Ευρώπη: Η ήπειρος που κινδυνεύει να μείνει χωρίς αγρότες

Η γεωργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαδραματίζει έναν ρόλο που συχνά θεωρείται αυτονόητος: την καθημερινή τροφοδοσία των πολιτών της με τρόφιμα. Ωστόσο, πίσω από αυτή την αίσθηση σταθερότητας διαμορφώνεται μια εικόνα βαθύτερων μεταβολών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, περίπου 8,7 εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονταν στον πρωτογενή τομέα το 2020, όμως λιγότερο από το 12% αυτών ήταν κάτω των 40 ετών. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί απλώς ένδειξη δημογραφικής κόπωσης, αλλά αναδεικνύει τη σταδιακή συρρίκνωση ενός επαγγέλματος που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά.

Από το 2005, ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων έχει μειωθεί κατά περισσότερο από ένα τρίτο. Η αναδιάρθρωση της παραγωγής υπό την Κοινή Αγροτική Πολιτική ευνόησε τις μεγαλύτερες και πιο κεφαλαιακές μονάδες, αφήνοντας τις μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις να λειτουργήσουν σε ένα περιβάλλον όπου η διαπραγματευτική τους δύναμη μειώνεται συνεχώς. Η τάση αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση γης και επιδοτήσεων σε ολοένα και λιγότερα χέρια, μια διαδικασία που δεν είναι θεαματική, αλλά αργή και σταθερή.

Την τελευταία διετία, οι διαμαρτυρίες αγροτών σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη κατέδειξαν ένα κοινό υπόβαθρο: το αυξανόμενο κόστος παραγωγής, η μεταβλητότητα των τιμών και η αβεβαιότητα των αγορών. Οι κλιματικές υποχρεώσεις δεν αποτελούν το κύριο σημείο ένστασης για πολλούς παραγωγούς· εκείνο που συχνά αναφέρουν είναι η «ανισότητα προσαρμογής». Οι μικρότεροι έχουν λιγότερους πόρους για να αντέξουν περιόδους χαμηλών τιμών ή για να επενδύσουν στις νέες τεχνολογίες που απαιτούνται.

Οι διαμαρτυρίες που λαμβάνει από τους αγρότες το Agrocapital  εντείνονται, φέρνοντας στο προσκήνιο μια σειρά από καίρια ζητήματα. Εκφράζουν έντονη δυσαρέσκεια για την άνοδο των τιμών ενέργειας και εισροών, σε συνδυασμό με την πτώση των πραγματικών τιμών που λαμβάνουν για τα προϊόντα τους. Νιώθουν παγιδευμένοι ανάμεσα στις αντικρουόμενες απαιτήσεις των καταναλωτών για φθηνά τρόφιμα και φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές.

Για πολλούς, η κλιματική συμμόρφωση δεν αποτελεί βασικό πρόβλημα, αλλά η "ανελέητη ανταγωνιστικότητα" και η συγκέντρωση της γης και των επιδοτήσεων σε λίγα χέρια.

Η κρίση δεν είναι μόνο ελληνική αλλά και ευρωπαϊκή και μάλιστα απαιτεί άμεση και ουσιαστική αντιμετώπιση. Η στήριξη των μικρών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, η δίκαιη κατανομή των πόρων και η υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών παραγωγής είναι απαραίτητες για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του κλάδου και την επισιτιστική ασφάλεια της Ευρώπης.

Στην Ελλάδα, περίπου 350.000 παραγωγοί εξακολουθούν να καλλιεργούν και να εκτρέφουν, με μέση ηλικία άνω των 55 ετών. Το δημογραφικό βάρος είναι εμφανές στις αγροτικές κοινότητες, όπου η αποχώρηση δεν αντισταθμίζεται από νέες εισόδους.

Η χρηματοδότηση παραμένει δύσκολη. Ο συνδυασμός χρεών, υψηλού κόστους δανεισμού και καθυστερήσεων σε θεσμικούς μηχανισμούς όπως ο ΟΠΕΚΕΠΕ και ο ΕΛΓΑ περιορίζει τις δυνατότητες σχεδιασμού και επένδυσης. Παράλληλα, η έλλειψη σύγχρονων υποδομών —βιομηχανιών επεξεργασίας, δικτύων άρδευσης, αποθηκευτικών εγκαταστάσεων— πιέζει το τελικό εισόδημα.

Η κλιματική αλλαγή λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής των δυσκολιών. Η αύξηση της ξηρασίας σε πολλές περιοχές, οι έντονες πλημμύρες σε άλλες και οι επαναλαμβανόμενες ζημιές στις καλλιέργειες έχουν γίνει πλέον συχνά επεισόδια και όχι εξαιρέσεις. Η παραγωγικότητα δεν απειλείται θεαματικά από ένα γεγονός, αλλά υπονομεύεται σταδιακά.

Το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι τιμές των γεωργικών προϊόντων στην ΕΕ τόσο για εκροές όσο και για εισροές που δεν σχετίζονται με επενδύσεις μειώθηκαν. Η μέση τιμή της γεωργικής παραγωγής έπεσε κατά 6% το πρώτο τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2023. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, η μέση τιμή των αγαθών και των υπηρεσιών που καταναλώνονται σήμερα στη γεωργία (εισροές που δεν σχετίζονται με επενδύσεις) μειώθηκε κατά 11 %.

***Μετά από μια περίοδο διακοπής, όπου καταγράφηκαν απότομες αυξήσεις στις τιμές των γεωργικών προϊόντων κατά το 2021 και τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2022, ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε ενώ στη συνέχεια οι τιμές άρχισαν να μειώνονται. Οι πρόσφατες μειώσεις στη γεωργική παραγωγή και στο κόστος των εισροών είναι προς την κατεύθυνση των πιο ήρεμων επιπέδων πριν από τη διακοπή.

Εξελίξεις δεικτών τιμών γεωργικών εισροών και εκροών στην ΕΕ, % μεταβολή σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, 1ο τρίμηνο 2021-1 τρίμηνο 2024.

Οι μεταβολές των τιμών για τις περισσότερες γεωργικές εκροές το α' τρίμηνο του 2024 ήταν ποικίλες και αντιφατικές. Έντονη υποχώρηση παρατηρήθηκε στη μέση τιμή των δημητριακών, η οποία μειώθηκε κατά 28%.Η τιμή του γάλακτος υποχώρησε κατά 12%, εκείνη των αυγών και των βιομηχανικών καλλιεργειών (ελαιούχοι σπόροι, πρωτεϊνούχες καλλιέργειες, ακατέργαστος καπνός, ζαχαρότευτλα και άλλα) μειώθηκε κατά 10% και αυτό των φρέσκων λαχανικών κατά 6% (εντός του οποίου σημειώθηκε ιδιαίτερα κατακόρυφη πτώση 33% στην τιμή της ντομάτας).

Αντίθετα, η μέση τιμή της πατάτας αυξήθηκε κατά 22% και αυτή των νωπών φρούτων κατά 20% (παρά την απότομη μείωση κατά 44% στην τιμή των λεμονιών και των λάιμ), εν μέρει ανταποκρινόμενη στις προβλεπόμενες επιπτώσεις των δυσμενών καιρικών συνθηκών συγκομισθείσες ποσότητες.

Μεταξύ των εισροών που δεν σχετίζονται με επενδύσεις, οι πιο έντονοι ρυθμοί υποχώρησης των τιμών καταγράφηκαν για τα λιπάσματα και τα βελτιωτικά εδάφους (-31%), τις ζωοτροφές (-16%) και την ενέργεια και τα λιπαντικά (-12%).

Πτωτικά οι τριμηνιαίες τιμές στις περισσότερες χώρες της ΕΕ

Σε εθνικό επίπεδο, οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. (21 από τις 25 με διαθέσιμα στοιχεία) κατέγραψαν μείωση στις τιμές της γεωργικής παραγωγής το πρώτο τρίμηνο του 2024, σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2023. Η μεγαλύτερη πτώση των τιμών σημειώθηκε στην Ουγγαρία (- 24%), Βουλγαρία και Ρουμανία (και οι δύο -18%) και Σλοβακία και Τσεχία (και οι δύο -17%).

Αντίθετα, οι τιμές αυξήθηκαν σε 5 νότιες χώρες της ΕΕ. Αυξήθηκαν περισσότερο στην Ελλάδα (+20%), με πιο μέτριες αυξήσεις να καταγράφονται στη Μάλτα και την Ισπανία (+4%) και στην Πορτογαλία και την Κύπρο (+1%).

Μεταβολή τριμηνιαίων δεικτών αγροτικών τιμών, % μεταβολή, 1ο τρίμηνο 2024 σε σύγκριση με 1ο τρίμηνο 2023. . Δείτε τον σύνδεσμο για το πλήρες σύνολο δεδομένων παρακάτω.

Όσον αφορά τις εισροές που δεν σχετίζονται με επενδύσεις (όπως ενέργεια, λιπάσματα ή ζωοτροφές), 24 από τις 25 χώρες της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία κατέγραψαν μειώσεις το πρώτο τρίμηνο του 2024, σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2023. Οι υψηλότεροι ρυθμοί μείωσης σημειώθηκαν στην Κροατία (-20%), την Ουγγαρία (-19%) και την Ολλανδία και την Ιρλανδία (και οι δύο -17%). Η Πορτογαλία ήταν η μόνη χώρα της ΕΕ που σημείωσε αύξηση (+2%).

Το ζήτημα που αναδύεται δεν αφορά πλέον μόνο τους αγρότες, αλλά τον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαϊκές κοινωνίες επιλέγουν να οργανώσουν την ίδια την παραγωγή της τροφής τους. Θα παραμείνει μια δραστηριότητα κατανεμημένη σε χιλιάδες τοπικές εκμεταλλεύσεις, ενταγμένη στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της υπαίθρου, ή θα συνεχίσει η σταδιακή συγκέντρωση της γης και της παραγωγής σε λιγότερα, μεγαλύτερα σχήματα με ισχυρότερες δομές κεφαλαίου;

Η ευρωπαϊκή γεωργία βρίσκεται σήμερα σε ένα σημείο μετάβασης. Οι αριθμοί υποδεικνύουν μια κατεύθυνση, αλλά οι βαθύτερες συνέπειες δεν έχουν ακόμη αποτυπωθεί. Η σταθερότητα της τροφικής αλυσίδας θεωρείται δεδομένη και, όσο τα ράφια παραμένουν γεμάτα, το ζήτημα δύσκολα αποκτά την προσοχή που αναλογεί στη σημασία του.

Το αν αυτή η ισορροπία θα διατηρηθεί ή θα μεταβληθεί ουσιαστικά, θα φανεί στα χρόνια που έρχονται. Οι αποφάσεις ή οι παραλείψεις– του σήμερα θα αποτιμηθούν μελλοντικά, όταν οι εξελίξεις θα έχουν πάρει τον δρόμο τους. Η ιστορία, ως συνήθως, θα κρίνει εκ των υστέρων.

 

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις