Σχέδιο αντιμετώπισης εμπόλεμων συνθηκών στον πρωτογενή τομέα
Σχέδιο αντιμετώπισης εμπόλεμων συνθηκών στον πρωτογενή τομέα

Τoυ Νικόλαου Φαραντούρη,
καθηγητή της Έδρας Jean Monnet στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, διευθυντή Μεταπτυχιακών στην Ενέργεια στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, οινοπαραγωγού, δημιουργού των Ionian Trilogy Premium Wines Cephalonia Αθηνών
 
ΣΙΤΟΥ ΣΠΑΡΝΤΟΣ κριθή έφυ. Σιτάρι σπείραμε, κριθάρι φύτρωσε. Η φθίνουσα ελληνική γεωργική παραγωγή, η εθνική αιμορραγία και ο κίνδυνος για τη διατροφική επάρκεια (επαν)έρχονται στο προσκήνιο καθώς ο πόλεμος μαίνεται στην Ουκρανία.
 
Η ΕΛΛΑΔΑ βρίσκεται σήμερα στη θέση να μην μπορεί να καλύψει με ίδιες δυνάμεις όλες τις ανάγκες της σε βασικά αγαθά όπως το μαλακό σιτάρι, το γάλα και το μοσχαρίσιο κρέας και σε απαραίτητα προϊόντα όπως τα λιπάσματα και οι ζωοτροφές. Καθίσταται έτσι όμηρος των διεθνών εξελίξεων (διεθνών παραγωγών, διεθνών τιμών). Και όταν μεν οι τιμές είναι χαμηλές και η εφοδιαστική αλυσίδα λειτουργεί ομαλά, ουδέν πρόβλημα. Σε ένα όμως πληθωριστικό περιβάλλον με ένα δυσθεώρητο ενεργειακό κόστος, οι χρόνιες αδυναμίες αποκαλύπτονται: στα είδη πρώτης ανάγκης, στο καλάθι της νοικοκυράς και στα σκληρά στατιστικά στοιχεία για το ισοζύγιο συναλλαγών, που δείχνουν την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
 
ΑΣ ΔΟΥΜΕ τα νούμερα: Το 2021 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Ελλάδος ανήλθε στα 181 δισ. ευρώ. Οι συνολικές εισαγωγές της χώρας διαμορφώθηκαν σε 64,2 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 35% του ΑΕΠ. Συνολικά σε αξία, οι ελληνικές εισαγωγές το 2021 ανήλθαν στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008, ενώ το εμπορικό έλλειμμα (εξαγωγές μείον εισαγωγές) ανήλθε στα υψηλότερα επίπεδα από το 2010, στα 24,3 δισ. Είναι προφανές ότι το ενεργειακό κόστος επιδρά επιβαρυντικά στον αγροτικό τομέα, αφενός διότι καθιστά ακριβότερα τα καύσιμα των αγροτών, αφετέρου διότι εκτοξεύει τις τιμές των λιπασμάτων, η παραγωγή των οποίων απαιτεί μεγάλες ποσότητες ενέργειας και ειδικά φυσικού αερίου.
 
ΑΛΛΑ ΓΙΑ την Ελλάδα το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο, διότι ως εισαγωγέας βασικών προϊόντων και αγαθών, δεν επιβαρύνεται μόνο με το κόστος παραγωγής, αλλά και με το κόστος εισαγωγής. Εάν η ελληνική αγροτική και ζωική παραγωγή ήταν πιο εύρωστη, το κόστος εισαγωγής θα ήταν μικρότερο και οι ανατιμήσεις στο ράφι ακόμη μικρότερες.
 
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), την περίοδο 2015-2019 οι συνολικές εισαγωγές τροφίμων και ζώντων ζώων στη χώρα μας ανήλθαν σε αξίες σε 28 δισ. ευρώ περίπου, εκ των οποίων τα 9,3, δηλαδή το 33%, αφορούσαν τρόφιμα ζωικής προέλευσης (κρέας, αυγά, γάλα, τυριά, γαλακτοκομικά προϊόντα). Την ίδια περίοδο, οι αντίστοιχες συνολικές εξαγωγές ήταν αξίας 22 δισ. ευρώ, εκ των οποίων μόνο τα 3,4 δισ. ευρώ, δηλαδή το 15%, αφορούσαν τρόφιμα ζωικής προέλευσης.
 
ΑΛΛΑ ΚΑΙ τα σημερινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν πως οι τιμές στην ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία επηρεάζονται καθοριστικά από τις εισαγόμενες πιέσεις. Τα στοιχεία για τους Δείκτες Τιμών Εισροών και Εκροών στη Γεωργία - Κτηνοτροφία για τον Ιανουάριο 2022 είναι αποκαλυπτικά. Σκοπός του Δείκτη Τιμών Εκροών είναι η μέτρηση της σχετικής μεταβολής των τιμών που απολαμβάνουν οι παραγωγοί στον τομέα γεωργίας - κτηνοτροφίας κατά την πώληση των γεωργικών προϊόντων τους, ενώ σκοπός του Δείκτη Τιμών Εισροών είναι η μέτρηση της σχετικής μεταβολής των τιμών που καταβάλλουν για την αγορά των αναλώσιμων μέσων, αγαθών και υπηρεσιών, που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία. Τον Ιανουάριο 2022, λοιπόν, ο Γενικός Δείκτης Τιμών Εισροών στη Γεωργία - Κτηνοτροφία παρουσίασε αύξηση 18,6% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιανουαρίου 2021, ενώ ο Γενικός Δείκτης Τιμών Εκροών στη Γεωργία - Κτηνοτροφία (χωρίς επιδοτήσεις) παρουσίασε αύξηση 18,3% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιανουαρίου 2021. Ο μέσος σταθμικός Δείκτης Εκροών του δωδεκαμήνου Φεβρουαρίου 2021 - Ιανουαρίου 2022, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του δωδεκαμήνου Φεβρουαρίου 2020 - Ιανουαρίου 2021, παρουσίασε αύξηση 11,9% και ο μέσος Δείκτης Εισροών του δωδεκαμήνου Φεβρουαρίου 2021 - Ιανουαρίου 2022 παρουσίασε αύξηση 9,3%.
 
ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ κόστος εκτόξευσε τις προαναφερόμενες τιμές εισροών και πυροδότησαν ανησυχίες για τη διατροφική επάρκεια στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες. Ειδικά όμως στη χώρα μας η κατάσταση είναι εξαιρετικά ανησυχητική, διότι η αγροτική και ζωική παραγωγή είναι μικρή και πλήρως εξαρτώμενη από εισαγόμενα προϊόντα.
 
ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ για παράδειγμα το σιτάρι: Οι ετήσιες ανάγκες της χώρας σε μαλακό σιτάρι είναι 900 χιλιάδες τόνοι. Η εγχώρια παραγωγή καλύπτει μόλις το 10%, ενώ από τις εμπόλεμες σήμερα χώρες, Ρωσία και Ουκρανία, εισάγουμε περίπου το 40% των αναγκών μας. Γιατί η Ελλάδα δεν είναι αυτάρκης σε σιτάρι; Διότι η καλλιέργεια του σίτου δεν προσέφερε μεγάλα περιθώρια κέρδους στους αγρότες, δεν στηρίχθηκε επαρκώς μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και έτσι οι παραγωγοί την εγκατέλειψαν. Αλλά και δεδομένου ότι οι αλευροβιομηχανίες μπορούσαν να εισάγουν πολύ πιο φτηνό αλεύρι από τρίτες χώρες, δεν έδωσαν κίνητρα στους Έλληνες καλλιεργητές, οι οποίοι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους σε νέες, οικονομικά πιο ελκυστικές (καλύτερα επιδοτούμενες) καλλιέργειες.
 
ΕΙΝΑΙ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ πως στην Ελλάδα η παραγωγή μαλακού σιταριού έφτασε στα επίπεδα της αυτάρκειας τη δεκαετία του 1950, και προς τα τέλη του 1970 υπήρχε πλεόνασμα, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι το 1984. Έκτοτε όμως επήλθε ραγδαία μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδεύθηκε από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού. Μόλις προ μηνών και ενώ ήταν σαφές πόσο εύθραυστη είναι η κατάσταση στην Ελλάδα (τα συμβόλαια σιταριού ανήλθαν στο υψηλότερο επίπεδο 14 ετών, στα 400 ευρώ ο τόνος, εξαιτίας των φόβων για παγκόσμιες ελλείψεις), αποφασίσθηκε στα πλαίσια της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής οι καλλιέργειες των σιτηρών να επιδοτηθούν και να ενταχθούν στο καθεστώς των συνδεδεμένων ενισχύσεων.
 
ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ; Επανασχεδιασμός: Επανασχεδιασμός της γεωργικής μας πολιτικής. Όπως στην ενέργεια, έτσι και στον πρωτογενή τομέα. Η σοβούσα κρίση μπορεί να αποτελέσει αφορμή και αναγκαιότητα. Βασικό στοιχείο του ανασχεδιασμού θα πρέπει να είναι η χρηματοδότηση που παραμένει εξαιρετικά προβληματική. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), τα επιτόκια για τη γεωργία στην Ελλάδα κυμαίνονται από 4%-8,5%, είναι υψηλότερα στη γεωργία από τους άλλους τομείς και από τα υψηλότερα στην Ε.Ε. Αυτό έχει ως συνέπεια το κόστος των τόκων να είναι υψηλό και να επιβαρύνει ανάλογα και το κόστος παραγωγής. Η ΕΤΕπ στην έκθεσή της διαπίστωσε και σημαντικό χρηματοδοτικό κενό στη γεωργία (ζήτηση-προσφορά δανείων) μεταξύ 4,5 δισ. ευρώ και 14,3 δισ. ευρώ, το οποίο δείχνει πως οι νέοι Έλληνες αγρότες δεν έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό.
 
ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ γεωργία και κτηνοτροφία στον τόπο μας, χρειάζεται άμεσα επανασχεδιασμός στόχων και στρατηγικής. Διαφορετικά, «σίτου σπαρθέντος κριθή έφυ». Ή ακριβέστερα: Μήτε σίτος, μήτε κριθή.

Πηγή: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις