Θεσσαλία: "Νερό" στο μύλο των αντιδράσεων για το Master Plan

Η διαχείριση του νερού στη Θεσσαλία αγγίζει καίρια ζητήματα, όπως η βιώσιμη ανάπτυξη, η αγροτική παραγωγή και η προστασία του περιβάλλοντος. Η αξιολόγηση και η αναθεώρηση του Master Plan της ολλανδικής εταιρίας HVA International λαμβάνουν χώρα σε ένα κρίσιμο χρονικό σημείο, με το μέλλον της Θεσσαλίας να διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις αποφάσεις που θα ληφθούν.

Το εν λόγω Master Plan συντάχτηκε με αφορμή τις καταστροφικές πλημμύρες από την καταιγίδα Daniel.

Πλήθος φορέων και ειδικών, όπως οι καθηγητές Κωνσταντίνος Τσιμπούκας, Χρίστος Τσαντήλας και Νίκος Δαναλάτος, αλλά και η Greenpeace, κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους στη δημόσια διαβούλευση, ασκώντας δριμεία κριτική στις προτάσεις του Master Plan.

Κύριες επικρίσεις:

    Έλλειψη τεκμηρίωσης: Οι προτάσεις για αναδιάρθρωση καλλιεργειών στερούνται τεχνικοοικονομικής τεκμηρίωσης και δεν λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν στην πεδιάδα της Θεσσαλίας.
    Αγνοείται η χωρική διαφοροποίηση: Η Θεσσαλία παρουσιάζει ποικιλία εδαφολογικών συνθηκών, συστημάτων άρδευσης και καλλιεργητικών συστημάτων, τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη στις προτάσεις.
    Κίνδυνος μη υιοθέτησης: Η έλλειψη τεκμηρίωσης και η μη προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες θέτουν σε κίνδυνο την υιοθέτηση των προτάσεων από τους αγρότες.
    Έλλειψη θεσμικής βάσης: Η διαβούλευση για το Master Plan πραγματοποιήθηκε χωρίς θεσμικό πλαίσιο και ενσωμάτωση στις εθνικές και ευρωπαϊκές νομοθεσίες.
    Κατάργηση ΤΟΕΒ – ΓΟΕΒ: Η επικείμενη κατάργηση των ΤΟΕΒ – ΓΟΕΒ δημιουργεί ανησυχίες για την ομαλή μετάβαση στη νέα δομή διαχείρισης.

Προτάσεις για βιώσιμη διαχείριση:

    Επιστημονική αξιολόγηση γης: Η αναδιάρθρωση καλλιεργειών οφείλει να βασίζεται σε λεπτομερή αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε γης για κάθε καλλιέργεια.
    Συμμετοχική διαδικασία: Ο σχεδιασμός χρήσεων γης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις ανάγκες των αγροτών και των τοπικών κοινωνιών.
    Συμμόρφωση με ευρωπαϊκές οδηγίες: Η διαχείριση των υδάτων στη Θεσσαλία οφείλει να υιοθετεί τις κατευθύνσεις των οδηγιών 2000/60/ΕΚ και 2007/60/ΕΕ για τα ύδατα και τις πλημμύρες.

Συμμετοχή ειδικών και φορέων:

Στη διαβούλευση συμμετείχαν και κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους:

  •     Δρ. Κωνσταντίνος Τσιμπούκας, Κοσμήτορας - Καθηγητής, Διοίκηση Γεωργικών Επιχειρήσεων & Εκμεταλλεύσεων, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
  •     Καθηγητές: Χρίστος Τσαντήλας, Νίκος Δαναλάτος
  •     Περιβαλλοντικές οργανώσεις: Greenpeace, 5 περιβαλλοντικές οργανώσεις
  •     ΤΟΕΒ – ΓΟΕΒ

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι προτάσεις του Master Plan αγνοούν πλήρως τις οδηγίες 2000/60/ΕΚ για τα ύδατα και 2007/60/ΕΕ για τις πλημμύρες, γεγονός που καθιστά αμφίβολη την αποτελεσματικότητα και βιωσιμότητα του σχεδίου.
Η δημόσια διαβούλευση για το Master Plan διαχείρισης νερού στη Θεσσαλία έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 2024, πραγματοποιήθηκε μέσω της πλατφόρμας opengov.gr και έλαβαν μέρος πλήθος φορέων και ειδικών, καταθέτοντας τις παρατηρήσεις και τις προτάσεις τους.

Σημαντικά σημεία της διαβούλευσης:

    Συμμετοχή: Στη διαβούλευση συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι καθηγητές Κωνσταντίνος Τσιμπούκας, Χρίστος Τσαντήλας και Νίκος Δαναλάτος, καθώς και η Greenpeace και 5 περιβαλλοντικές οργανώσεις.
    Κριτική: Οι περισσότεροι φορείς άσκησαν κριτική στις προτάσεις του Master Plan, τονίζοντας:
        Έλλειψη τεκμηρίωσης: Οι προτάσεις για αναδιάρθρωση καλλιεργειών στερούνται τεχνικοοικονομικής τεκμηρίωσης και δεν λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν στην πεδιάδα της Θεσσαλίας.
        Αγνοείται η χωρική διαφοροποίηση: Η Θεσσαλία παρουσιάζει ποικιλία εδαφολογικών συνθηκών, συστημάτων άρδευσης και καλλιεργητικών συστημάτων, τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη στις προτάσεις.
        Κίνδυνος μη υιοθέτησης: Η έλλειψη τεκμηρίωσης και η μη προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες θέτουν σε κίνδυνο την υιοθέτηση των προτάσεων από τους αγρότες.
        Έλλειψη θεσμικής βάσης: Η διαβούλευση για το Master Plan πραγματοποιήθηκε χωρίς θεσμικό πλαίσιο και ενσωμάτωση στις εθνικές και ευρωπαϊκές νομοθεσίες.
        Κατάργηση ΤΟΕΒ – ΓΟΕΒ: Η επικείμενη κατάργηση των ΤΟΕΒ – ΓΟΕΒ δημιουργεί ανησυχίες για την ομαλή μετάβαση στη νέα δομή διαχείρισης.
    Προτάσεις: Οι φορείς που συμμετείχαν στη διαβούλευση πρότειναν, μεταξύ άλλων:
        Επιστημονική αξιολόγηση γης: Η αναδιάρθρωση καλλιεργειών οφείλει να βασίζεται σε λεπτομερή αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε γης για κάθε καλλιέργεια.
        Συμμετοχική διαδικασία: Ο σχεδιασμός χρήσεων γης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις ανάγκες των αγροτών και των τοπικών κοινωνιών.
        Συμμόρφωση με ευρωπαϊκές οδηγίες: Η διαχείριση των υδάτων στη Θεσσαλία οφείλει να υιοθετεί τις κατευθύνσεις των οδηγιών 2000/60/ΕΚ και 2007/60/ΕΕ για τα ύδατα και τις πλημμύρες.

 Ποια είναι τα επόμενα βήματα:

    Αξιολόγηση των παρατηρήσεων: Το επόμενο βήμα είναι η αξιολόγηση των παρατηρήσεων και προτάσεων που κατατέθηκαν στη δημόσια διαβούλευση από την αρμόδια ομάδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
    Αναθεώρηση του Master Plan: Με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, το Master Plan αναμένεται να αναθεωρηθεί και να λάβει τελική μορφή.
    Υλοποίηση του Master Plan: Η υλοποίηση του Master Plan θα πραγματοποιηθεί σταδιακά, με την υλοποίηση συγκεκριμένων έργων και δράσεων.

 

Ας δούμε αναλυτικά τι ανέφεραν οι ειδικοί και οι φορείς

Τσιμπούκας  Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος Τσιμπούκας είναι Καθηγητής στο Εργαστήριο Διοίκησης Γεωργικών Επιχειρήσεων και Εκμεταλλεύσεων του Τμήματος Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι κάτοχος D.E.A. και Διδακτορικού Διπλώματος στη Γεωργική Οικονομική από το Πανεπιστήμιο MontpellierIIΙ, Γαλλία, πτυχιούχος της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών (νυν Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και κάτοχος M.Sc. από το Ινστιτούτο Αγρονομικών Μεσογειακών Σπουδών

Ο κ. Τσιμπούκας ασκεί κριτική στις προτάσεις του Master Plan, θεωρώντας τες ασύνδετες με την πραγματικότητα της θεσσαλικής γεωργίας και ατεκμηρίωτες. Επισημαίνει ότι η υφιστάμενη έγγεια διάρθρωση, οι εδαφοκλιματικές συνθήκες και το θεσμικό πλαίσιο δεν λαμβάνονται υπόψη, με αποτέλεσμα οι προτάσεις να στερούνται πειστικότητας.

  • Προτείνει, αντί για απλή αναδιάρθρωση καλλιεργειών, μια σφαιρική προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη όλα τα παραπάνω, καθώς και την ανάγκη αντιμετώπισης της σπατάλης νερού.
  • Στο τέλος, τονίζει ότι οι πλημμύρες στη Θεσσαλία οφείλονται στην έλλειψη αντιπλημμυρικών έργων και όχι στην υπερκατανάλωση αρδευτικού νερού.


Διαβάζοντας το Master Plan για τη διαχείριση του νερού στη Θεσσαλία που συντάχθηκε μετά τις πλημμύρες που προήλθαν από την καταιγίδα Daniel και ειδικά τον τόμο 4 που αφορά τη γεωργία και κτηνοτροφία προκύπτει η ανάγκη παρουσίασης των παρακάτω παρατηρήσεων.

Με σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης νερού από τον πρωτογενή τομέα προτείνεται αναδιάρθρωση των βασικών καλλιεργειών, οι οποίες χρησιμοποιούνται στη Θεσσαλία.

Όμως οι προτάσεις δεν είναι πειστικές αφού αφενός δεν συνδέονται με την υφιστάμενη χωρική διαφοροποίηση των συνθηκών άσκησης της γεωργίας στην θεσσαλική πεδιάδα και αφετέρου στερούνται τεχνικοοικονομικής τεκμηρίωσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνουν αποδεκτές από τους γεωργούς και να μην υιοθετηθούν στο εφαρμοζόμενο καλλιεργητικό σύστημα τους.

Στη θεσσαλική γεωργία οι διαρθρώσεις των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, ως προς το φυσικό μέγεθος, τις εδαφολογικές συνθήκες, το σύστημα προμήθειας αρδευτικού νερού, το σύστημα άρδευσης, το μηχανολογικό εξοπλισμό και βέβαια την παραγωγική εξειδίκευσή τους. Δεν ασκείται η μονοκαλλιέργεια του βαμβακιού, όπως λανθασμένα πιστεύεται, αλλά χρησιμοποιείται επίσης μια πλειάδα καλλιεργειών (δημητριακά, χονδροειδείς ζωοτροφές, κηπευτικά, όσπρια, αρωματικά φυτά, νωπά φρούτα, ακρόδρυα, αμπέλια ), η έκταση συμμετοχής τους στο καλλιεργητικό σύστημα των εκμεταλλεύσεων προσδιορίζεται κυρίως από τους προαναφερόμενους παράγοντες.

Να σημειωθεί ότι, η σημασία της παραγωγής τυριού Φέτα, (που παράγεται από το αιγοπρόβειο γάλα) είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την οικονομία της Θεσσαλίας, μιας και η Περιφέρεια είναι η μεγαλύτερη εθνική παραγωγός (και εξαγωγέας) του τυριού. Το οικονομικό πλεονέκτημα της παραγωγής του τυριού Φέτα, στη Θεσσαλία (πέραν του υφιστάμενου κτηνοτροφικού κεφαλαίου) είναι η δυνατότητα παραγωγής άφθονων ζωοτροφών, σε κοντινές αποστάσεις από τις κτηνοτροφικές μονάδες, με πολύ χαμηλό κόστος μεταφοράς. Φυσικά το πλεονέκτημα αυτό δεν πρέπει να χαθεί, για χάρη ξένων ανταγωνιστών.

Συνεπώς το να παρουσιάζονται κάποιες ασύνδετες, με το περιβάλλον και την ισχύουσα έγγεια διάρθρωση, προτάσεις μεμονωμένων υποψήφιων καλλιεργειών προς τους γεωργούς, αυτές στερούνται του απαραίτητου βάρους για να ληφθούν υπόψη στην άσκηση της γεωργίας. Οι γεωργοί γνωρίζουν ότι, το να επιλέξουν και να εφαρμόσουν ένα παραγωγικό σύστημα είναι μια διαδικασία πολύπλοκη και πολυπαραγοντική. Δεν αρκεί να εμφανίζονται διεθνή στοιχεία για την αξία του παραγόμενου προϊόντος ανά κυβικό μέτρο νερού για να πεισθεί ο γεωργός στο να εγκαταλείψει μια καλλιέργεια υπέρ μιας άλλης.

Η πρόταση πρέπει, να λαμβάνει υπόψιν της το εδαφοκλιματικό περιβάλλον και την υφιστάμενη έγγεια διάρθρωση των εκμεταλλεύσεων, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της προτεινόμενης καλλιέργειας, αλλά και η ένταξή της σ’ένα σύστημα αμειψισπορών. Πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη το θεσμικό πλαίσιο άσκησης της γεωργικής δραστηριότητα. Το Master Plan στοχεύει στη μείωση της χρήσης και καλύτερη αξιοποίηση του αρδευτικού νερού, αλλά πουθενά δεν αναφέρεται και δεν λαμβάνεται υπόψη το ισχύον Στρατηγικό Σχέδιο 2023-2027, που χρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση για την ελληνική γεωργία, όπου προβλέπεται μια πλειάδα υποχρεωτικών ή χρηματοδοτούμενων δράσεων ή και ενισχύσεων (αμειψισπορές, χρήση εγχώριων ποικιλιών, αντικατάσταση καλλιεργειών, μέτρα για ορθολογική άρδευση, δυνατότητα προμήθειας εξοπλισμού εξοικονόμησης αρδευτικού νερού κλπ).

Ακόμη τα προτεινόμενα προϊόντα που θα παράγονται θα πρέπει αποδεικνύεται ότι θα έχουν ικανοποιητική διέξοδο στην αγορά και θα μπορούν να εμπορεύονται (και μέσω ποιων προϋποθέσεων) μέσα σε καθορισμένο εύρος τιμών, στοιχεία που θα προέρχονταν από μελέτη marketing των προϊόντων, που όμως λείπει. Ακόμη είναι αναγκαία η εκτίμηση των πρόσθετων επενδύσεων που ενδεχομένως απαιτούνται (το ύψος της επένδυσης και τρόπος χρηματοδότησης), του κόστους και του αναμενόμενου γεωργικού εισοδήματος για όλους τους σημαντικούς τύπους εκμεταλλεύσεων, ώστε ο γεωργός να είναι σε θέση να εκτιμήσει τι μπορεί περίπου να περιμένει σε οικονομικό επίπεδο, εάν προχωρήσει στην προτεινόμενη αλλαγή.

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, δεν είναι πανάκεια (ούτε καν επιλογή) ο απλός εξοβελισμός της καλλιέργειας του βαμβακιού, του αραβοσίτου, της μηδικής, της βιομηχανικής τομάτας κλπ,, υπερ. κάποιων προτεινόμενων καλλιεργειών αμφιβόλου οικονομικότητας (επίσης υδροβόρων) για να μειωθεί η κατανάλωση του αρδευτικού νερού.

Τέτοια αντιμετώπιση του προβλήματος, χωρίς ουσιαστική τεκμηρίωση, μάλλον θα προκαλέσει έντονη μείωση της αξίας του γεωργικού προϊόντος στη Θεσσαλία και περαιτέρω μαρασμό της υπαίθρου. Άλλωστε η μείωση της κατανάλωσης αρδευτικού νερού είναι επιθυμητή και από τους καλλιεργητές, αφού θα τους μειώσει και το κόστος άρδευσης βελτιώνοντας έτσι τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Όμως η μείωση της κατανάλωσης αρδευτικού νερού, χρειάζεται συστηματικό και υπεύθυνο σχεδιασμό, συνοδευόμενο από τις εξειδικευμένες γεωργικές εκπαιδεύσεις και παροχής γεωργικών συμβουλών, ώστε τα εξαγόμενα αποτελέσματά να γίνουν αποδεκτά και να υιοθετηθούν από τον αγροτικό κόσμο. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να τονισθεί έντονα (πολύ περισσότερο και από την αναδιάρθρωση καλλιεργειών) η ανάγκη αντιμετώπισης της σπατάλης του αρδευτικού νερού κατά την διανομή του. Είναι μονόδρομος η γρήγορη δημιουργία δημόσιων δικτύων κλειστών αγωγών, κάτι που σήμερα στη Θεσσαλία, δεν συμβαίνει.

Τέλος είναι καλό να θυμόμαστε ότι οι πλημμύρες στη Θεσσαλία συνέβησαν από έλλειψη δημοσίων αντιπλημμυρικών έργων και όχι από την υπερβολική κατανάλωση αρδευτικού νερού.


Ο κ. Χρίστος Τσαντήλας είναι Δρ. Γεωπόνος – Εδαφολόγος, πρ. Τακτικός Ερευνητής του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και Διευθυντής του Ινστιτούτου Χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών (σήμερα Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ).  Βρίσκεται στην ελίτ του 2.6% των κορυφαίων επιστημόνων στον κόσμο στον τομέα της Γεωπονίας-Γεωργίας, κατακτώντας την έβδομη θέση ανάμεσα σε όλους τους Έλληνες επιστήμονες και την τέταρτη θέση μεταξύ των συναδέλφων του που εργάζονται στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα ομάδας επιστημόνων του Πανεπιστημίου Stanford.

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια κριτική ανάλυση του κεφαλαίου IV (Agriculture and Livestock) της έκθεσης "Water management in Thessaly in the wake of Storm Daniel", η οποία εκπονήθηκε από την HVA. Η κριτική εστιάζει στον τομέα της γεωργίας και συγκεκριμένα στις προτεινόμενες αλλαγές στις καλλιέργειες.

Η ανάλυση βασίζεται στην επιστημονική τεχνογνωσία και εμπειρία του Δρ. Χρίστου Τσαντήλα, πρ. Τακτικού Ερευνητή του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και Διευθυντή του Ινστιτούτου Χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών.

Στόχος της κριτικής είναι να επισημάνει τα κενά και τις αδυναμίες της μελέτης HVA, λαμβάνοντας υπόψη τα βιολογικά, φυσικά και κοινωνικοοικονομικά δεδομένα που σχετίζονται με τον αγροτικό τομέα της Θεσσαλίας.

Σημαντικά σημεία:

  •     Η μελέτη HVA στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης και αγνοεί τις βέλτιστες πρακτικές για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών.
  •     Η επιλογή καλλιεργειών δεν μπορεί να βασίζεται σε δογματικές ιδεολογίες, αλλά οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα εδαφοκλιματικά χαρακτηριστικά της περιοχής.
  •     Η αντικατάσταση του βαμβακιού με άλλες καλλιέργειες αγνοεί την οικονομική σημασία και την τεχνογνωσία που έχει συσσωρευτεί δεκαετίες.
  •     Η μελέτη HVA δεν αξιοποιεί πλήρως την υπάρχουσα βιβλιογραφία και αγνοεί τις προβολές για την εξέλιξη του κλίματος στην Θεσσαλία.
  •     Η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών οφείλει να ξεκινήσει από την αγρο-οικολογική ζωνοποίηση της Θεσσαλίας, λαμβάνοντας υπόψη λεπτομερείς εδαφολογικούς χάρτες και χάρτες αγροκλιματικών ζωνών.
     

Με δεδομένη τη μικρή γεωργική έκταση της Ελλάδας, από την οποία προσδοκά να επιβιώσει σημαντικός πληθυσμός της Χώρας και παράλληλα να εξασφαλισθεί επισιτιστική επάρκεια και περιβαλλοντική βιωσιμότητα, ο σχεδιασμός χρήσεων γης (Land Use Planning) γίνεται ακόμα πιο δύσκολος και ιδιαίτερα σε μια περίοδο που ο τομέας της γεωργίας στην περιοχή της Θεσσαλίας έχει υποστεί τεράστιες καταστροφές λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων του φθινοπώρου του 2023 (καταιγίδες Daniel και Elias). Στην παρέμβαση που ακολουθεί επιχειρείται ένας πρώτος σχολιασμός στα περιεχόμενα του τέταρτου κεφαλαίου (Vol. IV) (Agriculture and Livestock) και μάλιστα μόνο στον τομέα Agriculture, δεδομένου ότι ο χρόνος της διαβούλευσης είναι πολύ μικρός και η πλήρης και συστηματική κριτική ανάλυση ολόκληρου του κειμένου είναι αδύνατη σε αυτό το διάστημα.

Με βάση τα παραπάνω, τα σχόλια μας σε ο,τι αφορά την προτεινόμενη αναδιάρθρωση των γεωργικών καλλιεργειών είναι τα ακόλουθα:

1. Δεχόμενοι ως ορθά τα δεδομένα του Πίνακα 1 (Agriculture share in Thessaly’s economy), άποψή μας είναι ότι αυτά δεν μπορούν από μόνα τους να αποτελέσουν τον οδηγό αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών. Και τούτο διότι αποτελούν ένα μόνο τμήμα της συνολικής πληροφορίας, αγνοώντας τα δεδομένα των βιολογικών και φυσικών επιστημών, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Πιο συγκεκριμένα δεν είναι δυνατή η υλοποίηση μιας επιθυμίας μας, με την οποία δεν συμφωνούν τα φυσικά δεδομένα. Το που θα καλλιεργηθούν τα φυτά που επιθυμούμε, εξαρτάται κυρίως από το εάν το φυσικό περιβάλλον (εδαφοκλιματικό), που εμπεριέχει τους βασικούς συντελεστές παραγωγής το επιτρέπει.

Έτσι οι προτεινόμενες αλλαγές, για παράδειγμα του βαμβακιού με κηπευτικά, λαχανικά και φρούτα είναι τελείως ατυχείς. Στις μεγαλύτερες πεδινές εκτάσεις της Θεσσαλίας δεν είναι δυνατή η καλλιέργεια δενδρωδών καλλιεργειών λόγω κλίματος. Το ίδιο ισχύει για τα κηπευτικά και λαχανικά και ιδιαίτερα τα βολβώδη (πατάτες), τα οποία απαιτούν ελαφρά και καλώς στραγγιζόμενα εδάφη, τα οποία σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας που καλλιεργούνται με βαμβάκι δεν υπάρχουν. Επομένως η όποια προσπάθεια επιλογής καλλιεργειών πρέπει να ξεκινά από διαχωρισμό της Θεσσαλίας σε αγο-οικολογικές ζώνες (περιοχές με κατάλληλα εδαφοκλιματικά χαρακτηριστικά για την ανάπτυξη καλλιεργειών), κάτι που δεν προτείνει η μελέτη.

2. Η πρόταση νέων καλλιεργειών που ευδοκιμούν σε άλλα τελείως διαφορετικά εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα πρέπει να προβλέπει μια στοιχειώδη μελέτη προσαρμοστικότητας, που επίσης δεν προβλέπεται από τη μελέτη. Εάν δε οι νέες προτεινόμενες καλλιέργειες, είναι δενδρώδεις η αποτυχία στην επιλογή τους μπορεί να συνεπάγεται ανεπανόρθωτη οικονομική καταστροφή για όποιον την επιχειρήσει.

3. Η σχετική παραγωγικότητα του νερού (“relative productivity of water”) δεν πρέπει να σταματά μόνο στην παραγωγή του αρχικού προϊόντος (π.χ. σύσπορο ή εκκοκισμένο βαμβάκι), αλλά να συνεκτικά και τις δυνατότητες που δημιουργεί σε προστιθέμενη αξία με την επεξεργασία του πρωτογενώς παραγόμενου προϊόντος. Έτσι η αντικατάσταση του βαμβακιού με 
βάση μόνο αυτό το στοιχείο που χρησιμοποιεί η μελέτη είναι τελείως αδόκιμη.

4. Η οικονομική σημασία της αντικατάστασης μιας καλλιέργειας τόσο για τους παραγωγούς όσο και για την οικονομία της περιοχής δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψη στη μελέτη. Η αντικατάσταση με βάση μια δογματική και λαθεμένη άποψη ότι είναι η κύρια αιτία της εξάντλησης των υδάτων της Θεσσαλίας αποτελεί μια ρηχή αξιολόγηση της πραγματικότητας. Δεν φταίει το «υδροβόρο» βαμβάκι, αλλά η ανεύθυνη ακολουθούμενη διαχρονικά πολιτική για τη χρησιμοποίηση της «ευκαιρίας» που προσφέρει η καλλιέργεια αυτή για είσπραξη περισσότερων επιδοτήσεων σε περιοχές που δημιουργούν πολιτικά οφέλη. Η ορθή χωροθέτηση της καλλιέργειας με βάση το κριτήριο της μεγαλύτερης απόδοσης, κάτι που θα μας δείξει η αγροκλιματική ζωνοποίηση θα ήταν η λύση και όχι ο δογματικός αποκλεισμός της καλλιέργειας.

5. Με την αλλαγή μιας καλλιέργειας -και συγκεκριμένα του βαμβακιού- θα χαθεί και η πολύτιμη τεχνογνωσία και εμπειρία των παραγωγών που αποκτήθηκε επί δεκαετίες και δεν μπορεί να αντικατασταθεί εύκολα. Παράλληλα η τεχνική υποδομή που διαθέτουν οι παραγωγοί αυτοί θα αχρηστευθεί, όταν μάλιστα σε μεγάλο βαθμό είναι υποθηκευμένη. Η εφαρμογή της συνταγής της Μάργκαρετ Θάτσερ «Το φάρμακο είναι σκληρό, αλλά ο ασθενής το χρειάζεται για να ζήσει», δεν πρέπει να οδηγήσει σε τέτοια δόση φαρμάκου που ο «ασθενής» να κινδυνεύσει να μη ζήσει.

6. Οι αδυναμίες των προτάσεων της μελέτης οφείλονται μεταξύ των άλλων κατά την άποψή μας και στη μη ολοκληρωμένη χρησιμοποίηση της βιβλιογραφίας, κάτι που δεν θέλουμε να πιστεύουμε ότι ήταν επιλεκτική με σκοπό να υποστηρίξει προειλημμένες αποφάσεις προτάσεων. Στο τέλος προσφέρεται μικρός αριθμός σχετικών πηγών που πιστεύουμε ότι θα βοηθούσαν την αναμόρφωση τμημάτων της μελέτης.

7. Δεν γίνεται καμία αναφορά στις προβολές που έχουν δημοσιευθεί για την εξέλιξη του κλίματος στη Θεσσαλία, ιδίως όταν προτείνονται αλλαγές στα φυτά που δείχνουν αντοχή στην κλιματική αλλαγή (βαμβάκι) και νέα που δεν είναι γνωστή η συμπεριφορά τους στο περιβάλλον της Θεσσαλίας (ζαχαροκάλαμο).

Η Θεσσαλία δεν αποτελεί ένα ομοιόμορφο εδαφοκλιματικό περιβάλλον, στο οποίο μπορούμε εμείς να καλλιεργήσουμε ό,τι θέλουμε. Η όλη προσπάθεια του σοβαρού αυτού ζητήματος της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών με στόχο την εξοικονόμηση νερού πρέπει να αρχίσει από την αγροοι-κολογική ζωνοποίηση. Στη Θεσσαλία υπάρχουν λεπτομερείς εδαφολογικοί χάρτες καθώς και χάρτες αγροκλιματικών ζωνών που δυστυχώς η μελέτη αγνόησε ή δεν γνώριζε ό,τι υπάρχουν.

Προτεινόμενη επί πλέον σχετική βιβλιογραφία για τα εδάφη της Θεσσαλίας


 

Καθηγητής Γεωργίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Νίκος Δαναλάτος

Ο κ. Νίκος Δαναλάτος είναι Καθηγητής Γεωργίας στο Τμήμα Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχει πλούσιο ερευνητικό και ακαδημαϊκό έργο, με εστίαση σε θέματα εδαφολογίας, διαχείρισης εδαφών, και γεωργικής παραγωγής.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Γεωργίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Νίκο Δαναλάτο, το κείμενο στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης και χαρακτηρίζεται από μεροληψία εις βάρος της βαμβακοκαλλιέργειας.
Αβάσιμες κατηγορίες κατά του βαμβακιού
Ο κ. Δαναλάτος διαψεύδει κατηγορηματικά τον ισχυρισμό ότι το βαμβάκι ευθύνεται για το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας. Αντιθέτως, επισημαίνει ότι η καλλιέργεια βαμβακιού καταναλώνει μακράν το λιγότερο νερό σε σχέση με τις υπόλοιπες αροτραίες αρδευόμενες καλλιέργειες.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΕΦ. 4 ΤΟΥ MASTER PLAN


Το κεφάλαιο 4 αναφέρεται στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών που πρέπει να λάβει χώρα με γνώμονα την αύξηση του γεωργικού εισοδήματος με παράλληλη μείωση του αρδευτικού νερού υπό το πρίσμα του μεγάλου ελλείμματος αρδευτικού νερού στη Θεσσαλία.
Σύμφωνα με διεθνή πρότυπα (FAO-UNESCO) o σχεδιασμός χρήσεων γης (Land Use Planning) στηρίζεται στην αξιολόγηση γαιών (Land Evaluation), δηλαδή την εκτίμηση καταλληλότητας συγκεκριμένων μονάδων γης (Land Units) για συγκεκριμένες χρήσεις (Land Utilization Types). Η καταλληλότητα εκφράζεται σε φυσικούς και οικονομικούς όρους και προκύπτει μετά από λεπτομερή περιγραφή όλων των χαρακτηριστικών των υπό εξέταση μονάδων γης (κλίμα, εδαφικοί τύποι, γεωλογία, γεωμορφολογία, υδρολογία, κλπ) ως προς τα βασικά τους μετρήσιμα χαρακτηριστικά (Land Qualities) π.χ. διαθεσιμότητα υγρασίας, διαθεσιμότητα θρεπτικών συστατικών, κίνδυνος διάβρωσης, κίνδυνος πλημμύρας, κλπ, και κατά πόσο αυτά ανταποκρίνονται-εκπληρούν τις αντίστοιχες απαιτήσεις των υπό μελέτη χρήσεων γης (Land Use Requirements) π.χ. απαιτήσεις εξατμισοδιαπνοής, απαιτήσεις σε θρεπτικά συστατικά, ευαισθησία στη διάβρωση, ευαισθησία στην πλημμύρα κλπ.), ώστε τελικά να προκύπτει βαθμονόμηση των οικονομικών και περιβαλλοντικών εκροών των επί μέρους συστημάτων χρήσης γης (Land Use Systems). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, μια εκτίμηση του τύπου η καλλιέργεια x είναι κατάλληλη για τη Θεσσαλία δεν είναι επιστημονικά αποδεκτή. Θα πρέπει να προκύπτει ότι η καλλιέργεια x είναι καταλληλότερη από την καλλιέργεια y στην μονάδα γης s1 σε σχέση με τη μονάδα γης s2 και η έκφραση αυτή να στηρίζεται στην λεπτομερειακή μελέτη των απαιτήσεων των καλλιεργειών x1, x2,…, xn και των χαρακτηριστικών (key attributes) των μονάδων γης s1, s2,…,sn, στην υπό μελέτη περιοχή.


Μια τέτοια εμπεριστατωμένη τεχνικο-οικονομική μελέτη δεν προκύπτει ότι έχει λάβει χώρα στο Κεφ. 4 του Σχεδίου, αλλά μάλλον πρόκειται για μια γενικευμένη παράθεση υποκειμενικών ποιοτικών αξιολογήσεων ενός αριθμού γενικών χρήσεων γης χωρίς τα επιμέρους χαρακτηριστικά (ποικιλίες, διαθεσιμότητα και κόστος εργατικών, διαθεσιμότητα και κόστος εξοπλισμού -υφιστάμενου και αναγκαίου για την αλλαγή χρήσης-, ένταση κεφαλαίου, κλπ.) καθώς και τους τύπους γης πέρα, από πολύ γενικές ομαδοποιήσεις τύπων γης όπως «Δυτική Θεσσαλία», «Λεκάνη Αλμυρού», κλπ. Δεν γίνεται προς τούτο ουδεμία αναφορά στα εδάφη και τους αντίστοιχους λεπτομερείς χάρτες που είναι διαθέσιμοι για τη Θεσσαλία. Αντίθετα το Σχέδιο χρησιμοποιεί γενικευμένους και εν πολλοίς υποκειμενικούς χαρακτηρισμούς παραδείγματος χάρη «υδροβόρο βαμβάκι» με ελάχιστη μνεία στους τρόπους διαχείρισης νερού. Για παράδειγμα στο Σχέδιο δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσοστά των εδαφών/καλλιεργειών που αρδεύονται με κατάκλιση με απώλειες 70-80%, με τεχνητή βροχή (καρούλια, ράμπες) με απώλειες 40-60% και με στάγδην άρδευση με λίγες απώλειες της τάξης του 10-20%.

Η μη διαφοροποίηση υποσυνόλων γης σε εδάφη της Καρδίτσας και των Τρικάλων που χαρακτηρίζονται από μεγάλη διαθεσιμότητα νερού συγκριτικά με τις πεδιάδες της Λάρισας και του Αλμυρού που χαρακτηρίζονται όντως από υδατικό πρόβλημα, αφήνουν να εννοηθεί ότι όλη η περιφέρεια μαστίζεται από ακραία λειψυδρία που χωρίς την πλήρη εγκατάλειψη της βαμβακο-καλλιέργειας η Θεσσαλία θα ερημοποιηθεί τα επόμενα λίγα χρόνια! Βέβαια, αρκετές προτάσεις του Σχεδίου είναι κατά γενική ομολογία ορθές και δεν επιδέχονται αντίρρηση. Όμως παρατίθενται με γενικευμένο, χωρίς πλήρη τεκμηρίωση επιστημονικό τρόπο ώστε σε πολλά σημεία, το Κεφ. 4 αφήνει την εντύπωση απλής έκθεσης ιδεών μάλλον παρά για ένα τεκμηριωμένο επιστημονικό κείμενο με υπόβαθρο ποιοτικής ή και ποσοτικής αξιολόγησης συστημάτων γης που μπορεί να γίνει αποδεκτό ως σοβαρό επιστημονικό πόνημα.

Τέλος σε αρκετά σημεία διαφαίνεται ανεπαρκής γνώση των συγγραφέων του Κεφ. 4 επί θεμάτων γεωργίας και εδαφολογίας λόγω κακής χρήσης ορολογίας (less erosion in compacted soils), περιγραφικού χαρακτηρισμού αντί για χρήση δόκιμης επιστημονικής ορολογίας (evapotranspiration, water use efficiency, κλπ.), και σημαντικές αστοχίες σε θέματα αξιολόγησης συστημάτων χρήσης γης (δενδρώδεις καλλιέργειες στα πεδία πλημμυρών), κλπ.

Σημαντικό στοιχείο που απομειώνει την όποια αξία του Κεφ. 4 ως προς την αναδιάρθρωση της γεωργίας στη Θεσσαλία αποτελεί μια ανεξήγητη, μεροληπτική, επιφανειακή, και ατεκμηρίωτη άποψη ότι η βαμβακοκαλλιέργεια ευθύνεται για το υδατικό πρόβλημα και πρέπει να εξαφανιστεί από τη Θεσσαλική γεωργία, ένα τελείως λάθος συμπέρασμα που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την Θεσσαλική κοινωνία και την επιστημονική κοινότητα.


Στη συνέχεια παρατίθενται μια σειρά από επί μέρους παρατηρήσεις ως προς το Κεφ. 4 ως προς θέματα γεωργίας-εδαφολογίας.


Με βάση τον Πίν. 1 (σελ. 2) εξάγεται το συμπέρασμα ότι το βαμβάκι ευθύνεται για τη μεγάλη κατανάλωση αρδευτικού νερού λόγω των μεγάλων του απαιτήσεων σε νερό και τη μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει στη Θεσσαλία. Μετά από επεξεργασία των δεδομένων του πίνακα προκύπτει ότι α) η έκταση του βαμβακιού είναι λίαν υπερεκτιμημένη , και β) το βαμβάκι καταναλώνει μακράν το λιγότερο νερό από τις υπόλοιπες αροτραίες αρδευόμενες καλλιέργειες με τις οποίες πρέπει να συγκρίνεται (βλ. βαμβάκι 479 mm αρδευτικού νερού ανά στρέμμα ενώ το καλαμπόκι δέχεται 720 mm/στρ και τα κτηνοτροφικά φυτά-μηδική 950 mm/στρ, αντίστοιχα). Σύμφωνα με τον Πιν. 1, τα κηπευτικά φαίνεται να καταναλώνουν 370 mm/στρ, δηλαδή λίγο λιγότερο νερό από το βαμβάκι.

Προφανώς και το στοιχείο αυτό ελέγχεται διότι είναι κοινή γνώση ότι τα κηπευτικά απαιτούν μεγαλύτερα ποσά νερού άρδευσης από το βαμβάκι στη Θεσσαλία.Οι υπολογισμοί στις σελ. 5-7 είναι ατεκμηρίωτοι. Με βάση την υπόθεση για ετήσιο έλλειμα 500 εκατ. κ.μ., σε 6 έως 7 έτη προκαλείται συσσωρευμένο έλλειμμα 3,5 δισεκ. κ.μ. δηλαδή όσο το συνολικό έλλειμμα των τελευταίων 35 ετών (ΣΔΛΑΠ, 2023). Χωρίς υπολογισμούς εισροών και εκροών νερού στις διάφορες υδατικές λεκάνες της ευρύτερης θεσσαλικής λεκάνης και τις εκροές από τα Τέμπη, οι υπολογισμοί στις σελ. 5-7 φαίνονται υπερ-απλουστευμένοι.Στις ίδιες σελίδες, η άποψη ότι οι ανάγκες άρδευσης του 1,5 δισεκ. κ.μ. νερού πρέπει να περιοριστούν κατά 50% είναι ατεκμηρίωτο. Σημειωτέο από τα Τέμπη εκρέουν και χάνονται στο Αιγαίο κατά μέσο έτος περί τα 2,5 δισεκ. κ.μ.

Στη σελ. 8 πολύ σωστά υπάρχει προτροπή για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την πεδιάδα της Λάρισας αλλά αυτό δεν αντιπροσωπεύει όλη τη Θεσσαλική πεδιάδα. Στο Κεφ. 4, τα επιμέρους προβλήματα λειψυδρίας θεωρούνται ως προβλήματα όλου του Θεσσαλικού πεδίου. Όμως είναι αναντίρρητο ότι στη δυτική Θεσσαλία δεν υφίσταται πρόβλημα διαθεσιμότητας νερού, γεγονός που αγνοείται στο Σχέδιο όπου προτείνεται η πλήρης εγκατάλειψη του «υδροβόρου» βαμβακιού από όλη την περιφέρεια.Στη σελ. 16 το Σχέδιο αναφέρει σε αρκετά σημεία τη συμπίεση του εδάφους (soil compaction) ως θετικό παράγοντα προστασίας του εδάφους κατά της διάβρωσης και ως παράγοντα αντοχής κατά της διαβρωτικής επίδρασης των σταγόνων της βροχής. Πρόκειται για λάθος που λόγω της επανάληψής του αντικατοπτρίζει ανεπάρκεια ειδικών γνώσεων εδαφολογίας.

Προφανώς είναι μετάφραση του όρου «συνεκτικότητα» ή «καλή δομή» του εδάφους. Επίσης στην παράγραφο για τη διάβρωση εδαφών δίδεται αρκετή έμφαση σε νέες έξυπνες τεχνολογίες για άρδευση, για έλεγχο ζιζανίων κλπ αλλά δεν γίνεται αναφορά σε κλασικές διαχειριστικές πρακτικές που ελλείπουν πραγματικά στις επικλινείς γαίες (Ρεβένια, κλπ), όπως αμειψισπορά, χρήση πολυετών ποωδών φυτών, ενεργειακών φυτών και φυτών εδαφοκάλυψης. Πολλές από τις αναφορές για την προστασία από διάβρωση απαρτίζουν κλασική γνώση που υπάρχει πλούσια στα Σχέδια Δράσης κατά της Ερημοποίησης, μόνο που στο Κεφ. 4 δεν γίνεται αναφορά σε καμιά από τις ευαίσθητες επικλινείς περιοχές της Θεσσαλίας (Ρεβένια, κλπ).Στις σελ. 20-23 γίνεται μια παράθεση ορθών πρακτικών αλλά πρόκειται για γενικολογίες χωρίς καμιά αναφορά site-specific στη Θεσσαλία.

Tο συμπέρασμα «υπό το πρίσμα της λειψυδρίας της περιοχής η παραγωγή θερμοκηπιακών καλλιεργειών αποτελεί σημαντική προοπτική δεδομένου του μακρού του μικρού υδατικού αποτυπώματος» αποτελεί απλό ευχολόγιο. Πόσα στρέμματα θερμοκηπίων μπορούν να γίνουν στο μέλλον, ποια η αγορά, τα απαιτούμενα κεφάλαια, ο ανταγωνισμός και η ένταση κεφαλαίου. Πόσα από τα εκατοντάδες χιλιάδες στρ. βαμβακιού πρέπει να αντικατασταθούν από θερμοκηπιακές καλλιέργειες και ποια η ενέργεια που απαιτείται.Στις σελ. 24 (Εικ. 6) παρατίθεται μια αναφορά στην αποτελεσματικότητα χρήσης νερού διαφόρων καλλιεργειών σε παγκόσμια κλίμακα, πολλές εκ των οποίων είναι εκτός αγρο-οικολογικής ζώνης και Θεσσαλικού ενδιαφέροντος. Η αναφορά αυτή είναι άνευ ουσίας λόγω της τεράστιας παραλλακτικότητας των ρυθμών εξατμισοδιαπνοής σε παγκόσμια κλίμακα, παρόλο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν διαθέσιμα αντίστοιχα στοιχεία για τη Θεσσαλία που φαίνεται ότι δεν κρίθηκαν απαραίτητα στους συγγραφείς του Κεφ. 4.Στη σελ. 26 υπάρχει μικρό λάθος αναφορικά με τις εκτάσεις των θερμοκηπίων στη Θεσσαλία (150 αντί 175 ha) και της Ελλάδας (6.000 αντί 4.878 ha – ΕΛΣΤΑΤ 2020) χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα.

Αναντίρρητα πρέπει να επεκταθούν οι θερμοκηπιακές καθώς και οι δενδρώδεις καλλιέργειες στη Θεσσαλία, όμως το θέμα χωρίς μελέτες βιωσιμότητας, σε ποιες περιοχές, ποια είδη, ποιες ποικιλίες, για ποιες αγορές με βάση τον υφιστάμενο και τον μελλοντικό ανταγωνισμό, αποτελεί απλό ευχολόγιο.Στη σελ. 27 υπάρχει σοβαρό λάθος ως προς την καλλιέργεια δενδρωδών καλλιεργειών στα πεδία πλημμυρών, που ως γνωστό διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο απώλειας φυτικού κεφαλαίου και πολύ μεγαλύτερης καταστροφής σε περιπτώσεις πλημμύρας. Τρανό παράδειγμα αποτελούν οι δενδρώδεις καλλιέργειες (φιστικιές, αμυγδαλιές, κλπ.) στα παρακάρλια που έχουν καταστραφεί τελείως από την πλημμύρα του Daniel και Elias με τεράστιο κόστος αποζημιώσεων συγκριτικά με την καταστροφή ετήσιων καλλιεργειών. Το λάθος επαναλαμβάνεται και σε άλλο σημείο του Κεφ. 4 και δείχνει σχετική απειρία ως προς το θέμα.Στη σελ. 27 (Εικ. 7) δεν γίνεται αντιληπτό που είναι οι μπλε περιοχές χωρίς κίνδυνο πλημμύρας – μάλλον το αντίθετο συμβαίνει.Στην ίδια σελίδα αναφέρεται ότι η βαμβακοκαλλιέργεια στη Θεσσαλία εκτείνεται σε 860.000 στρ. (που είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα σε σχέση με την έκταση που προκύπτει από τον Πιν. 1 δηλ. 1.032.000 στρ.).

Όμως το συμπέρασμα ότι το βαμβάκι καταναλώνει το 50% του αρδευτικού νερού στη Θεσσαλία είναι ατεκμηρίωτο και ελέγχεται ως απαράδεκτο λάθος που προδίδει επιπόλαιη και επιφανειακή προσέγγιση. Εάν 860.000 στρέμματα βαμβακιού καταναλώνουν 750 εκατομμύρια κυβικά νερού (βλ. 50% του 1,5 εκατ. κ.μ. – σελ. 4) αυτό σημαίνει ότι το βαμβάκι δέχεται 872 mm νερού ανά στρέμμα! Δηλ. περίπου διπλάσια ποσότητα από αυτήν που προκύπτει από τον Πιν. 1 (και που είναι επίσης υπερεκτιμημένη). Στο σημείο αυτό ενημερώνουμε προς πάσα κατεύθυνση ότι το βαμβάκι με 350-400 mm αρδευτικού νερού μπορεί να αποδώσει 450-500 kg/στρ σύσπορο προϊόν στη Θεσσαλία με βάση πολυάριθμα πειράματα αγρού του Π.Θ.Επίσης στην ίδια σελίδα αναφέρεται ότι το βαμβάκι συνεισφέρει κατά 12,8% στην αξία της φυτικής παραγωγής.

Η ΑΠΑ της φυτικής παραγωγής στη Θεσσαλία είναι 1,120 δισεκατομμύρια ευρώ (ΕΛΣΤΑΤ 2020), ενώ το βαμβάκι (τιμή πώλησης και κοινοτική ενίσχυση) συνεισφέρει κατά 275 εκατομμύρια ευρώ δηλαδή περί το 25%. Επίσης το βαμβάκι συνεισφέρει στο 20% των εξαγωγών της Θεσσαλίας (τρίτο μετά τα γαλακτοκομικά και τα οπωρολαχανικά en block) , εκτιμάται δε ότι το βαμβάκι συνεισφέρει στο ΑΕΠ της Θεσσαλίας κατά 920 εκατομμύρια ευρώ. Έτσι η όλη συζήτηση για το βαμβάκι στη σελ. 27 αποτελεί υπεραπλούστευση, δεν λαμβάνει υπόψη τον εξοπλισμό την αγορά τα στάδια μεταποίησης την παραγωγή και εξαγωγή κτηνοτροφής και γενικά αποτελεί την άδικη δαιμονοποίηση μιας καλλιέργειας που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τη θεσσαλική κοινωνία και την επιστημονική κοινότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα εκτός σημασίας παραδείγματα της σελίδας 28 και 29 για την λίμνη Αράλη, το Πακιστάν κλπ. Σημειωτέο ότι από τα Τέμπη εκρέουν και χάνονται στο Αιγαίο περί τα 2,5 δισεκ. κυβικά νερών του Πηνειού. Το μισό αυτής της ποσότητας θα μπορούσε να αρδεύσει ικανοποιητικά επί πλέον 2 εκατ. στρ. στη Θεσσαλία.Σημαντική μεροληπτική αναφορά εναντίον του βαμβακιού που συνδυάζεται με προχειρότητα και αυθαιρεσία φαίνεται επίσης στη σελ. 29 όπου ομολογείται πως δεν έχει γίνει προσδιορισμός του αρδευτικού νερού του βαμβακιού στη Θεσσαλία αλλά παρουσιάζεται η τιμή -δείκτης απόδοσης ανά κ.μ. νερού από τη γειτονική Τουρκία (βλ. 0,15 $ / κ.μ. νερού).

Ο πιο άπειρος γεωπόνος του τόπου γνωρίζει ότι με μέση απόδοση 400 kg/στρ και με σημερινές τιμές πώλησης και συνδεδεμένης ενίσχυσης, η ακαθάριστη πρόσοδος φτάνει τα 350 και πλέον ευρώ ενώ το απαιτούμενο αρδευτικό νερό είναι 350-400 χιλιοστά το στρέμμα, δηλαδή ο ανωτέρω δείκτης για τη Θεσσαλία είναι 7 φορές μεγαλύτερος από αυτόν που αναφέρεται για τη γειτονική Τουρκία. Οι συγγραφείς δεν μπήκαν στη διαδικασία να ενημερωθούν για ένα τόσο απλό αλλά σημαντικό στοιχείο. Αντίθετα φαίνονται ενημερωμένοι σχετικά με τη χρήση του (εν πολλοίς αγνώστου στο ευρύ κοινό) switch-grass και του σουσαμιού (που είχε καλλιεργηθεί στη Θεσσαλία στο παρελθόν) από τοπικούς παράγοντες που προφανώς ήλθαν σε επαφή, αλλά μια ενημέρωση λίαν επιδερμική (βλ. παρακάτω) προκειμένου να συστήσουν πλήρη αντικατάσταση του βαμβακιού με τις καλλιέργειες αυτές.Αναφορικά για τη χρήση γαιών με πατάτες και την αμειψισπορά με ψυχανθή, κρεμμύδια και λοιπά, εδώ πρόκειται επίσης περί έκθεσης ιδεών χωρίς περιγραφή κόστους/απόδοσης, σε ποια εδάφη, ποιες αγορές, τι ανταγωνισμό, τι εξοπλισμό, και εν πάσει περιπτώσει από τα 860.000 στρέμματα βαμβακιού πόσα στρέμματα θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με τις ανωτέρω καλλιέργειες. Για τις ως άνω καλλιέργειες (που σήμερα καλύπτουν λιγότερο από 3%) προτείνεται η στάγδην άρδευση.

Για το βαμβάκι όπου η εν δυνάμει επέκταση της στάγδην άρδευσης σε όλες τις εκτάσεις καλλιέργειας, μπορεί να απομειώσει τη σπατάλη αρδευτικού νερού κατά 200 εκατ. κ.μ. νερού δεν γίνεται λόγος.Στη σελ. 30, αναφορικά με το ζαχαροκάλαμο και το μίσχανθο: για το ζαχαροκάλαμο δεν μπαίνουμε στη διαδικασία σχολιασμού διότι είναι εκτός αγρο-οικολογικής ζώνης. Αντίθετα, ο μίσχανθος έχει μελετηθεί στην Ελλάδα και τη Θεσσαλία και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρδευόμενα χωράφια δίνοντας πολύ καλό στερεό βιοκαύσιμο. Απαιτεί το ίδιο και περισσότερο νερό από το βαμβάκι. Στην περίπτωση παραγωγής 2,5 – 3 t ξηρής βιομάζας επί 70 € ανά τόνο η πρόσοδος είναι αρκετά καλή και ανέρχεται στα 150 έως 210 € το στρέμμα. Χρειάζονται υποδομές για επεξεργασία του προϊόντος (πελλέτες, μπρικέτες, κλπ). Γενικά είμαστε θετικοί ως προς αυτή την κατεύθυνση.Στη σελίδα 30 αναφορικά με το σουσάμι, το Σχέδιο παραθέτει γενικολογίες και αοριστίες χωρίς κάποιο ποσοτικό χαρακτηρισμό ως προς την εξάτμισοδιαπνοή του σουσαμιού και τα απαιτούμενα εδάφη για την καλλιέργεια του.

Ενημερώνουμε ότι το σουσάμι όντως απαιτεί λιγότερο νερό από το βαμβάκι, πλην όμως έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν και εμφανίζει τεράστιο πρόβλημα τινάγματος και μικρής απόδοσης κατά τη συγκομιδή (100-150 kg/στρ). Βεβαίως θα μπορούσε μελλοντικά να καταλάβει κάποιες περιοχές που ήδη έχουν εγκαταλειφθεί από το βαμβάκι (και την αρδευόμενη καλλιέργεια γενικότερα) στην πεδιάδα της Λάρισας, ώστε να επανέλθει η αρδευόμενη καλλιέργεια στις περιοχές αυτές (μαζί και με την κατασκευή του νέου Ταμιευτήρα της Κάρλας) και την εξεύρεση ποικιλιών και τρόπων για τον έλεγχο του τινάγματος κατά τη μηχανική συγκομιδή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σουσάμι δεν μπορεί να καλλιεργηθεί στην Ελλάδα τον χειμώνα (όπως προτείνεται) λόγω χαμηλών θερμοκρασιών. Αυτό ίσως να είναι δυνατό σε νοτιότερες περιοχές όπως η Αίγυπτος, το Σουδάν κλπ.Στις σελ. 31-33 αναφορικά με τη ζωική παραγωγή παρατίθενται ορθά στοιχεία κατά τη γνώμη μας αλλά εν πολλοίς είναι γενικά, προφανή και δεν αναφέρονται εξειδικευμένα για τη Θεσσαλία. Αποτελούν και αυτά έκθεση ιδεών μάλλον παρά εξειδικευμένο επιστημονικό κείμενο.Σελ. 33-34 Μηδική και switch-grass. Η αντικατάσταση μηδικής ως κτηνοτροφής με switch-grass δεν συνιστάται λόγω της μεγάλης διαφοράς περιεκτικότητας της πρωτεΐνης που στο switch-grass είναι ελάχιστη.

Όμως πειράματα του Εργαστηρίου Γεωργίας καταδεικνύουν ότι σμιγός από switch-grass με βίκο (ή άλλο ψυχανθές) μπορεί να δώσει ακόμα και σε εδάφη μέσης γονιμότητας εαρινή παραγωγή 700 έως 800 kg ξηρού βίκου και 1000 έως 1200 kg switch-grass δηλαδή συνολικά περί τους 2 τόνους βιομάζας, αρκετά περιεκτικής σε πρωτείνη και ενέργεια που μπορεί να πωληθεί ως κτηνοτροφή αντί 300 €/στρ. χωρίς άρδευση και με μικρό κόστος καλλιέργειας. Πρόκειται για μια χρήση που συμφωνούμε ότι μπορεί να επεκταθεί σε περιοχές με έλλειψη νερού και να δώσει μια αρκετά καλή λύση για παραγωγή κτηνοτρόφων χωρίς άρδευση.

Επί πλέον, με εφαρμογή άρδευσης 100 – 250 mm νερού τον Μάιο-Ιούνιο μπορεί το switch-grass να δώσει αρκετή επί πλέον βιομάζα καλής ποιότητας για παραγωγή στερεού βιοκαυσίμου.Στη σελ. 37 (Εικ. 9) προτείνεται πλήρης εξαφάνιση του βαμβακιού μετά από 6 έτη. Το σύνολο της αρδευόμενης έκτασης το έτος Υο παρουσιάζεται να είναι 500.000 ha εκτάρια ενώ το σύνολο της καλλιεργούμενης έκτασης δεν ξεπερνά τα 4,3 εκατ. στρέμματα (βλ. σελ. 2). Επίσης τα δεδομένα που παρουσιάζονται στην Εικ. 10 είναι ατεκμηρίωτα και σε ασυμφωνία με προηγούμενα δεδομένα. Το έτος Υο, η χρήση νερού φαίνεται να είναι 2 δισεκ. κ.μ. νερού ενώ σε άλλο σημείο (σελ. 4) αναφέρεται 1,5 δισεκ. κ.μ. νερού (σελ. 4).

Η φράση replacing highly perishable crops with orchards κλπ δεν συνάδει με ορθή αξιολόγηση συστημάτων χρήσης γης διότι πολυετείς καλλιέργειες (αμπελώνες, οπωρώνες, κλπ) δεν προτείνονται σε πεδία πλημμυρών. Το ίδιο λάθος υπάρχει και στη σελ. 38 γεγονός που φανερώνει απειρία και ως προς το θέμα αυτό.Δεν υπάρχει τεκμηρίωση ως προς τα απαιτούμενα ποσά για την αντικατάσταση αροτραίων καλλιεργειών με κηπευτικά (2 δισεκ €/έτος ή 12 δισεκ. €). Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει αντίρρηση ότι εξάπλωση κηπευτικών και δενδρωδών καλλιεργειών στη Θεσσαλία θα αυξήσει την προστιθέμενη αξία σημαντικά.

Παρά ταύτα χρειάζεται προς τούτο εμπεριστατωμένη μελέτη της μελλοντική αγοράς και διαμόρφωσης τιμών μετά από τη σημαντική αύξηση της παραγωγής φρούτων και ξηρών καρπών, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλά παραδείγματα του παρελθόντος για καταστροφή ροδάκινων, αμυγδάλων, κλπ. λόγω υπερπαραγωγής, έλλειψης και υψηλού κόστους εργατικών και ανταγωνισμού με ξένες αγορές.


Greenpeace εκ μέρους 5 περιβαλλοντικών οργανώσεων

Η έκθεση της HVA με τίτλο "Water management in Thessaly in the wake of Storm Daniel" έχει προκαλέσει αντιδράσεις από περιβαλλοντικές οργανώσεις. Οι οργανώσεις κατηγορούν την έκθεση για:

  •     Έλλειμμα θεσμικής βάσης
  •     Απουσία διαφάνειας
  •     Επιστημονική επάρκεια
  •     Έμφαση σε παρωχημένες λύσεις
  •     Αγνόηση της κλιματικής κρίσης
  •     Προβληματική χαρτογραφική απεικόνιση
  •     Απουσία δεδομένων
  •     Προτάσεις για κατασκευαστικά έργα

Συνολικά, οι οργανώσεις θεωρούν ότι η μελέτη είναι ασυμβίβαστη με το ενωσιακό δίκαιο, αγνοεί τις βέλτιστες πρακτικές και τις σύγχρονες προκλήσεις, και προτείνει παρωχημένες και δαπανηρές λύσεις.

Στο κείμενο που ακολουθεί, παρουσιάζονται τα σχόλια των περιβαλλοντικών οργανώσεων αναλυτικά.

Σχόλια περιβαλλοντικών οργανώσεων στην έκθεση της εταιρείας HVA με τίτλο «Water management in Thessaly in the wake of Storm Daniel”Γενικά σχόλια σχετικά με τη διαβούλευση

Έλλειμμα θεσμικής βάσης: Από το εισαγωγικό μήνυμα στο opengov.gr, όπου διεξάγεται η διαβούλευση, δεν προκύπτει καμία θεσμική πλαισίωση για την υπό σχολιασμό έκθεση. Η έκθεση δεν εντάσσεται καν στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της χώρας για εφαρμογή των οδηγιών 2000/60/ΕΚ για τα ύδατα και 2007/60/ΕΕ για τις πλημμύρες, ούτε προβλέπεται από εθνική νομοθεσία για τη διαχείριση των υδάτων.

Πρέπει να σημειωθεί ότι μόλις πριν μερικές μέρες (15 Μαρτίου 2024), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε, μετά από επανειλημμένες σχετικές προειδοποιήσεις, να παραπέμψει τη χώρα μας για παραβίαση των δυο οδηγιών που σχετίζονται άμεσα με την υπό σχολιασμό μελέτη της εταιρείας HVA: την οδηγία 2007/60/ΕΚ για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών και την οδηγία 2000/60/ΕΕ “Πλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων”. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ντροπιαστική εξέλιξη, ειδικά καθώς αφορά μια χώρα που δεν έχει απλώς υποχρέωση εφαρμογής τους, αλλά και μεγάλη ανάγκη από τα εργαλεία που προσφέρουν οι δυο αυτές οδηγίες για πραγματικά βιώσιμη διαχείριση των υδάτινων οικοσυστημάτων, ώστε να λειτουργήσουν αποτελεσματικά υπέρ της θωράκισης της κοινωνίας και της οικονομίας από τις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. H μελέτη της εταιρείας HVA αγνοεί πλήρως τις δυο οδηγίες και επιδεινώνει το έλλειμμα σωστής εφαρμογής τους από τη χώρα μας.

Πρέπει να τονιστεί ότι η ανάπτυξη των σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμού, στο πλαίσιο της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και των σχεδίων διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας, στο πλαίσιο της οδηγίας 2007/60/ΕΕ, αποτελούν στοιχεία της ολοκληρωμένης διαχείρισης της λεκάνης απορροής ποταμών. Το δίκαιο της ΕΕ σαφώς προβλέπει ότι οι δύο διαδικασίες, δηλαδή η διαχείριση του κινδύνου από πλημμύρες και η επίτευξη καλής οικολογικής κατάστασης των υδάτινων οικοσυστημάτων, έχοντας υπόψη τους περιβαλλοντικούς στόχους της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (προοίμιο οδηγίας για τις πλημμύρες, εδ. 17) αποτελούν στοιχεία της ολοκληρωμένης διαχείρισης της λεκάνης απορροής ποταμών και θα πρέπει να αξιοποιούν αμοιβαία τη δυνατότητα κοινών συνεργειών και κοινού οφέλους.

Επισημαίνουμε επίσης ότι οι περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν ήδη υποβάλει σχόλια στη διαβούλευση για τη 2η αναθεώρηση των σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής (ΣΔΛΑΠ) για τη Δυτική Στερεά και τη Θεσσαλία. Τα σχόλια των περιβαλλοντικών οργανώσεων είναι διαθέσιμα εδώ: https://www.wwf.gr/shmeio_gnosis/politiki/?12171866/——-2—

Γλώσσα: Δεν είναι ξεκάθαρο σε ποιο κοινό απευθύνεται η μελέτη αυτή. Πάντως, όταν οποιοδήποτε έγγραφο ή έκθεση τίθεται σε δημόσια διαβούλευση, βασική υποχρέωση του αρμόδιου φορέα είναι να προσφέρει το κείμενο στη γλώσσα του κοινού που καλείται να το σχολιάσει και του οποίου τη ζωή επηρεάζει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το γεγονός ότι η έκθεση και τα τεύχη της είναι στα Αγγλικά, αποτελεί υποβάθμιση του κρίσιμου θεσμού της διαβούλευσης και ειρωνεία προς το ελληνικό κοινό που πιθανώς να μην είναι εξοικειωμένο είτε με την ίδια τη γλώσσα είτε με τεχνικούς όρους που χρησιμοποιούνται στην έκθεση. Ένα καθαρά μορφολογικό επίσης σχόλιο είναι η απουσία πίνακα περιεχομένων, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την ουσιαστική συμμετοχή του κοινού, καθώς η πλοήγηση στο κείμενο και η εξ αρχής αποκόμιση της συνολικής εικόνας για τη δομή είναι αδύνατη.

Επιστημονική επάρκεια: Στα τεύχη δεν αναφέρονται ομάδες επιστημόνων που συνέταξαν τα κείμενα, ούτε μεθοδολογία ή περιγραφή της έρευνας (εάν διεξήχθη έρευνα). Αλλά και η ίδια η επιλογή μιας εμπορικής εταιρείας, όπως η Handelsvereniging Amsterdam-HVA (μτφ Εμπορική Εταιρεία του Άμστερνταμ), η οποία ιστορικά εξειδικεύεται στην εκμετάλλευση μεγάλων γεωργικών εκτάσεων σε πρώην ολλανδικές αποικίες και στο εμπόριο των προϊόντων τους, προκαλεί ερωτηματικά σχετικά με την επιστημονική επάρκεια και την απαραίτητη εξειδίκευση στα κρίσιμα ζητήματα της θωράκισης από πλημμύρες και από τις κλιματικές καταστροφές που πλέον συμβαίνουν ολοένα και συχνότερα και τείνουν να γίνουν νέα κανονικότητα.Ειδικότερα σχόλια επί των παραδοχών και προτάσεων της HVA

Το τεύχος “Flood defense infrastructures” φαίνεται να αποτελεί συρραφή κειμένων και προτάσεων που έχουν ήδη εκφραστεί σε άλλα πλαίσια και απλά να συγκεντρώνει σε ένα πακέτο όλα τα έργα και τις παρεμβάσεις που έχουν κατά το παρελθόν προταθεί ή σχεδιαστεί (μεγάλα και μικρότερα φράγματα, σήραγγες, αναχώματα, έργα ορεινής υδρονομίας, κλπ). Υπολείπεται επίσης σοβαρά σε σχέση με τις ραγδαίες εξελίξεις σε καινοτόμες προσεγγίσεις αποτελεσματικής αντιμετώπισης των πλημμυρών και συνολικότερα των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, με βάση τις υπηρεσίες που προσφέρουν τα φυσικά οικοσυστήματα του κάθε τόπου.

Αν και η μελέτη της HVA ανακοινώθηκε με τον τίτλο “MASTER PLAN FOR THE A) POST-DISASTER REMEDIATION OF THE DAMAGE CAUSED BY THE >70,000 HECTARE FLOODING IN THESSALY and B) THE MITIGATION OF FUTURE FLOODING IN THE AREA aiming at covering the operational needs of the Ministry of Civil Protection» [ΑΔΑ: 90ΛΩ46ΝΠΙΘ-1Ξ3 – Έγκριση σύμβασης δωρεάς μεταξύ του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (ως δωρεοδόχου) και του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΡΑΠEΖΩΝ» (ως δωρητή)]. Εντούτοις όμως, στην έκθεση (σελ. 24 τεύχους για τις πλημμύρες) αναφέρεται ότι:

“Το Master Plan δεν είναι απλώς ένα αυτόνομο ή άκαμπτο σχέδιο για τη διαχείριση των πλημμυρών. Τα στοιχεία του παρόντος πρέπει να ενσωματωθούν στα υπάρχοντα και μελλοντικά Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων, Σχέδια Διαχείρισης Πλημμύρας, οδηγίες της ΕΕ, όπως η Οδηγία της ΕΕ για τις Πλημμύρες (2007/60/ΕΚ). Επιπλέον, η ευθυγράμμιση με τα αναπτυξιακά σχέδια για τους τομείς της γεωργίας και της κτηνοτροφίας είναι επιτακτική για μια ολιστική και αποτελεσματική προσέγγιση.

Οι στρατηγικές και τα μέτρα που προτείνονται σε αυτό το Κατευθυντήριο Σχέδιο προορίζονται συγκεκριμένα να ενσωματωθούν στην εν εξελίξει αναθεώρηση του υφιστάμενου Σχεδίου Διαχείρισης Πλημμυρών της Κυβέρνησης της Ελλάδας. Το επικαιροποιημένο σχέδιο προβλέπεται να εξελιχθεί σε ένα ισχυρό επιχειρησιακό εργαλείο για την ολοκληρωμένη διαχείριση των πλημμυρών. Αυτό περιλαμβάνει την πρόοδο και την αξιολόγηση των υποδομών, τη δημιουργία συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και αποτελεσματικές διαδικασίες για την ανάκαμψη από τις πλημμύρες.”
Αυτός ο συλλογισμός είναι εξαιρετικά προβληματικός σε σχέση με το δίκαιο της ΕΕ, καθώς δεν μπορεί ένα εκτός ισχύοντος θεσμικού πλαισίου σχέδιο να επιβάλει εξωγενώς προσαρμογή σε θεσμικά προβλεπόμενα σχέδια με το ίδιο αντικείμενο. Λαμβάνοντας μάλιστα ως δεδομένο ότι το υπό ‘διαβούλευση’ ‘masterplan’ καθορίζει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων αναμφισβήτητα θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, όπως τα μεγάλα φράγματα, τότε θα έπρεπε να υποβληθεί σε στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως επιβάλλει η νομοθεσία της ΕΕ (οδηγία 2001/42/ΕΚ).

Συνολικά, η μελέτη δίχως να ακολουθεί καμία γνωστή ή θεσμοθετημένη μεθοδολογία εκπόνησης μελετών προτείνει, με βάση γενικόλογη και διόλου τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, υδραυλικές λύσεις οι οποίες έχουν ήδη προταθεί από άλλους φορείς, ενώ κάποιες (όπως τα έργα εκτροπής του Αχελώου) έχουν ακυρωθεί δικαστικώς και καταδικαστεί επιστημονικά. Αυτές οι παρωχημένης λογικής προτάσεις καλό θα είναι να μείνουν στο παρελθόν.

Σε πρώτη φάση, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις υποβάλλουν πρώτη δέσμη σχολίων, με εστίαση στα εξής ζητήματα: α) Συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο, β) Συμμετοχή και διαφάνεια, γ) Αγνόηση της κλιματικής κρίσης και προφανών λύσεων, δ) Προβληματική χαρτογραφική απεικόνιση, ε) Απουσία δεδομένων, στ) Έμφαση σε μεγάλα κατασκευαστικά έργα, ζ) Επαναφορά της εκτροπής του Αχελώου, η) Αγνόηση βέλτιστων πρακτικών (Nature-based solutions), θ) Μοντέλο διακυβέρνησης.

α) Συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο: Η έκθεση δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της οδηγίας 2007/60/ΕΚ για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών. Ενδεικτικά, τα προτεινόμενα μέτρα στο πλαίσιο της ενωσιακής νομοθεσίας για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμύρας πρέπει απαραιτήτως να περιλαμβάνουν κατ’ ελάχιστο χαρακτηρισμό δασικών περιοχών ως προστατευτικών, περιορισμό δραστηριοτήτων στις πλημμυρικές κοίτες, εντοπισμό και καταγραφή εστιών παραγωγής φερτών και σχεδιασμό μέτρων που είναι συμβατά με τις απαιτήσεις της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα, της οποίας στόχος είναι η αποτροπή περαιτέρω επιδείνωσης, προστασία και βελτίωση των υδάτινων οικοσυστημάτων, και η προώθηση της βιώσιμης χρήσης του νερού.

Η μελέτη περιλαμβάνει, επίσης, ρυθμίσεις που αφορούν τη διαχείριση των υδάτων, αντικείμενο που κατά την ενωσιακή νομοθεσία ρυθμίζεται από την οδηγία 2000/60/ΕΚ και τα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής (ΣΔΛΑΠ). Σημειωτέον ότι τα εν λόγω σχέδια βρίσκονται στη δεύτερη φάση αναθεώρησής τους, ενώ φαίνεται να αγνοούνται στο σύνολο της μελέτης (γίνεται μόνο αναφορά στο ανεπαρκές «σύστημα παρακολούθησης ή σαφές θεσμικό [τους] πλαίσιο», VOLUME II, σελ. 119).

Επιπλέον, πολλά από τα μέτρα που προτείνονται στην έκθεση (π.χ. μεγάλα φράγματα) είναι ασύμβατα με τις νέες κατευθύνσεις της Ε.Ε. και κυρίως με τον νέο κανονισμό για την αποκατάσταση της φύσης που βρίσκεται σε τελικό στάδιο έγκρισης. Ο κατακερματισμός των υδατορεμάτων από φράγματα και η διακοπή της συνδεσιμότητάς τους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον στόχο που τίθεται από τον νέο κανονισμό (αποκατάσταση 25.000 χιλιομέτρων ποταμών ελεύθερης ροής, σε σύγκριση με το 2020).

Η μελέτη της HVA δεν έχει λάβει καθόλου υπόψη τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αξιολόγησης της προόδου εφαρμογής των πρώτων σχεδίων διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας (για την Ελλάδα αυτή η αναφορά εκδόθηκε το 2021, καθώς υπέβαλε τα απαραίτητα στοιχεία με καθυστέρηση). Η ενδιάμεση αξιολόγηση αποτυπώνει τις σημαντικότερες παραλείψεις των ΣΔΚΠ. Μια από τις σημαντικές παραλείψεις αφορά τη μη αποτύπωση από τα ΣΔΚΠ «φυσικών μέτρων συγκράτησης νερού” (natural water retention measures). Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατυπώνει ισχυρή σύσταση για ενίσχυση των λύσεων που βασίζονται στα οικοσυστήματα και ειδικότερα των φυσικών μέτρων συγκράτησης νερού (NWRM), ως εξής: “the information provided is not detailed and the FRMPs do not highlight the potential role of NWRM. Generally, the use of nature based solutions should be strengthened. A high share of the total costs will go on measures that could include riverbank and riverbed modifications, with possible negatively impacts on the ecological and hydromorphological conditions of streams and rivers.” Η έκθεση της HVA επιδεινώνει ακόμα περισσότερο αυτό το σοβαρό έλλειμμα του αντιπλημμυρικού σχεδιασμού της χώρας.

Η έκθεση της HVA περιέχει μόνο γενικόλογες αναφορές στα NbS, δίχως να διατυπώνει κανένα ουσιαστικό μέτρο προς την κατεύθυνση της ολοκληρωμένης και συμβατής με το ενωσιακό δίκαιο και τις βέλτιστες διαθέσιμες πρακτικές θωράκισης της χώρας απέναντι στην υπαρξιακή απειλή της κλιματικής κρίσης. Μεγάλο ποσοστό του συνολικού προϋπολογισμού φαίνεται ότι διατίθεται σε μέτρα εγκιβωτισμού και τροποποιήσεων στις κοίτες των ποταμών με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στις οικολογικές και υδρομορφολογικές συνθήκες των περιοχών. Η μελέτη της HVA περιέχει προτάσεις που ενισχύουν αυτή τη λογική, με επιπλέον αναχώματα, τροποποιήσεις της κοίτης ποταμών και εκτροπές ποταμών (π.χ. Αχελώος, Αγιαμονιώτης)

β) Συμμετοχή, διαφάνεια και κοινωνική συνεργασία: Διαβούλευση κειμένου στα αγγλικά, αποκλείει μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και ανθρώπων των οποίων η ζωή επηρεάζεται ευθέως, οι οποίοι ενδεχομένως δεν γνωρίζουν τη γλώσσα και την τεχνική ορολογία που χρησιμοποιείται στην έκθεση. Η κοινωνία και οι παραγωγικοί φορείς όμως πρέπει να έχει κεντρικό ρόλο στην αναζήτηση και εφαρμογή των κατάλληλων λύσεων που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της. Απαιτείται στενή συνεργασία με παραγωγούς και ομάδες που ήδη εφαρμόζουν αγροοικολογικές πρακτικές στα αγροκτήματά τους και έχουν εμπειρία από τα οφέλη και πλεονεκτήματα και αγρο-επιστήμονες που έχουν γνώση και εμπειρία σε αγροοικολογικές, μεθόδους ανθεκτικότητας και προστασίας κλίματος και βιοποικιλότητας, και μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία ενός νέου παραγωγικού μοντέλου στη Θεσσαλία. Εν ολίγοις, δεν νοείται διοικητική διαδικασία στην Ελλάδα που να διεξάγεται σε άλλη γλώσσα πλην της ελληνικής.

γ) Αγνόηση της κλιματικής κρίσης και προφανών λύσεων: Η προφανής λύση (που δεν προτείνεται πουθενά στο σχέδιο της HVA) είναι η ανασυγκρότηση της αγροτικής παραγωγής με βάση τα νέα κλιματικά δεδομένα και επίκεντρο τις δύο επείγουσες και απολύτως επίκαιρες προτεραιότητες: (α) Ενίσχυση της ανθεκτικότητας των αγροσυστηματων και (β) Προστασία της βιοποικιλότητας που αποτελεί κλειδί για τις υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει ένα οικοσύστημα (φυτοπροστασία, επικονίαση, ανακύκλιση των θρεπτικών ουσιών και φυσικά προσαρμογή στις κλιματικές συνθήκες). Κανένα σύστημα δεν μπορεί να είναι λειτουργικό και υγιές χωρίς βιοποικιλότητα. Κανένα σχέδιο για αναδιάρθρωση καλλιεργειών δεν μπορεί να είναι βιώσιμο στη νέα κλιματική πραγματικότητα χωρίς να προτείνει προστασία βιοποικιλότητας και ανθεκτικότητα των αγροτικών συστημάτων.

Πρακτικά, αυτά μπορούν να επιτευχθούν: (α) Εφαρμόζοντας πρακτικές που αυξάνουν την ικανότητα του εδάφους να διηθεί το νερό, να το συγκρατεί, και να κάνει τα θρεπτικά στοιχεία πιο αφομοιώσιμα από τα φυτά. (β) Εξασφαλίζοντας βιοποικιλότητα στο επίπεδο των ειδών εντός του αγροτικού οικοσυστήματος. Αυτό περιλαμβάνει τη βιοποικιλότητα στους μικροοργανισμούς του εδάφους, στους πληθυσμούς των εντόμων, της αυτοφυούς βλάστησης και των καλλιεργούμενων φυτών. (γ) Εξασφαλίζοντας ποικιλία διατροφικών πηγών για την εξασφάλιση ποικιλίας στη διατροφή, το οποίο με τη σειρά του διασφαλίζει τη διατροφική ασφάλεια. Στις αγροτικές περιοχές: αγροτικό τοπίο με ποικιλία καλλιεργούμενων ειδών και ζώων. Στις αστικές περιοχές: αστική χωροταξία που ενθαρρύνει την αστική γεωργία, για να υπάρχει μεγαλύτερη οικιακή αυτάρκεια και καλύτερη διατροφή των πληθυσμών. (δ) Δημιουργώντας κοινωνικά και οικονομικά συστήματα που υποστηρίζουν την επιβίωση και ευημερία των αγροτικών κοινοτήτων, όπως προώθηση τοπικών αγορών καλλιεργητών, προγράμματα υποστηριζόμενης γεωργίας, επανασύνδεση παραγωγών-καταναλωτών, δημόσιες συμβάσεις με αγροκτήματα που παράγουν τροφή προστατεύοντας το κλίμα και τη βιοποικιλότητα, κοκ.

Σε κάθε περίπτωση, ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της πληγείσας τις πρωτοφανείς πλημμύρες Θεσσαλίας οφείλει να στρέψει την περιοχή στο αύριο και όχι να την κρατάει όμηρο του χθες.
Όσον αφορά τις καλλιέργειες βαμβακιού (και καλαμποκιού), σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ομάδας που πραγματοποιεί σχετικές προβλέψεις για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη χώρα, για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος, προβλέπεται ήδη σημαντική μείωση της παραγωγικότητας τους μέσα στις επόμενες δεκαετίες επομένως η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών είναι ούτως ή άλλως μονόδρομος.

δ) Προβληματική χαρτογραφική απεικόνιση: Οι χάρτες δεν είναι ευκρινείς, ενώ δεν είναι σαφές ούτε ποια δεδομένα αποτυπώνουν, από ποιες πηγές προέρχονται αυτά και σε ποιες χρονικές περιόδους αναφέρονται. Πιθανότατα επίσης να περιέχουν λάθη, όπως πχ ο πίνακας στη σελίδα 37 που δηλώνει ότι αποτυπώνει ‘water depths’ στις 7 Σεπτεμβρίου 2024.

ε) Απουσία δεδομένων: Το τεύχος διατυπώνει συμπεράσματα και καταλήγει σε προτάσεις μικρών και μεγάλων τεχνικών έργων δίχως να αναφέρει πουθενά σε ποια δεδομένα βασίζεται.

Αναφέρονται επιτόπιες επισκέψεις ως «διερευνητικές αποστολές» (fact-finding missions), άλλοτε σε πληθυντικό (Volume I και III) και άλλοτε σε ενικό (Volume IΙΙ), καθώς και ότι υπάρχει σχετική έκθεση (fact-finding report, Volume II, σελ. 100). Όμως παρουσιάζονται μόνο τα αδρά συμπεράσματα αυτής της έκθεσης (Volume II, σελ. 116), χωρίς αναφορά στη μεθοδολογία, τα καταγεγραμμένα στοιχεία και τον τρόπο εξαγωγής συμπερασμάτων.

Αναφέρεται (Volume I, σελ. 38) ότι η διαμόρφωση του Σχεδίου Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμυρών βασίστηκε σε υδρολογικά μοντέλα που είχαν ήδη δημιουργηθεί για τη Θεσσαλία. ‘Όμως, στην επόμενη ακριβώς πρόταση, αναφέρεται ότι «οι διερευνητικές αποστολές εντόπισαν αδυναμίες στα υπάρχοντα μοντέλα, ειδικά σε ότι αφορά την επάρκειά τους για τον σχεδιασμό και διαστασιολόγηση των υποδομών αλλά και για την Έγκαιρη Προειδοποίηση και τη Διαχείριση Κινδύνων». Προτείνεται μάλιστα τα μοντέλα αυτά να επικαιροποιηθούν (εκ των υστέρων;).

στ) Έμφαση σε μεγάλα κατασκευαστικά έργα: Αν και σε διάσπαρτα σημεία της η έκθεση αναφέρει ότι ο περιορισμός της φυσικής ροής ρεμάτων και ποταμών ευθύνεται για την αυξημένη τρωτότητα της Θεσσαλίας σε πλημμύρες και ξηρασία, καθώς και την ανάγκη διατύπωσης φυσικών λύσεων για την αντιπλημμυρική θωράκιση της Θεσσαλίας και την απελευθέρωση των φυσικών διόδων του νερού, εντούτοις η ‘μεγάλη εικόνα’ είναι η έμφαση που δίνει σε παρωχημένης λογικής, τεράστιου οικονομικού κόστους και αποδεδειγμένα αναποτελεσματικές προσεγγίσεις μεγάλων κατασκευαστικών παρεμβάσεων, όπως η εκτροπή του Αχελώου, η κατασκευή 23 φραγμάτων και επιπλέον αναχωμάτων που δημιουργούν περίκλειστα χωριά (μόνο στην περιοχή του Καλέντζη προτείνονται >60km νέων αναχωμάτων, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά σε αποκατάσταση της κοίτης των ποταμών. Γενικότερα η μελέτη αποτελεί συμπίλημα παλαιότερων προτάσεων για μεγάλα κατασκευαστικά έργα, τα οποία όμως είναι ακατάλληλα για την υπαρξιακή πρόκληση της κλιματικής κρίσης και των καταστροφών που τείνουν να γίνουν η νέα κανονικότητα.

Η μελέτη δηλώνει ότι προτεραιοποιεί μεν τα ορεινά φράγματα έναντι άλλων λύσεων, ωστόσο η έκταση του κειμένου για τα μεγάλα φράγματα σε συνδυασμό με τις εκτενείς τεχνικές προδιαγραφές που υπάρχουν στο τεύχος “Appendices” (Annex 9), δίνουν την ξεκάθαρη κατεύθυνση. Ειδικά για τα μεγάλα φράγματα ωστόσο φαίνεται να υπάρχουν αντιφάσεις που το ίδιο το κείμενο αναγνωρίζει. Η μελέτη αναφέρει ότι ο κύριος σκοπός αυτών των φραγμάτων είναι η άρδευση και αυτό μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με τον αντιπλημμυρικό τους στόχο: “Managing floods requires keeping reservoirs empty to accommodate floodwaters, while electricity companies and farmers prefer high and relatively constant water levels”. Για να επιλύσει αυτή την πρόκληση αναφέρει γενικόλογα και αόριστα την “καλή συνεργασία μεταξύ φορέων”, δηλαδή ένα ακόμα επίπεδο στην ήδη πολύπλοκη διαδικασία που στην πράξη αποδεικνύεται ιδιαίτερα προβληματικό.

ζ) Επαναφορά της εκτροπής του Αχελώου: To σχέδιο δείχνει να διέπεται από μια εμμονή με το τεράστιο κατασκευαστικό έργο της εκτροπής του Αχελώου (φράγμα Συκιάς, σήραγγα Πετρωτού – Δρακότρυπας, φράγματα Μουζακίου και Πύλης). Η δε επίκληση της κλιματικής αλλαγής ως δικαιολογίας για την εκτροπή του Αχελώου είναι η πλέον παράλογη και δυνητικά καταστροφική πολιτική επιλογή. Ειδικά υπό τη βαριά σκιά της καταστροφής που προκάλεσε η καταιγίδα Ντάνιελ και επιδείνωσε η αμέσως επόμενη καταιγίδα Ηλίας, είναι ανάγκη να αναλογιστούμε πώς θα είχε εξελιχθεί η κατάσταση εάν είχε ολοκληρωθεί η εκτροπή του Αχελώου. Ειδικότερα λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι στόχος της εκτροπής είναι η διατήρηση της στάθμης του Πηνειού σε υψηλό επίπεδο κατά τους θερινούς και πρώτους φθινοπωρινούς μήνες, εύλογα συμπεραίνεται ότι κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του Ντάνιελ, ο Πηνειός θα είχε ξεχειλίσει ήδη από τις πρώτες μέρες. Πιθανότατο αποτέλεσμα θα ήταν η πλημμύρα της Λάρισας κατά τη διάρκεια της καταιγίδας και σε πολύ μεγαλύτερη έκταση.

η) Αγνόηση βέλτιστων πρακτικών (Nature-based solutions): Η αναφορά στις λύσεις που βασίζονται στη φύση (nature-based solutions) γίνεται μόνο κατ’ επίφαση και υποδηλώνει άγνοια επί του αντικειμένου. Αναφορά γίνεται μόνο ως συμπληρωματικό έργο των έργων ορεινής υδρονομίας (ενδεικτικά revegetation and reforestation) ενώ αγνοεί πλήρως κρίσιμης σημασίας προσεγγίσεις όπως αποκατάσταση κοίτης ποταμών, αποκατάσταση παρόχθιων δασών, σύνδεση με πλημμυρικά πεδία, αποκατάσταση υγροτόπων και προστασία δασικών εκτάσεων ή/και αναδασώσεις όπου χρειάζεται). Η Ολλανδία είναι πρωτοπόρος σε έργα που βασίζονται σε nature-based solutions και μια ολλανδική εταιρεία θα έπρεπε να το γνωρίζει αυτό και να αξιοποιήσει κατά το δυνατόν πληρέστερα τη διαθέσιμη εμπειρία και γνώση. Τελικά η αναφορά σε NbS είναι τελείως ανεπαρκής, ιδίως καθώς δεν εξειδικεύονται και παρουσιάζονται ως μέρος ενός συνονθυλεύματος παρεμβάσεων από την εκτροπή του Αχελώου έως και άλλες “grey infrastructures” (δηλ. μεγάλα κατασκευαστικά έργα).
 Η εταιρεία και τα αρμόδια υπουργεία μπορούν να αξιοποιήσουν το υλικό που έχει διαμορφώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (βλ. σχετικό κατάλογο στο τέλος των σχολίων). Οι φυσικές λύσεις δεν είναι εμβαλωματική προσθήκη σε ένα χαοτικό σύνολο από μεγάλες κατασκευαστικές παρεμβάσεις και εκτροπές ποταμών από μια λεκάνη απορροής σε άλλη. Οι φυσικές λύσεις στην κλιματική κρίση είναι ασπίδα προστασίας για ανθρώπους, κοινότητες, οικοσυστήματα και την οικονομία, και απαιτούν συνολικό και συμπαγή σχεδιασμό.

θ) Ανησυχητικό μοντέλο διακυβέρνησης: Το τεύχος που εστιάζει στη διακυβέρνηση (δηλαδή στον “Οργανισμό Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας”, περιέχει πολλή λεπτομέρεια, σε επίπεδο ακόμα και αριθμού ηλεκτρονικών υπολογιστών, τυπολογία για τις οθόνες, smartphones, μεγάφωνα, ποδήλατα, και τύπο αυτοκινήτων 4Χ4, κλπ αλλά και μισθολογικές απαιτήσεις (στο τεύχος VI “Recommendations and timelines”). Η αναφορά όμως στον νομικό χαρακτήρα του οργανισμού γεννά ανησυχίες, τόσο για τις εγκρίσεις των έργων και την αδειοδότησή τους, αλλά και για το καθεστώς διάθεσης του νερού στους τελικούς χρήστες (δηλαδή στους αγρότες). Συγκεκριμένα, η HVA (της οποίας ο ρόλος στην διαχείριση του οργανισμού θα πρέπει να διευκρινιστεί από την κυβέρνηση), φαίνεται να προτείνει νομική μορφή ειδικού χαρακτήρα, με ανάθεση αρμοδιοτήτων υπό τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας (σελ. 126-128 τεύχους για τη διακυβέρνηση).

Τέλος, δεδομένου ότι φαίνεται πως η μελέτη αγνοεί πλήρως τη διεθνή τάση αντιμετώπισης με φυσικές λύσεις των σοβαρών κινδύνων από την κλιματική κρίση, παραθέτουμε σημαντικό υλικό για φυσικές λύσεις (nature-based solutions) στη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών:

● European Commission. (2023). Nature-based Solutions for flood mitigation and coastal resilience. Climate ADAPT. https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/d6e80dca-d530-11ea-adf7-01aa75ed71a1/language-en

● European Environment Agency. (2023). Nature-based solutions play crucial role in building Europe’s climate resilience. https://www.eea.europa.eu/en/newsroom/news/nature-based-solutions-play-crucial-role

● European Environment Agency. (2023). Nature-based solutions in Europe: Policy, knowledge and practice for climate-change adaptation and disaster risk reduction. https://www.eea.europa.eu/publications/nature-based-solutions-in-europe

● European Investment Bank. (2023). Nature-based solutions for flood mitigation in Greece. https://www.eib.org/en/stories/nature-based-solutions-flood-greece

● Nordic Council of Ministers for the Environment and Climate. (2022). Nordic Ministerial Declaration on nature-based solutions. https://www.norden.org/en/declaration/nordic-ministerial-declaration-nature-based-solutions

● Sustainable Asset Valuation (SAVi) of River Restoration in Greece https://www.iisd.org/publications/report/savi-river-restoration-in-greeceΟι περιβαλλοντικές οργανώσεις:

1. Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού

2. Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης

3. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία

4. Greenpeace

5. WWF Ελλάς


Γκούμας Κώστας

Αποφοίτησε από την Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών το 1971. Το 1975 διορίσθηκε στην Δ/νση Εγγείων Βελτιώσεων Λάρισας όπου υπηρέτησε και ως Δ/ντής (1990-1994 & 2004 – 2008). Μετά την συνταξιοδότησή του προσλήφθηκε ως ειδικός σύμβουλος (για υδατικά θέματα) του Νομάρχη Λάρισας (2008-2010).

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Γεωπονικού Συλλόγου Λάρισας (1986-1987), Νομαρχιακός  σύμβουλος (εκπρ. ΓΕΩΤΕΕ) Λάρισας (1987–1993), πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ/ΚΕ (1995–1997) και Γενικός Γραμματέας της Πανθεσσαλικής Συντονιστικής Επιτροπής (ΠΑΣΕ) για την εκτροπή του άνω ρου του Αχελώου (1995–2007).

Συμμετείχε στην Επιστημονική Επιτροπή Διαχείρισης Υδατικών Πόρων (ΓΕΩΤΕΕ/ΚΕ) για θέματα θεσσαλικού ενδιαφέροντος (Φράγμα Σμοκόβου, Ταμιευτήρας Κάρλας, προστασία υδατικών πόρων Θεσσαλίας) και στην Επιστημονική Επιτροπή ΠΕΔ Θεσσαλίας (1η Αναθεώρηση Σχεδίου Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας, 2017).

Ο Κώστας Γκούμας ασκεί κριτική στην κατάργηση των ΤΟΕΒ - ΓΟΕΒ

Ο γεωπόνος και πρώην πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ/ΚΕ, ασκεί κριτική στην επικείμενη κατάργηση των ΤΟΕΒ - ΓΟΕΒ, όπως προκύπτει από τα προσχέδια για τον Οργανισμό Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας Α.Ε.

Σύμφωνα με τον κ. Γκούμα, η κατάργηση των ΤΟΕΒ εντός ενός έτους από την ίδρυση του Ο.Δ.Υ.Θ. αγνοεί τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν στη μεταβατική περίοδο, ενώ υπογραμμίζει την έλλειψη πολιτικής τόλμης για ουσιαστικές τομές στη διαχείριση υδάτων.

Παρότι αναγνωρίζει αδυναμίες στη λειτουργία των ΤΟΕΒ, ο κ. Γκούμας επισημαίνει τον σημαντικό τους ρόλο ως "κύτταρο" στην διαχείριση του αρδευτικού νερού. Επιπλέον, τονίζει την αντίφαση της Κυβέρνησης, η οποία, ενώ προορίζει τους ΤΟΕΒ για υλοποίηση νέων αρδευτικών δικτύων (π.χ. Φάρσαλα, Παλαμάς), ταυτόχρονα σχεδιάζει την κατάργησή τους.

ΤΟΕΒ – ΓΟΕΒ (VOLUME II: WATER MANAGEMENT ORGANISATION)

Με βάση τις δημόσιες δηλώσεις υπουργών και τα προσχέδια που κυκλοφορούν για την νομοθετική ρύθμιση και την σύσταση του Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας Α.Ε, θεωρείται βέβαιον ότι οι ΓΟΕΒ – ΤΟΕΒ πρόκειται να καταργηθούν (εντός ενός έτους από την στιγμή που θα συσταθεί ο Ο.Δ.Υ.Θ).

Η εξέλιξη αυτή δείχνει περιορισμένη συνειδητοποίηση των προβλημάτων που υπάρχουν και αυτών που θα δημιουργηθούν στην μεταβατική περίοδο, πολλά από τα οποία εξέθρεψε η διαχρονική έλλειψη πολιτικής τόλμης για την πραγματοποίηση των τομών που απαιτούνται στον τομέα της διαχείρισης υδάτων.

Παρά το γεγονός ότι η θεσμική, διοικητική και οικονομική διαχείριση από τους ΤΟΕΒ είναι ατελής, αναποτελεσματική και βασισμένη σε ένα πλαίσιο το οποίο εδώ και πολύ καιρό θεωρείται ξεπερασμένο η σημασία τους παραμένει μεγάλη, γιατί εξακολουθεί να αποτελεί το πρωτογενές «κύτταρο» στην διαχείριση του αρδευτικού νερού.

Παρόλες όμως τις αδυναμίες των φορέων αυτών, πρόσφατα δημοσιεύματα (δες τον σύνδεσμο)* αναδεικνύουν τον ιδιαίτερο ρόλο – στο αμέσως προσεχές μέλλον – για τους ΤΟΕΒ, που επιφυλάσσει το ΥΠΑΝ στην υλοποίηση νέων αρδευτικών δικτύων (όπως αυτό στην περιοχή Φαρσάλων – Παλαμά και ο εκσυγχρονισμός του αρδευτικού δικτύου ΤΟΕΒ Ταυρωπού**, όλα έργα του προγράμματος ΥΔΩΡ, 2.0,). Την ίδια στιγμή ανακοινώνουν ότι τους καταργούν !!

Πρέπει συνεπώς να ληφθεί σοβαρά υπόψη από την Κυβέρνηση ότι η άμεση κατάργηση των φορέων αυτών θα είναι σοβαρό λάθος, που πιθανόν να επηρεάσει και την επιτυχή έκβαση της νέας αυτής μεταρρύθμισης με τον νέο φορέα, γεγονός που επισημαίνεται και από την HVA με ειδική αναφορά στο κεφάλαιο VOLUME II: WATER MANAGEMENT ORGANISATION (σελ. 151-152).

Μέχρι να δημιουργηθούν όμως οι προϋποθέσεις και να ιδρυθεί και λειτουργήσει ο ΟΔΥΘ, οι ΤΟΕΒ θα πρέπει να παραμείνουν (σίγουρα για διάστημα πολύ μεγαλύτερο από τον 1 χρόνο που προβλέπεται) ως θεσμός, φυσικά με τις όποιες απαραίτητες νομοθετικές κ.α αλλαγές – συγχωνεύσεις κλπ. απαιτηθούν.

Στην μεταβατική αυτή περίοδο, ο μεν Ο.Δ.Υ.Θ θα μπορεί να βασίζεται στους ΤΟΕΒ (κάποιοι από τους οποίους ενδεχομένως να συγχωνευτούν ή και άλλοι μη βιώσιμοι να καταργηθούν), όσο και οι ΤΟΕΒ να υποστηρίζονται διοικητικά, τεχνικά και οικονομικά από τον Ο.Δ.Υ.Θ.
*
Έντεκα νέα αρδευτικά δίκτυα σε χωριά των Φαρσάλων
https://www.eleftheria.gr/%CE%BB%CE%AC%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B1/item/357099.html
**
Εκσυγχρονισμός δικτύων άρδευσης ΤΟΕΒ Ταυρωπού Καρδίτσας
https://www.ypethe.gr/archive/eksyghronismos-diktyon-ardeysis-toev-tayropoy-karditsas


 

 
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις