοδευόμενη από διπλότυπο είσπραξης παραβόλου, το οποίο καθορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υ­πουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Προκειμέ­νου περί ευαλλοίωτων τροφίμων, οι Υπηρεσίες του ΓΧΚ προβαίνουν αυτεπάγγελτα στην εξέταση του δεύτερου (κατ' έφεση) δείγματος, εκτός αν ρητά αναγράφεται στο πρωτόκολλο δειγματοληψίας ότι ο ενδιαφερόμενος δεν επιθυμεί έφεση, τηρουμένων των διαδικασιών που προ­βλέπονται στο οικείο άρθρο του ΚΤΠ.

γ) Στις περιπτώσεις που υπάρχει: γα) διαφορά αποτε­λέσματος ή γνωμάτευσης μεταξύ της πρώτης και της κατ' έφεση εξέτασης στο Γενικό Χημείο του Κράτους ή γβ) διαφωνία του ιδιώτη χημικού με το αποτέλεσμα ή τη γνωμάτευση του Γενικού Χημείου του Κράτους, αποφαί­νεται το ΑΧΣ περί της κανονικότητας του δείγματος με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο σχετικό άρθρο του ΚΤΠ για τις κατ' έφεση εξετάσεις, με την επιφύλαξη ειδικών αποφάσεων του ΑΧΣ.

Άρθρο 19 Ειδικές ποινικές κυρώσεις

  1. Όποιος παρεμποδίζει τον ασκούμενο έλεγχο ή αρ­νείται με οποιονδήποτε τρόπο να παραδώσει στους αρ­μόδιους υπαλλήλους κάθε στοιχείο απαραίτητο για τη διεξαγωγή του ελέγχου, όπως ιδίως τα τιμολόγια αγορα­πωλησίας ή άλλα έγγραφα, τιμωρείται με φυλάκιση. Παρεμπόδιση ελέγχου θεωρείται και η απόκρυψη των α­παιτούμενων στοιχείων ή η παραποίηση των στοιχείων αυτών ή η ψευδής παράθεσή τους.
  2. α) Όποιος παράγει, διακινεί ή διαθέτει τρόφιμα μη ασφαλή ή ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση ή νοθεύει τρόφιμα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών.

β) Όποιος παράγει, διακινεί ή διαθέτει τρόφιμα μη α­σφαλή ή επιβλαβή για την υγεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών.

γ) Όποιος αναμιγνύει παράνομα και πωλεί είδη διαφο­ρετικών ποιοτήτων, τιμωρείται με φυλάκιση.

  1. Όποιος παραποιεί ή νοθεύει, εν γνώσει του κατέχει προς εμπορία, πωλεί, θέτει σε κυκλοφορία ή παραδίδει για χρήση άλλα είδη βιοτικής ανάγκης πλην τροφίμων παραποιημένα ή νοθευμένα, που προορίζονται για εμπο­ρία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μη­νών.
  2. Όποιος παράγει, διακινεί ή διαθέτει προϊόντα που εξεταζόμενα ευρίσκονται, με βάση τις γνωματεύσεις των αρμόδιων υπηρεσιών του ΓΧΚ, να μην πληρούν τις ειδικές προδιαγραφές και τα χαρακτηριστικά ποιότητας που καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις της ισχύ­ουσας νομοθεσίας ή και τις οικείες αποφάσεις του ΑΧΣ, τιμωρείται με φυλάκιση.
  3. Όποιος καθ' οιονδήποτε τρόπο καταδολιεύει ή αλ­λοιώνει το μηχανολογικό ή ηλεκτρολογικό ή ηλεκτρονι­κό μέρος των οργάνων μέτρησης ή το λογισμικό αυτών ή το λογισμικό κάθε συσχετιζόμενου με το όργανο συ­στήματος ή αλλοιώνει τις ενδείξεις των οργάνων μέτρη­σης ή τα δεδομένα που δέχονται ή που παράγουν τα όρ­γανα μέτρησης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχι­στον έξι (6) μηνών. Τα όργανα μέτρησης, καθώς και τα μέσα καταδολίευσης κατάσχονται. Οι ανωτέρω κυρώ­σεις επιβάλλονται και σε περιπτώσεις εντοπισμού ιχνών καταδολίευσης ή αλλοίωσης. Σε περίπτωση που εντός διαστήματος δύο (2) ετών από την επιβολή της κύρωσης διαπιστωθεί εκ νέου παράβαση, αφαιρείται οριστικά η ά­δεια λειτουργίας της επιχείρησης, με απόφαση της αδει- οδοτούσας αρχής, της πράξης χαρακτηριζόμενης ως σο­βαρής παράβασης των όρων χορήγησης της σχετικής ά­δειας.
  4. Στους παραβάτες των παραγράφων 1 έως 5 του πα­ρόντος άρθρου, πέραν των ποινικών κυρώσεων, επιβάλ­λονται και διοικητικές κυρώσεις κατά το άρθρο 22 του παρόντος νόμου.
  5. Όποιος εμπορεύεται, παραχωρεί, κατασκευάζει ή ε­γκαθιστά τα μέσα για τη διάπραξη του αδικήματος της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, τιμωρείται με ποι­νή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και με διοικη­τικό πρόστιμο ύψους είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Ό­ταν ο διαπράξας το αδίκημα αυτό είναι εξουσιοδοτημένο ή αδειοδοτημένο συνεργείο και διαπιστωθεί εκ νέου πα­ράβαση εντός διαστήματος δύο (2) ετών από την επιβο­λή της κύρωσης, αφαιρείται επιπλέον οριστικά η εξου­σιοδότηση ή η άδεια λειτουργίας, με απόφαση της εξου- σιοδοτούσας ή της αδειοδοτούσας αρχής, της πράξης χαρακτηριζόμενης ως σοβαρής παράβασης των όρων χορήγησης της σχετικής εξουσιοδότησης ή άδειας.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις