Η τεχνική ξυλεία στην υπηρεσία της αειφορίας

 

 

 

Του Βασίλη Παπαναστάση, ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ,
(Ελληνικό Αγροδασικό Δίκτυο www.agroforestry.gr )

Στο παρελθόν, η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) ευνοούσε την μεγιστοποίηση της γεωργικής παραγωγής με αποτέλεσμα να προωθηθούν σε όλη την Ευρώπη οι μονοκαλλιέργειες των γεωργικών φυτών, ποωδών ή ξυλωδών.   

Η πολιτική αυτή οδήγησε σε αδιέξοδο, γιατί δημιούργησε πλεονάσματα  σε πολλά αγροτικά προϊόντα, ενώ είχε δυσμενείς επιδράσεις στο περιβάλλον από την εντατική χρήση λιπασμάτων και φυτοκτόνων.

Με την αναμόρφωσή της στη δεκαετία του 1990 και ιδιαίτερα το 2003, η ΚΑΠ άλλαξε ριζικά θέτοντας ως στόχο την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων με αποτέλεσμα να υιοθετηθούν  περισσότερο αειφορικές μορφές χρήσης της γεωργικής γης με παράλληλη προστασία του αγροτικού περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο των σύγχρονων αυτών κατευθύνσεων υλοποιούνται διάφορα προγράμματα που έχουν ως στόχο το τρίπτυχο: ανταγωνιστικότητα-βιώσιμη ανάπτυξη-περιβάλλον.

Από τη άλλη μεριά, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ελλειμματική σε τεχνική ξυλεία υψηλής ποιότητας. Οι μεγάλες της ανάγκες σε ποιοτικό ξύλο καλύπτονται με εισαγωγές από τις τροπικές κυρίως χώρες, οι οποίες εκποιούν τα δάση τους, για να εξασφαλίσουν πολύτιμο συνάλλαγμα και να στηρίξουν έτσι τις φτωχές οικονομίες τους. Κατά συνέπεια, πέραν του ότι δεν είναι γνωστό αν θα συνεχίσει να είναι στο μέλλον εύκολη και συμφέρουσα για την Ευρώπη η αγορά στις χώρες του τρίτου κόσμου, η εισαγωγή ξυλείας από τις φτωχές χώρες του Νότου συμβάλλει και στην καταστροφή των τροπικών δασών.

Η πολιτική της δάσωσης των γεωργικών γαιών που υλοποιείται στα πλαίσια του μέτρου 221 μπορεί να θεωρηθεί ως μία λύση για την κάλυψη των αναγκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε τεχνική ξυλεία υψηλής ποιότητας. Η πολιτική αυτή, αν και εφαρμόζεται ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1980, δεν έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, επειδή οι φυτείες που εγκαταστάθηκαν στα χωράφια δε δημιούργησαν δάση ούτε κράτησαν τους γεωργούς στον ορεινό χώρο.

Ο κυριότερος λόγος αυτής της εξέλιξης είναι το γεγονός οι γεωργοί  αποσυνδέονται από το χωράφι τους μετά την εγκατάσταση της φυτείας, αφού διακόπτουν τη γεωργική παραγωγή και δεν έχουν σοβαρό κίνητρο ούτε να περιποιηθούν τη φυτεία ούτε μπορούν να περιμένουν την απόδοση της μετά από 20 ή 30 έτη. Επιπλέον, τα περισσότερα δασοπονικά είδη που περιλαμβάνονται στον κανονισμό της δάσωσης των γεωργικών γαιών δεν παράγουν ξυλεία υψηλής ποιότητας.

Τα αγροδασικά συστήματα  αποτελούν ιδανική λύση, γιατί συνδυάζουν γεωργία και ξυλοπονία και, το σπουδαιότερο, μπορούν να κρατήσουν τους κατοίκους στον ορεινό χώρο. Με τα συστήματα αυτά, ο παραγωγός συνεχίζει να καλλιεργεί την αγροτική γη, αλλά παράλληλα φυτεύει και ορισμένα δασικά δένδρα με υψηλής ποιότητας τεχνική ξυλεία, τα οποία θα του αποδώσουν μετά από κάποια έτη, επενδύοντας έτσι για το μέλλον το δικό του και των απογόνων του. Από τον Ιούλιο του 2004, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε την αγροδασοπονία ως εναλλακτική πρόταση χρήσης γης για την αγροτική ανάπτυξη, αλλά στην Ελλάδα δεν έχει γίνει ακόμα αποδεκτή σε πολιτικό επίπεδο, ενώ υπάρχουν επιφυλάξεις τόσο από τους γεωτεχνικούς επιστήμονες, όσο και, κυρίως, από τους γεωργούς.

Αγροδασικά συστήματα στην ΚΑΠ 2007-13

Η αγροδασοπονία περιλήφθηκε στον  Πυλώνα ΙΙ της ΚΑΠ για πρώτη φορά στην τρέχουσα προγραμματική περίοδο 2007-2013. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 44 του Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1698/2005 αναφέρεται η δυνατότητα χρηματοδότησης για την «πρώτη εγκατάσταση αγροδασικών συστημάτων σε γεωργική γη»  από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο για την Αγροτική Ανάπτυξη (ΕΓΤΑΑ) με 80% επιδότηση. Πρόκειται για το αγροπεριβαλλοντικό μέτρο 222 του δεύτερου άξονα για την αγροτική ανάπτυξη «Βελτίωση του περιβάλλοντος και της υπαίθρου».

Στις αρχές του 2007, η Διαχειριστική Αρχή του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης ανέθεσε, ύστερα από εισήγησή μας, την αρμοδιότητα υλοποίησης του μέτρου αυτού στη Γενική Διεύθυνση Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η οποία στη συνέχεια μας ζήτησε (Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας του Α.Π.Θ.) να συντάξουμε τον σχετικό κανονισμό. Ο κανονισμός αυτός συντάχθηκε και υπήρχε η βεβαιότητα, ότι το μέτρο θα εφαρμοστεί και στην Ελλάδα. Προέβλεπε την εφαρμογή του σε 30.000 στρέμματα με επιδότηση 3.300.000 ευρώ ή 100€/στρέμμα.

Δυστυχώς, όμως, το φθινόπωρο του 2007 το μέτρο αποσύρθηκε από το πρόγραμμα «Αλέξανδρος Μπαλτατζής» από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου, προφανώς λόγω της ανάγκης διάθεσης αυξημένων εθνικών πόρων για την αντιμετώπιση των εκτεταμένων τότε δασικών πυρκαγιών της Πελοποννήσου. Έτσι, χάθηκε η δυνατότητα εγκατάστασης σύγχρονων αγροδασικών συστημάτων στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Πυλώνα  ΙΙ της ΚΑΠ κατά την τρέχουσα προγραμματική περίοδο.

Με δεδομένη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  να μη θεωρούνται επιλέξιμα τα αγροτεμάχια που έχουν περισσότερα από 50 δένδρα στο εκτάριο, πολλά υπάρχοντα (παραδοσιακά) αγροδασικά συστήματα εξαιρέθηκαν από τις  άμεσες ενισχύσεις (επιδοτήσεις). Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν πολλοί γεωργοί να κόψουν τα δένδρα που υπήρχαν παραδοσιακά  στα χωράφια τους,  προκειμένου να διεκδικήσουν και να πάρουν την επιδότηση. Ευτυχώς, η καταστροφή αυτή των παραδοσιακών αγροδασικών συστημάτων αμβλύνθηκε από το 2006 και μετά, όταν άρχισε να εφαρμόζεται η ενιαία ενίσχυση, οπότε οι γεωργοί δεν είχαν λόγο να καθαρίζουν τα δένδρα απ’ τα χωράφια τους για να πάρουν την επιδότηση του 1ου Πυλώνα, γιατί αυτή είχε αποσυνδεθεί από την παραγωγή και καθορίστηκε με βάση τις ενισχύσεις που είχαν πάρει στο παρελθόν (π.χ. την 3ετία 2000-2002).


 

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις